Ο νιος βοριάς χρωμάτιζε γαλάζιο του ουρανού
με τον Αετό διαβαίναμε τα πέλαγα του νου
τις πολιτείες μια νεφή σκέψη είχε προδώσει
τη μάνα κοίτη ο ποταμός με μπόρα είχε πληγώσει.
Στ’ αγνάντια κοκκινόμαλλο ησύχαζε χωριό
ξεπρόβαλε απ’ τα έλατα φάσσας συμπεθεριό
και του Νοέμβρη οι πινελιές το λόγγο είχαν σβήσει
με πορφυρένια χρώματα τον είχαν ζωγραφίσει.
Κι η μάνα αετός αετόπουλα και ο αετός πατέρας
χάνονταν στον ορίζοντα της φωτεινής της μέρας
κι ο νιος βοριάς που με σκουτιά χοντρά μας είχε ντύσει
της κλάρας άρχιζε χορό και χαίρονταν η φύση.
Γέρο έλατοι απόμαχοι από ψηλά κοιτούσαν
πώς με τα κιτρινόφυλλα τα όργανα κερνούσαν
τα νιόφυτα τα λυγερά που στο χορό χορεύαν
κι ήλιου λαμπές βουνοκορφές ζηλευτικά αγναντεύαν.
Κι όλα αυτά ανάμνηση γίναν που πάει να σβήσει
ο Μητροκτόνος άνθρωπος εσταύρωσε τη φύση
για ν’ αναστήσει μια καπνή του παραλόγου πόλη
να’ χει γιορτή τα κλάματα και δάκρυα τη σχόλη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου