η ποίηση στην εποχή της

η ποίηση στην εποχή της

Να φύγω

Τώρα κανονικά
να φύγω θα 'πρεπε
να πάω στα νησιά
Τι θα με σπρώξει προς τα κει
τι θα με ξωπετάξει ;
Πού πήγε εκείνη η δύναμη ;
Κανονικά πρέπει να φύγω
να πάω
τους ανθρώπους να 'βρω
τα γλέντια τους στα δέντρα
τα νερά στα καφενεία
Πού είναι οι φίλοι μου
σε ποια ακρογιάλια απλώνονται
σε ποιες φωτιές σε ποια φεγγάρια
ξορκίζουν δραπετεύοντας
το αναπόδραστο
με τις ελπίδες τα όνειρα
το Γαλαξία, την αγαλλίαση
Για λίγο
το μέγα ψεύδος
Οι έφηβοι, τα μάτια, οι έρωτες
οι φλόγες
καίνε τη σύγχυση
με τ' άγγιγμα
ντριπλάρουν το τελεσίδικο
Απόψε πάμε βόλτα !
Πρέπει να φύγω
Με τι καράβι
Με τι ψυχή
Να εύρω φίλους
Να κολυμπήσω
Να μεθύσω
Να μη σκέφτομαι
Αλλιώς να σκέφτομαι

ΓΙΑΤΙ ΓΕΝΝΙΟΥΝΤΑΙ

            Γύρευε πάντα τη σιωπή,
          βυθισμένος συχνά στου δάσους το σύθαμπο
          κι άλλοτε πάλι δαρμένος
          από το ξεροβόρι της έρημης ακρογιαλιάς.
          Εραστής της απονύχτερης σιωπής,
          περίμενε ώρες στο παράθυρο τις πρώτες αχτίδες,
          στοιβάζοντας συνήθως μικρά συναισθήματα
          σε στενόχωρους στίχους,
          για να μπορεί αργότερα να τους κοιτά,
          όπως κοιτούν όσοι φυλάνε τα πολύτιμα
          σε σιωπηλά υπόγεια τραπεζών.
   
          Όμως οι στίχοι γεννιούνται στη σιωπή
          για να τη σπάσουν. 
  

ΣΚΛΗΡΟ ΡΟΚ


Παλιοπαρέα, παλιοτόμαρα, χειρότεροι
κι από τους συμμορίτες του ΕΑΜ,
χειρότεροι κι από την 17 Νοέμβρη,
τις Ερυθρές Ταξιαρχίες ή τον Τσε.

Πιάσαμε αξιότιμους πολίτες και τους πήγαμε δεμένους σε κρησφύγετο
 εκεί μες στα βουνά.
Σε σπήλαιο που δεν φτάνουν οι αχτίνες ανιχνεύσεως των ΗΠΑ.

Τον ένα τον κοσκίνισαν οι σφαίρες μας
γιατί στην τηλεόραση συχνά
τα γεγονότα τά ’λεγε «ιβέντς».

Συντρόφισσα ανάλαβε με μάχαιρα κουζίνας
κάποιον που βίαζε γυναίκες και παιδιά.
«Βία στη βία» του ’πε «παλιοτσόγλανε»
και του ’στριψε τη μάχαιρα στον κώλο του βαθειά.

Κι άλλη συντρόφισσα εκεί φορώντας ελαφιού
μάσκα σκοτώνει στη σειρά τρεις κυνηγούς
και δύο τους τραυμάτησε σακάτηδες να μείνουν
όπως συμβαίνει κάποτε στους άμοιρους λαγούς.

Είχαμε κι εστιάτορα πού ’βαζεν ασυστόλως
αντίς για λάδι λίπη στη σαλάτα μας.
Τον εκτελέσαμε με δέκα πιρουνιές.

Τον ιατρό του ΙΚΑ τον εσύραμε
πάνω στα πτώματα των άλλων και τον πνίξαμε
στουπώνοντας το στόμα του με πλήθος φακελάκια
μέχρι που έσκασε σα γέρος στην ουρά.

Είχαμε κι ένα δήμαρχο που τά ’πιανε από μίζες
μοιράζοντας χοντρά λεφτά με φίλους του εργολάβους
ενώ μας είχε ο άχρηστος πνίξει μες στα σκουπίδια.
Τον ξεκοιλιάσαμε και πέθανε κρατώντας
τα πλούτη που του χύνονταν απ’ την κοιλιά του έξω.

Αυτόν που είχε βίτσιο του να πνίγει με θηλειά
σκύλους και γάτες ή παλούκωνε αλεπούδες
στο βράχο τον κρεμάσαμε, πάνω από φωτιά
και σιγοκαίγονταν εκεί για πέντε ώρες.

Τους στείλαμ’ όλους τους να κάνουν ένα μπρέικ,
τους στείλαμ’ όλους τους να κάνουν τάιμ άουτ.

Παλιοπαρέα, παλιοτόμαρα, χειρότεροι
κι από τους συμμορίτες του ΕΑΜ,
χειρότεροι κι από την 17 Νοέμβρη,
τις Ερυθρές Ταξιαρχίες ή τον Τσε.

Σόρι παιδιά που είμασταν σκληροί.
Στο μέλλον ίσως να ’μαστε σκληρότεροι.

«Βουλιάζω στο βυθό μου Σσσστ σιωπή»






 Βουτιά θανάτου , στο
                                 απύθμενο χάος,
                                 λείψανα έκπτωτων αγγέλων
                                 αδιάφορη  συντροφιά, δίχως φόβο

                                 Μεταξύ ζωής και θανάτου
πέφτει μόνο ένα δάκρυ

Ο ανάλαφρος ήχος  της
βρόχινης μουσικής, είναι
πρελούντιο μελαγχολικής αρμονίας,
γλυκιά ¨πτώση εξ ουρανού¨

Μεταξύ ζωής και θανάτου
πεταρίζει αθόρυβα η ψυχή
στο βυθό της βουλιάζει, χάνεται
Σσσστ   σιωπή!

Ο μονότονος ήχος του χρόνου
αδιάκοπα σφυρηλατεί, το Αιώνιο
ποτέ δεν φθείρεται, μόνο υπάρχει
η Αθανασία στην τρέλλα οδηγεί,
λύτρωση είναι η Ζωή,
μικρά μουσικά έργα με πνοή!

Μεταξύ Ζωής και ζωής
πέφτει η σκιά,
ο θάνατος είναι μόνο δια-κοπή,
αλλοίμονο η Αθανασία στην τρέλα οδηγεί

Βουλιάζω στο βυθό μου
παχύ ασάλευτο υγρό
σειρήνες με μαγεύουνε
δεν θέλω από κει να βγω
Όχι! Ακόμα δεν κουράστηκα να ζώ
μόνο κουράστηκα να σπαρταρώ!

Γλυκιά του πάτου η απραξία,
γλυκιά σαν φθινοπώρου τη μελαγχολία,
φαρμάκι είναι επικίνδυνο η αδιαφορία,
πώς να αναδυθείς απ’ του βυθού την Αφοβία;

Στα ασημένια νερά της λίμνης μου,
Το λίκνισμά τους  καθρεφτίζουν κυπαρίσσια,
σαν νάναι ο βοριάς,  αγάς που χαίρεται
και κείνα μπαλαρίνες που χορεύουν με λαγνεία

Σμίγουν, ανοίγουν  ξανά,  απλώνονται,
φιγούρες ψευδαισθήσεων που αντανακλώνται
κι είναι οι ρυτίδες της λίμνης μου πτυχές
που θέλουν μέσα τους βαθειά να κλείσουνε
του πόθου και του πόνου τη Γνώση και Μαγεία

Μα τίποτα δεν φτάνει μέχρι το βυθό μου
κι είναι όλα τούτα, τσαμπιά
από σταφύλια που μεθάνε μόνο τα νοητικά πουλιά
που σκύβουν να πιούν από της λίμνης τα νερά

Βαθειά μες στο βυθό μου κρύβεται
το παλιό, καλό κρασί
βαθειά μες το  βυθό μου ¨ψήνεται¨
του Διόνυσου η αληθινή γιορτή

Της μοίρας μας προίκα είναι η ενοχή
γι’ αυτό, οριζόντια ταξιδεύουμε
μα σαν διασχίσουμε τα μήκη και τα πλάτη
το ύψος μένει μόνο να ανέβουμε ή κατέβουμε
σαν νάναι η ύστατη, στερνή επιλογή
μα είναι ο φόβος φίδι που καραδοκεί
γι’ αυτό κι αρχίζουμε πάλι απ’ την Αρχή

Όμως το ξέρω

Βαθειά μες’ στο βυθό μου κρύβεται
η Γνώση η Αρχέγονη, η φωτεινή κι η σκοτεινή
βαθειά μες’ στο βυθό μου ¨ψήνεται¨
της Γνώσης της αρχέγονης, η ύστατη επιλογή


Δεν θέλω Φώς τούτη την ώρα εκτυφλωτικό,
μόνο του κεριού το φώς το λιγοστό,
δεν έχω δύναμη,  το φώς της Δύναμης
να απαντήσω, δεν έχω δύναμη
τη δύναμη του Σκότους να πισωπλατήσω,
μ ό ν ο
να στέκω θέλω σιωπηλή
μες’ του βυθού μου τη σιωπή!

ΡΟΙΤ ΑΜ

εκείνο,
το πλήθος,
στο βάθος του νερού,
στα πόδια των νυσταγμένων δέντρων,
με το πρώτο πρωινό φιλί των εραστών,
μετανάστευσαν ως πορτραίτα ενός ανύπαρκτου ουρανού,
στα χάδια των τοίχων της αιώνιας πόλης μας,
με παίρνουν τηλέφωνο τα βράδια,
και εγώ τους στέλνω ανορθόγραφα σκονάκια,
στους υπόλοιπους,
τα παρουσιάζω σαν τα χαρτάκια που έγραφε η μάνα μου.
Ψώνια για το σπίτι.
είμαστε οι εχθροί που δεν φαινόμαστε,
το δάχτυλο του προδότη που δείχνει αυτούς που πρέπει να εκτελεστούν,
δεν υπάρχουν όμως τουφέκια,
και δεν υπάρχουν ήρωες,
άλλωστε η σφαίρα δεν θα έβρισκε κανέναν,
μόνον θα διαπερνούσε τις κουρτίνες,
πέπλα,
καπνός όταν καίγονται ελαιόκλαδα,
η μυρουδιά τους,
θα ανέβαζε το βλέμμα μου στον θόλο που σκοτεινιάζει,
θα με ξανάφερνε πιο μπροστά,
εκεί,
όπου μου στέλνει σήματα μορς,
στραπατσαρισμένα,
σε μικρές ήσυχες νύχτες,
ο αόρατος άνθρωπος
ντυμένος με τα ρούχα βιαστικών ανθρώπων
που πάντα,
μικρός, αναρωτιόμουν
αν πραγματικά φταίω και γιαυτό με μισούν
τέλος πάντων,
αυτές είναι,
οι αστείες σκέψεις ενός παιδιού,
Η κούραση της επανάληψης,
η ζεστασιά της αποστείρωσης

ΕΠΙΘΥΜΙΑ


                                    Ήθελα νάμουν γλύπτης
                                    να φτιάξω το άγαλμά σου,
                                    νάμουν ζωγράφος
                                    να φτιάξω το πορτρέτο σου,
                                    νάμουν τραγουδιστής
                                    να υμνώ την ομορφιά σου.
                                    Μα είμαι άνθρωπος απλός 
                                    και σ’ έχω στην καρδιά μου.

Άγονος τόπος


Άγονος τόπος
κατάντησε η αγάπη μου
νεκρό αποξηραμένο σώμα
έναυσμα μνήμης
αγχόνη του χρόνου
χοάνη
παλιού εκπληκτικού φωτός
Μια στενοχώρια
κατάντησε η λαχτάρα μου
σα να με βαρέθηκε
η αγκαλιά μου
με διώχνει κρύβοντας
τα μάτια της
σ’ άλλες καρδιές
Μουγκή γυναίκα φοβισμένη
αναποφάσιστη η καρδιά μου
περιφέρεται ασκόπως
το ανύπαρκτο ψάχνοντας
το προϋπάρχον
δεν μιλάει
δεν αποκαλύπτεται
κολλάει
σε φύκια κρασιά κόκα κόλες
εστιατόρια
Σπάσαν τα μάτια του θεού μου
μια κοινοτοπία μια ομίχλη
πήραν την εκτυφλωτική του
λάμψη
μια ψευτιά απέστρεψε
το βλέμμα του στο έδαφος
Μια βαρεμάρα
κατάντησε η γλύκα μου
συνήθεια προβλέψιμη ανία
κινήσεις άνετες
επίπλαστη υπερένταση σκιά
παλιού φωτός
απομεινάρι, σκήνωμα.
Έβγαλε νύχια και δόντια
η αγάπη μου
χύνει το δηλητήριο
στη μεγάλη πληγή
ένα τυφλό όρνιο
τρώει το πτώμα μας
Έγινε άλαλη πηγή.

Σε βλέπω από μακριά,

τυλίγεις το μαύρο φουλάρι σου
βιαστικά, τα μαλλιά προσπερνάνε
το πρόσωπο αδιάκριτο, διαμάντια
τα μάτια γυαλίζουν στο υπερπέραν,
χύνουν τοσοδούλικα γαρύφαλλα,
στεφάνια τοσοδούλικων νεκρών.
Μπαίνεις στην πομπή, εκστομίζεις
δεκεμβριανά παραμύθια ανηλίκων
για νεράιδες που σβήνουν στ’απόμακρο,
απόμακρο σκότος της αυγής.
Μεταμορφώνεσαι σε γνώση
που δεν γνώριζες πως έχεις
κι ανάμεσα στον οδυρμό του πλήθους—
ξεδιπλώνεις τα απέραντα χέρια σου
επάνω μου, άγνωστη,
ατρόμητη ενάντια στον κοφτερό
σκόπελο της συνύπαρξης.
Μου θυμίζεις τη θάλασσα,
μια μεγεθυμένη ουτοπία του οικείου
γαλανού που απλώνεται βαθύ
και παγωμένο μέσα μου.
Τινάζεις απ’τα δάχτυλα
δέκα μικρά στιλέτα,
σκίζοντας τη στιγμή αυτή
σε δυο τέλεια κομμάτια.

Είχαν γεμίσει οι δρόμοι
Κάγκελα τρία μέτρα οχυρό
Και δυόμιση χρόνων παιδιά
Γεννημένα το Δεκέμβρη
Γνώριμη η βουή
Είκοσι δύο μέρες
Μια αδυσώπητη βουή που τραγούδι δε λέει να βγάλει
Κλούβες για οδόφραγμα των επίορκων σκυλιών
Αποκλεισμένοι εμείς
Γιατί ήμασταν απελπισμένοι κι επικίνδυνοι
Μια βόμβα δυνατή
Κρότος και κλάμα
Κάνει δυο βήματα το πλήθος προς τους βομβαρδιστές
Να τους αρπάξει
Μα ρίχνουν κι άλλες δύο βόμβες
Σύνολο μέτρησα σαράντα
Ύστερα έκανα πιο πέρα
Δεν μπορούσα να αναπνεύσω
Βομβάρδισαν τους πάντες
Ήταν το σχέδιο να κυκλώσουν την πλατεία
Να χτυπήσουν
Να κυκλώσουν, να χτυπήσουν, να εκκενώσουν
Παιδιά και γέρους
Ας τους νέους
Αυτοί πάντα βρίσκουν τρόπο να αναπνεύσουν
Ακίνητος όποιος στάθηκε χτυπήθηκε πολύ
Κι ας αποφασίζουν αλλιώς οι συνελεύσεις
Θέλει να αμυνθείς
Κι εγώ που φώναζα για ειρήνη
Είδα εμπρός μου να σκίζονται μπλούζες,
να ξεριζώνονται μαλλιά,
φίλους να τρέχουν,
γιαγιάδες να στήνουν οδοφράγματα
εγώ που εκλιπαρούσα για ειρήνη
είδα εμπρός μου να σπάν τα πεζοδρόμια
να κλαίνε οι δικοί μου και να πνίγονται από τα δακρυγόνα
να κάνουν εμετό
να καίγονται οι δρόμοι
να ακρωτηριάζονται οι άλλοι
να σπάνε κόκαλα με ήχο φρικτό
να πονάνε οι κοπέλες απ’ το ξύλο
να διπλώνονται οι άντρες από την ασφυξία
να εξαντλείται ο κόσμος και να πέφτει
άτσαλα να ποδοπατιέται
Τρία μέτρα κάγκελα
Η αφορμή για τον ανθρώπινο χαμό
Κι αναρωτήθηκα
Αν άξιζε τον κόπο
Όχι δεν άξιζε
Όλο αυτό πια δεν αξίζει
Είναι πιο βρώμικο από υπόνομο
Και μας κατασπαράζει
Τρία μέτρα κάγκελα
Τρεις υπουργοί
Τρεις δυνάστες πάνω απ’ το κεφάλι μας
Μας πήγαν πίσω
Εμάς με τα χιλιάδες χρόνια αίμα στην κραυγή μας
Όχι πια
Δεν αξίζει
Στο λέω με σιγουριά
Καθόλου δεν αξίζει
Για αυτό και με βλέπεις τελικά
Εγώ που ήθελα ειρήνη
να παίρνω τη ματιά μου πια
Από τον ουρανό
Κι όλα της γης τα κάλλη
Σφαλώντας τα καλά μες το μυαλό μου
Γιατί διόλου δεν αξίζει άλλο να πονάς
Και πρέπει να το πάψεις!
Ξεχνώντας την ειρήνη τη δική σου
Για νά ‘χει στ’ αλήθεια ειρήνη ο κόσμος
Ξεχνώντας την καλή ζωή την εδική σου
Για νά ‘χει ζωή όλος ο κόσμος
Μη σε σκοτώσουν κι ανάσταση δεν παίρνει
Μη σε χαλάσουν
Εσέ και την ψυχή μας
Φιλώ τα δυόμιση χρονών παιδιά
Δρόμο περνάω ενάντια
Στα τρία κάγκελα
Όχι πια των εχθρών μου οχυρό
Μα φυλακή τους να τα κάνω.


Η Πρωτομαγιά


Βγήκες αιμοστάλακτη
                                  στην όψη
με υψωμένη τη γροθιά
ανεμίζοντας αυταπάρνηση
                      στο φως του Μάη
Στεφανωμένη λουλουδιασμένα
                                            όνειρα
κι αστείρευτη αγάπη για ζωή
Να μυρίζει ο ιδρώτας σου
                                           έρωτα
και η δουλειά σου ελπίδα

Κι όμως σε θέρισαν οι ριπές
                                      σαν στάχυ
τα κόκκινα τριαντάφυλλα
έγιναν παράσημα στα στήθη σου
επίμονα να αιμορραγούν
                 της λεβεντιάς το νάμα

 Αχ Πρωτομαγιά άδολη παρθένα
εμπνέεις και εμπνέεσαι
απ’ τις κεραύνιες ομοβροντίες
            της ανοιξιάτικης βροχής
και περιφρονώντας το χαλάζι
           βλέπεις μόνο καλοκαίρι

Αχ εργατική Πρωτομαγιά, θυσία
                 σε κάδρο κρεμασμένη
Οι εικόνες των μαρτύρων σου
                                 μας οδηγούν
  

Αναγνώστες

ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ

ekpoiisi@yahoo.gr

ποίηση στην εποχή της εκποίησης

ποίηση στην εποχή της εκποίησης