η ποίηση στην εποχή της

η ποίηση στην εποχή της

Χωρίς Αντικείμενο

Μυθολογική

απ' της

σιαγόνας το μικρό ταμ-ταμ

έως πέρα

τ’ απόκρυφα μηνύματα και τα καλέσματά της

Πιο πέρα κι από κει

που φαντάστηκες

μικρό πουλί

σταλμένο

της ελλειπτικής τροχιάς σου

ν ’ανταμώσει η προεξοχή

κι ένα με τον ορίζοντα να γίνει

ραφή στο διάζωμα

Ορατών και Αοράτων

Μα αν είναι να αναστενάξει ο Ουρανός

η λιγνή στιγμή των τριακοσίων αναπνοών

το γιλέκο του

με κεραυνούς να σκίσει

κρουνοί οστράκων θα κατρακυλήσουν

απ' τα βλέφαρα του γαλανού Ακρίτα

και θα πληρώσουνε

τα όργανα των μουσικών

και τα καπέλα των ζητιάνων

με τη μορφή

του πιο γλυκού

καταδυναστευμένου μύθου

ό, που αυτοχαράχτηκε

στο εσωτερικό εξόριστος

κι υψώνει σπόνδυλο

στον σπόνδυλο της μνήμης σου

ντύνεται τώρα

βάρκα

τη μορφή σου

σαν ξεγυμνώνεσαι

κι απ' το τελευταίο αρχαίο ένδυμα

πίσω από μια κόλλα λευκή

που θα κρατήσω

αντιμέτωπα στον ήλιο

ορθός στην αμμουδιά

όπου σε φέρνουνε

στην πλάτη τους τα κύματα

να μου απλώσεις

να μου απλώσεις έγκαιρα

να μου απλώσεις

έγκαιρα το χέρι

άπληστα

όταν θα με ρουφάει

στα βάθη της

η άμμος

Φωτιά και τσεκούρι

Σώμα του λαού μου, γυμνό

όμορφο σαν νυμφίος,

στεφανωμένος

μ’ αγκάθια τριανταφυλλιάς

Ας είναι ταπεινό το βλέμμα

……………………. των αμνών σου,

Ήρεμο στους ώριμους καιρούς

Σώμα του λαού μου πολύπαθο

Έκρηξη η ανάσταση

στο πλήρωμα του χρόνου

Κι’ ο βρυχηθμός του λέοντος

……………………. σημάδι

ας ακουστεί στην απέναντι όχθη

Να τρέμουν οι καλαμιές

στην κοντανασαιμιά σου

Θεριστή εσύ της ιστορίας

έφτασε το καλοκαίρι

Χρυσίζει ο κάμπος

αθέριστοι οι σιτοβολώνες

περιμένει ο κόσμος το ψωμί του

κι’ ο μαθητής το βιβλίο του

Σώμα του λαού μου σκήνωμα

……………………. του χρέους

Μην αρνηθείς το κάλεσμα

……………………. των καιρών

Οι Νενέκοι στο πλευρό του Ιμπραήμ

……………………. αλωνίζουν

«Φωτιά και τσεκούρι

……………………. στους προσκυνημένους»,

η απάντηση


ΑΝΤΙΦΑΣΕΙΣ

Μην αλλάξεις την ώρα
να μείνει καλοκαίρι

Παγωμένες σκιές έβαλαν
Φωτιά
στα πεζοδρόμια

Έβγαλε από τη τσέπη του
ένα φόβο.
Έμοιαζε λίγος.
Τελικά έφθασε
για όλους.

Εν κατακλείδι,
πάλι συμπέρασμα δεν βγήκε.
Οι αντιφάσεις,
ελκυστικές
ως εύπορες δικαιολογίες,
κρατούν,
ως λίπασμα ιδεολογικό
ανθισμένη
τη νύχτα ενός μακρύ χειμώνα.

Η Νέα Τάξη Πραγμάτων

Περπατώ στους ανοχύρωτους δρόμους των σύγχρονων πόλεων και φοβάμαι τους άλλους που πορεύονται με βήμα ανδρείκελου και παρωπίδες στα μάτια.

Κάτω από αφίσσες λεπρές, νόθες σημαίες κι εθνόσημα κίβδηλα στη δαγκάνα της σκουριάς, οι καιροφυλακτούντες μεταπράτες προετοιμάζουν τη νύχτα με μαχαίρι και ξεπαστρεμό.

Αφήσαμε την προετοιμασία του Αύριο λεία στα χέρια των φονιάδων.

Τώρα ακονίζουν τα κοφτερά μαχαίρια τους επάνω στα κορμιά μας. Την τρυφερή σάρκα παραδόσαμε των άπραγων παιδιών μας στ’ όργιο της σφαγής.

Κατόπιν βαδίσαμε στη ζούγκλα του αιιοτρόπαιου μέλλοντος με μνήμες ναρκοθετημένες, καταχωνιασμένες φωνές κι άπληστα βήματα.

Κι όμως ξέραμε τι σημαίνει το χτύπημα του κεφαλιού πάνω στον τοίχο. Το χάραγμα των νυχιών. Το ξεμασχάλιασμα των χεριών.

Το παρακινδυνευμένο περπάτημα δίπλα σε αυγά κροκοδείλων, τ’ άνεργα χέρια.

Η αλαζονία της εξουσίας, φλύκταινα και τροφείο οδύνης λαών που χάσαν τον προσανατολισμό τους σαν τρένα ξετροχιασμένα στη νύχτα.

Με χρησμούς κι επαγγελίες προφητικές μας είχαν προειδοποιήσει οι Νεκροί Ποιητές, πριν ολόγυμνους τους πετάξουν στο δρόμο.

Οι ματωμένες φωνές τους, πρόκες σε γλώσσες κωφαλάλων, ασβέστης σε πρόσωπα παλιάτσων.

Με τι λουλούδια να καλύψω τις ματωμένες πληγές σ’ αυτούς τους αιχμηρούς καιρούς που απόμεινε η Ποίηση γυμνή στην κυριαρχία του μίσους.

Το χυμένο αίμα γυαλίζει σαν ένα τσαμπί ροδίτης, ενοχή και στίγμα στο χάος της καθημερινής ρουτίνας του θανάτου.

Σχηματίζει συνθήματα ιερογλυφικά για τους ανθρωποφάγους της Νέας Μυθολογίας.

Ποια η αρχή και ποιο το τέλος...

Σκούρα κηλίδα το χτες, αγκαθωτό συρματόπλεγμα το

σήμερα, απαλλοτριωμένο το αύριο..

Η Πορεία των Λαών μέσο στο χρόνο, μια φλέβα σπασμένη ανάμεσα σε περιχαρακωμένα συμφέροντα και κέρδη.

Κυριαρχία και θάνατος οριοθετούν τα νέα σύνορα, ενώ ρίζες πανάρχαιες αποκόβονται βίαια.

Κρεματόρια και γενοκτονίες μονογράφουν τον όλεθρο και η θηριωδία παρωδεί την οδύνη τους στο δρόμο της φυγής χωρίς πατρίδα.

Πατρίδα, το πρόσωπό σου γέμισε ρωγμές, τύμβους σφαγών κι όλεθρο. Φάλαγγες πελιδνών σκιών διασχίζουν τα βουνά, νηστικοί και πένητες ακροβατούν στην αναλγησία των απεχθών καιρών.

Λειχήνα χιονιού στην παραφορά των άγριων ανέμων έχασα τη φωνή μου ασήμι ραγισμένο σε πηγάδι βαθύ κι άδεια πιθάρια.

Έχασα τα παιδιά μου ασπάλακες τρυφερούς κάτω από το χώμα. Τα τρυφερά κορμάκια τους γέμισαν ρωγμές πηλού κι οι πέτρες αιχμηρές τα τρυπούν, άσυλο νεκρών πουλιών.

Το φάσμα της πείνας στ’ ανάγλυφα κορμιά φυματικών πυγολαμπίδων λιγοστεύει το φως σε χιλιάδες μάτια.

Επαναφέρει τη δύσοσμη αποφορά του θανάτου.

Άγγελοι καταστροφής σαρκάζουν μ’ εποπτεία ηλεκτρονική.

Σε στοές λαβυρίνθων και φονικές λεωφόρους φυσούν άνεμοι εριστικοί κι ένας διχασμένος προβολέας αιχμαλωτίζει το φως σ’ όγκους μπετόν, εγκοπές δρόμων.

Σχήματα γεωγραφίας συνθέτουν η υγρασία κι η μούχλα στις διακλαδώσεις των φώτων και των λαμπερών διαφημίσεων.

Σύννεφα ραδιενεργού τέφρας συσκοτίζουν το φως τ’ ουρανού.

Υμνολογήστε την πυρίκαυστη δωρεά της αιθάλης των φλεγομένων πετρελαιοπηγών, την αφροδίαιτη μόλυνση των θαλασσών την απολιθωμένη φρίκη της πίσσας.

Το αβαφές πρόσωπο του πυρηνικού σκοταδιού κρύβει τον ήλιο σε νεκρότοπους ερημιάς κι επαναφέρει το δέος τ’ οδυνηρού τέλους.

Κι έρχονται οι Ινδιάνοι με πρόσωπα εγχάρακτα για τις Ιεροτελεστίες της Άνοιξης κι ο Αμαζόνιος καίγεται δέντρο πυρπολημένο μιας πατριδογνωσίας σαρκοβόρας με το δάχτυλο πίσω από την σκανδάλη.

Με το αθώο τους θάνατο επισημαίνουν την έναρξη της διαδικασίας για την Νέα Τάξη Πραγμάτων.

Κι η Ειρήνη, σημαία κουρελιασμένη ανεμίζει στο κοντάρι του Μεγάρου των Εθνών.

Μια φυσαρμόνικα ξεδοντιασμένη στο στόμα δίγνωμων πιστωτών.

Παγιδευμένη με το πρόσωπο φαγωμένο από τα ουρλιαχτά της μεσονύχτιας σειρήνας, ακινητεί αιμόφυρτη σε δεσμωτήρια και συρματοπλέγματα.


Πάω καλά;

Για την πόλη πάω καλά?

Όλοι εδώ μου απαντάν ευγενικά

και πρόθυμα

Ένας μουγγός, τρεις γέροι κουφοί,

ο σύλλογος ψευτών/λωποδυτών λίγο πιο κάτω

Σημάδια και φεγγάρια, τριζόνια και ξεράγκαθα

όλα μου δείχνουν

πόσο καλά πηγαίνω!

Άν κι εξακολουθώ και λίγο

να το σκέφτομαι

όσο πυκνώνουν

σύννεφα κι ανηφορικές στροφές,

η μια μετά την άλλη

ή (και κατ' άλλη έννοια) κατηφορικές

Πάω καλά?

Άραγε πάω καλά?

''Πάω καλά?'' ...μου απαντάνε,

''καλά ...καλά ...καλά...'',

ο επικείμενος γκρεμός

κι ο αντίλαλος παρέα...

Αναγνώστες

ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ

ekpoiisi@yahoo.gr

ποίηση στην εποχή της εκποίησης

ποίηση στην εποχή της εκποίησης