Αρχέγονα συναισθήματα
ο τόπος σου
ο τόπος μου
εδώ ξεκινήσαμε και συ και 'γω
υγρό περιβάλλον
αλάτι και νερό
χώμα και βράχια
φύκια και άλγη
Έχει γαλήνη εδώ
Έχει ουσία εδώ
Έχει σιωπή, και μια ανάμνηση πικρή
Και εγώ μπορώ
μπορώ και θέλω
θέλω να σε συναντώ κάθε μέρα
έχω όλα τα πλούτη του Κόσμου εδώ
στο πέλμα σου
στο στήθος σου
στο βλέμμα σου
ποίηση στην εποχή της
εκποίησης
η ποίηση στην εποχή της

Θάλασσα Μάνα (Γιάννης Lat Λεμπέσης)
Δώδεκα μικρά ποιήματα (Δημήτριος Καραγκούνης)
Δίας
ΑΠΟΔΡΑΣΕΙΣ (Γιώργος Αλεξανδρής)
ΧΑΛΚΗΣ* ΠΑΣΧΑ (Β.Α.)
Ανάβει απόψε Αποσπερίτης λαμπερός
το αχνόθαμπο της Ιερής της Χάλκης το καντήλι
κι ο Άρχων Μιχαήλ ο στρατηγός
στων μυστηρίων φωταυγεί τη φλόγα απ’ το φιτίλι.
Κι από τους τάφους πίσω του ιερού μ’ αγγελικά φτερά
παλιοί καθηγητές Ιεροδιδάσκαλοι ξυπνάνε
ίσκιοι που μπαίνουνε στην εκκλησία με τάξη με σειρά
και στ’αναλόγιο τη Νύμφια των Παθών ακολουθία αρχινάνε.
Στέκονται στα στασίδια των Αγγέλων οι χοροί
τάγματα μαθητών προαπελθόντων
και όσοι οι Μεγαλοβδόμαδοι του πάλαι οι Σταυροί
τόσες κι οι χώρες νυν των εν Κυρίω ζώντων.
Κι αρχίζει εν τω μέσω της νυχτός
Νυμφίου η έλευση του Εσταυρωμένου
μωρές παρθένες θλιμμένες στέκονται εκτός
σχοινί ανεμίζει παρακεί του κρεμασμένου.
Και << η ζωή εν Τάφω >> αντηχεί
σε έαρος το μυρωμένο τον ψυχόδακρυ αέρα
ένα αλεκτόρι φαναριώτικο ορθρινά λαλεί
καλώντας για μετάνοια της άρνησης τη μέρα.
Κι η Χάλκη Σταυρωμένη Παναγιά
τη λάμπρυνση λαών πώς την προσμένει
σε ένα << Δεύτε λάβετε το φως >> σαν μισμαγιά*
σε μια Αναστάσεως ημέρα ευλογημένη.
Άγγελος στον Πασχαλισμό την οδηγεί
με μυστική μια προσευχή Αθωνισμένη
κι εύχεται να ξανατρέξει των Αγγέλων νάμα η πηγή
να αναβλύσει πάλι η Ζωοδόχος η πηγή η αγιασμένη.
Xάλκη*= Βυζαντινό νησί των πριγκηπονήσων
Μισμαγιά*= κατάστιχο
ΧΙΛΙΕΣ ΜΥΡΙΕΣ ΟΥΤΟΠΙΕΣ (Ελίζα Διαμαντοπούλου)
Στο διάβα των ανθρώπινων αιώνων
χίλιες μύριες ουτοπίες
εκύλησαν
στις φλέβες
εξεγερμένων κορμιών
στο νου
επαναστατημένων
ανθρώπων
στα μεγαλόπνοα σχέδια
αλλαγής
του κόσμου
χίλιες μύριες ουτοπίες
μίλησαν σε
γλώσσες όμοιες
διαφορετικές
ακατάληπτες
μειονοτικές
επικοινώνησαν
συν-κοινώνησαν
διαφώνησαν
και συγκρούστηκαν
στο πώς θα ζωγραφίσουν
τον κόσμο
διαφορετικό.
Στο πέρασμά τους
συμπαρέσυραν
τυραννίες
δημοκρατίες
αδικίες
δικαιοσύνες και
θρυμματισμένα κορμιά
από ρουκέτες πολέμων
και βόμβες,
άμαχους πληθυσμούς
και στρατευμένες ψυχές
που λύγισαν
υπό το βάρος
της απομυθοποίησης.
Στον διάβα των
μελλοντικών
ανθρώπινων αιώνων
χίλιες μύριες ουτοπίες
πάλι
θα γεννηθούν,
θ ’απογαλακτιστούν
απ΄τα μυαλά
που τις γέννησαν
και τις έθρεψαν
και θα πορευτούν
τον δικό τους
πανανθρώπινο
δρόμο
διεκδικώντας
ξανά,
και ξανά,
ν ’αλλάξουν
την ροή του κόσμου,
την σκέψη των ανθρώπων
τον διάβα των αιώνων
ν’αναστήσουν
τις νεκρές ελπίδες
τα νεκρά κορμιά
το νεκρό νου
τη νεκρή ελευθερία.
Εύχομαι,
οι ουτοπίες ετούτες
που είναι στα σπάργανα,
που έχουν το τρυφερό
δέρμα
νεογνού
τη δύναμη των νιάτων,
την πυγμή
και την φαντασία
ανθρώπου ελεύθερου,
εύχομαι,
οι ουτοπίες ετούτες,
οι άπλαστες ακόμη,
οι τόσο εύθραυστες
κι επιρρεπείς
σε αναλήθειες
δόγματα
και τυραννίες,
να κρατήσουν το νου
διαυγή,
την ψυχή καθάρια
σαν κρυστάλλινο νερό
και την καρδιά
αλώβητη
από τις
χίλιες μύριες πληγές
που γεννούν
οι ανθρώπινοι
εγωισμοί.
Δυο γάιδαροι μαλώνανε… (Χρίστος Σκανδάμης)
Αχός βαρύς ακούγεται πολλά βλήματα πέφτουν
μα μήτε σε
γάμο ρίχνονται μήτε σε χαροκόπι
Δύο γαϊδάρων γάιδαροι τουτέστιν αρχιγάιδαροι
μαλώνουν και
σκοτώνονται σε ξένο αχυρώνα
το ποιος θα
πάρει πιο πολλά άχερα για πάρτι του
τους άλλους
αρχιγάιδαρους αφήνοντας απέξω˙
κι αφού δεν
τα κατάφεραν ήρεμα να μοιράσουν
συνεχίζουν
την πολιτική με τα πολέμου μέσα
μα την πληρώνουν
τ’ άχυρα που τα ποδοπατούνε.
Κι εμείς …
Σαν μέσα στα πίτουρα που μας τσιμπούν οι κότες
μοιραίοι κι
άβουλοι προσμένουμε ένα θαύμα ˙
να πάψουνε να
μας τσιμπούν και άθλια να μας λειώνουν ˙
είτε σαν
πρόβατα επί σφαγήν που δεν εβάλανε μυαλό
ψάχνουμε οι άμυαλοι
ποιος είναι τάχα πιο καλός
μαζί του για
να πάμε ˙ προστάτη να τον έχουμε
για να τον
προσκυνάμε κι ας μας ξυλοφορτώνει
και μας
αρμέγει αχόρταγα.
Μα πότε οι
λύκοι γίνανε προστάτες των προβάτων ;;
Μόνο την
τρίχα αλλάζουνε μα όχι και τη γνώμη.
Ως πότε
παλικάρια θα ζούμε στα στενά;
Καιρός να
εγερθούμε, καιρός να ενωθούμε
όλοι μαζί να
πνίξουμε γάιδαρους κι αρχιγάιδαρους,
λύκαρους και
λυκάκια που βρίσκονται τριγύρω μας ,
μέσα τον
αχυρώνα μας και κάθονται στο σβέρκο μας.
Αρχές του Γδάρτη και Παλουκοκάφτη 2022
ΧρΙστοΣ
1974 (Δημήτρης Α. Δημητριάδης)
Είμαι στα δεκαπέντε τώρα
απλωμένος στο
δωμάτιο
στα φυλλώματα
του χίλια εννιακόσια εβδομήντα τέσσερα
αιωρούμενος
ακροβατώντας
σκιρτώντας
τίγκα οι τοίχοι
με αφίσσες που τις έχω και μπλουζάκια
πλάι μου η
κιθάρα
ένα περιστέρι
πάνω στην κιθάρα
γύρω απ’ το
περιστέρι οι λέξεις Woodstok/Victory Peace & Music
τέσσερις λέξεις
που σημαίνουν μακριά μαλλιά σαν του Σαντάνα
που σημαίνουν
αμπέχονο
τζιν
και μεθυσμένη
Χάρλεϋ
κι Άντζελα
Νταίηβις
με το μαλλί
αφάνα
και την αγέρωχη
στάση της
με το ένα πόδι
απλωμένο
και το άλλο
κεκαμένο στο γόνατο
κι ας μην ξέρω
ποια
και τι ακριβώς
είναι η Άντζελα Νταίηβις
κι ας είναι να
περάσουν τρία ολόκληρα χρόνια
και να γίνω
δεκαοκτώ
για να μάθω ποια
και τι ακριβώς είναι.
Κι είμαι στα
δεκαπέντε τώρα
και πετώ
και χάνομαι
χωρίς αντιφάσεις
χωρίς υποψίες
αργεί πολύ η
ταραχή
η τρικυμία
η σύγκρουση
είναι ήπιο το
κόλπο ακόμα
είναι αφίσσες
στο δωμάτιο
γραφειάκι με
βιβλία σχολικά
το Λάθος του
Σαμαράκη
κι ο Μπάλος του
Σαββόπουλου
είναι τρανζίστορ
και ποδήλατο
το Βιετνάμ της
Φαλάτσι σε Βίπερ περιπτέρου
Δράση και
Φαντάζιο
ένα ταξίδι τρελό
τρελαμένο
με μουσικές και
Χίπηδες
πάνω σε Ντεσεβώ
και Σκαραβαίους.
Κι είμαι στα
χίλια εννιακόσια εβδομήντα τέσσερα
μικρός ακόμα
στα δεκαπέντε
λαχταρώντας να
διαλέγω τα ρούχα μου
τις ώρες έγερσης
και κατάκλισης
τη χρήση των
πτώσεων της γενικής σε «-ης»
και της γενικής
σε «-εως»
λαχταρώντας να
πιω κονιάκ
να καπνίσω σε
σκοτεινά κατώφλια
να ξεχυθώ
να ερωτευθώ
ν’ ακούσω τον
άνεμο των γεγονότων
μην κάνοντας
τίποτα
τον παραμικρό
κόπο να σκεφτώ
να μου περάσει η
ιδέα
αμυδρά έστω
πως κάποτε
ναι κάποτε
θα είμαι σαράντα
τέσσερα
πενήντα τέσσερα
εξήντα τέσσερα.
Αλήθειες (Γιώργος Αλεξανδρής)
κλαίει ο ουρανός (Θώμη Μπαλτσαβιά)
από το ξημέρωμα κλαίει ο ουρανός..κλαίει ένας θεός στις παρυφές του ορίζοντα...δεκανίκια οι αγριεμένες βουνοκορφές,τόσο αφιλόξενες θωρρούν αίφνης..όλη η πλάση αγρίεψε και αγριεύει με τη σειρά της...
εγώ..που είμαι εγώ? που με άφησες; κορμί
που περιδιαβαίνει με σιγή νεκρική στα σοκάκια προσωμοίωσης ζωής...κομμάτια που
θυμίζουνε μάλλον κάτι από ψυχή,
διάσπαρτα στο πουθενά...σφραγισμένα με ένα όνομα-το όνομά σου...
μια μορφή στα μάτια μου εμπρός-η μορφή
σου-που πέρασε στο πάνθεον των
αναμνήσεων...αποκαίδια έρωτα παρωδίας πατάω σε κάθε βήμα που σέρνω...δυο μάτια
ατάραχες λίμνες, σκοτεινές, με κοιτάζουν στον καθρέφτη...χείλη
σφιγμένα,ερμητικά κλειστά με πρωτόγνωρο πείσμα ενώ συγκλονίζονται από την
ανάγκη να κραυγάσουν...στη θέση της άλλοτε καρδιάς ένα κουβάρι οδύνης..
κλάψε ουρανέ να ξεπλύνω το μίασμα από
πάνω μου...κλάψε θεέ να ξαναβαπτιστώ...ασφυκτιώ μέσα σε μια περιβολή με την
οποία με έντυσες,ραμμένη με φαρμακωμένα νήματα...φλερτάρω με την απόλυτη
απόγνωση φορώντας τη μάσκα του τρόμου για πρόσωπο...μια ανάσα έχει ξεμείνει
μοναχά...έλα να την πάρεις κι αυτή...
Απουσία (Αλέξης Δάρας)
Η προετοιμασία κράτησε μέχρι την αρχή
της
επόμενης προετοιμασίας,
ο
ειρμός είχε προ πολλού τεμαχιστεί,
μια
άδεια πλατεία γεμάτη κόσμο
απ’
τη μια το φως αυτών που έφυγαν
απ’
την άλλη το φως αυτών που έρχονται
κλεισμένος
ο ήχος
το
κοινό δε θεαματίζεται,
κανένας
δε δίνει την προσοχή του
όχι
γιατί την φυλάει
αλλά
γιατί δεν έχει.
Απ’
όταν άρχισαν οι νευρικές κινήσεις
οι
κρούσεις πολλαπλασιάστηκαν
και
οι υπήκοοι της εταιρίας
απέμειναν
άοσμοι
χωρίς
συμπτώματα, πλην πτώματα
εισπνέουν
ζιζανιογόνα που επικάθονται
στη
φυσαλίδα της ψυχής
μέσα
σε αφρούς λήθης
που
σαν σύννεφο γεμίζουν το στάδιο
εξελικτικής
απομάκρυνσης
από
τον εαυτό κι από αυτό
που
χύνεται καυτό
στην
παγωμένη ερημιά της απουσίας,
η
εξουσία αποτελείται από την απουσία μας
κι
εμείς από τη συνουσία μας,
απρόσκλητοι
κι ανήκουστοι,
όσο
πιο ανυποψίαστοι για τη μεγαλοσύνη μας
τόσο
πιο σταθερά συγκεντρωμένοι
σ’
ό,τι φέρει η στιγμή
που
ο χρόνος αδυνατεί να μεταφέρει
σ’
ένα ταξίδι έξω από το κενό μας.
Αναγνώστες
ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ
ποίηση στην εποχή της εκποίησης
