η ποίηση στην εποχή της

η ποίηση στην εποχή της

Ηλιέσσα

Φουρτουνιασμένη η θάλασσα
ψυχρή, ανεξιχνίαστη η Σελήνη

Φυσάει το αγέρι,
λυγερό το σφύριγμά του
και εσύ αδημονείς,
μ’αναζητάς…

Πού να’μαι άραγε;

Η βουή του ανέμου αντηχεί,
αντίλαλος στα μοναχικά μου βήματα.

Δεν ήξερα.
Η φαντασία μου
πρόσωπο χλωμό,
κείτεται σε ξενικό ντιβάνι,
άχρωμο
δίχως ταυτότητα.
Αταίριαστα είναι τα ρούχα,
δανεικά.
Και το κορμί αυτό
που είναι βουβό,
καμία γλώσσα δεν μιλά.

Ασθενική βοή
που χάνεται
στο αμυδρό φως της επίτοκης μέρας.
Λυσσομανάει ο άνεμος.
Η βάρκα κλυδωνίζεται.

Ανώδυνα είναι τα κύματα
σαν πούπουλα
σαλεύουν καθώς αργοχάνονται
στο πέλαγος
ταλαντεύομαι με χαρά
ανυποψίαστη.

«You are innocent »,
η φωνή του αγγέλου
αντηχεί στ’αυτιά μου
ο αντίλαλός της από τη μακρινή Νορμανδία
συνουσιάζεται με τα
κυανά νερά της Μεσογείου.
Άραγε, ποια θάλασσα είναι πιο άγρια ;
Ποια είναι η πιο αμείλικτη ;
Το κράξιμο των γλάρων
προμήνυμα
του ναυαγίου…
Θεριεύει η θάλασσα
και δείχνει τις κυανές θανατερές δαγκάνες της
τώρα
η μοίρα της βάρκας
που επιπλέει
είναι σταγόνα στον αδυσώπητο ωκεανό.

Δεν ήξερα.
Η φλόγα ετούτη ακόμη σιγοκαίει…
Ονειρεύεται
κελαρυστά παγωμένα νερά
μιας βάθρας
στην καρδιά του βουνού.
Η Ηλιέσσα της γνέφει
μειδιώντας.

Και εκείνη αγναντεύει νοερά
την αγέρωχη κορμοστασιά της
νοιώθοντας την απουσία
να διεισδύει
σε κάθε ίνα του κορμιού της
καθώς μετουσιώνεται σε πόνο.
Η Ανεμόεσσα της γνέφει, ξανά
τυλίγει τη λυγερή θαλασσινή πνοή της
και την φιλά στο στόμα
η βορινή αλμύρα του Αιγαίου
γαργαλητό στα χείλη.

Στα ταραγμένα όνειρά της,
η συνουσία των νερών
την σαγηνεύει.
Είναι όραμα ;
Η γυνή βουτάει στον πυθμένα
της θάλασσας,
και επιπλέει.
Ο βυθός την ξεβράζει στ’ανοιχτά του Αιγαίου.
Το κορμί της ένα κουβαράκι,
που τραντάζεται
με ορμή
καθώς αφήνεται στη ροή των κυμάτων.

Η εικόνα της γοργόνας
κρέμεται ξεθωριασμένη
στους βρώμικους τοίχους του καφενέ.
Θέλει να βρέξει τα χείλη της
στο σφουγγάρι του ψαρά
να νοιώσει τη θάλασσα μέσα της.

Κάποτε,
σε μακρινούς τόπους
μας παραπλάνησε
το κόκκινο της φλόγας,
που θέριευε αγέρωχα.

Η ψυχή,
αποδημητικό πουλί,
φτερούγισε
με ορμή
επάνω από φουρτουνιασμένα κύματα.

ΑΝΕΜΟΕΣΣΑ

Με το λυκαυγες
αμφιστροφος ο οινος
ληθη σε κοπετους και κλαμματα
εφερε στην Ανεμοεσσα

Με πιπερατο κοκκινο φουστανι-γεματο λουκια
κυλουσε μεσα τους ο οινος-αφριζοντας

Το ψεμα ποδια δεν ειχε
το ‘φαγαν τα γερακια
Ευφλεκτη και αερινη η καρδια της
σταθηκε κοντα στη φωτια
που εκαιγε βιαιους υπερασπισμους του ερωτα
αναζωπυρωνοντας καθε ελπιδα
για τον υπερασπισμενο ερωτα

Εκαψε φλογες-ψεματα
που χορτασαν τις χασκες
κι εκανε εναν ερωτα ταπεινο
να ‘χει να σταθει σε ποδια
που να φυσαει τ’ αερακι...

ΑΥΤΗ ΤΗ ΝΥΧΤΑ

Αυτή τη νύχτα
δε μπορώ να κοιμηθώ,
η καρδιά μου χτυπά.
Το δωμάτιο γυρίζει,
οι δρόμοι τρέμουν.
Σεισμός του πλήθους η φωνή,
τραντάζει τα θεμέλια του σπιτιού,
διώχνει τα όνειρα,
μπαίνει στα αυτιά μου,
με τρομάζει.
Αυτή τη νύχτα
δε μπορώ να κοιμηθώ,
η καρδιά μου χτυπά
στην Παλαιστίνη!

Η δόση

Πρεζόνια μας κατάντησαν να ζούμε για τη δόση.

Γι αυτήν μιλάνε το πρωί
γι αυτή το μεσημέρι
κι ολημερίς κι ολονυχτίς αυτή
μας βάζουν στο μυαλό να μας κρατούν στο χέρι˙
τη δόση πως θα πάρουμε πότε θα μας τη δώσουν
το πως θα την κερδίσουμε
πόσο θα μας χρεώσουν.

Στον ύπνο και στον ξύπνιο μας
στοιχειώνει τα όνειρά μας
η δόση
η πολυπόθητη
η δόση η ξελογιάστρα.

Ω θεία δόση,
σώσε μας σώσε και τα παιδιά μας˙
εσέ με μύρια βάσανα και πόνους καρτερούμε
για σένα υποφέρουμε για σε αγωνιούμε˙
για σένα θυσιάζουμε δώρα και επιδόματα
για σε συντάξεις και μισθούς για σε τα φάρμακά μας
για σένα την περίθαλψη για σε την εργασία μας
για σε τα όνειρά μας˙
για σε μας ξεσπιτώνουνε μας κάνουνε ζητιάνους
για να ‘χουν να πληρώνουνε
τους δανειστές,
των αγορών ρουφιάνους.

Να πάν’ στο διάολο οι αγορές
με όλα τα ‘καλά’ τους˙
τούτες οι σύγχρονες θεές
μας πνίγουν μας σταυρώνουνε
για τα κεφάλαιά τους.

ΟυτΟΠοιηΤΙκή ΒραΔιά

Αυτές τις μέρες βρίσκεται σε εξέλιξη (έως τις 5 Φεβρουαρίου) η έκθεση «Ουτοπία» που διοργανώνει ο «Ορίζοντας Γεγονότων», στην Κεραμεικού 88 στο ιστορικό κέντρο της Αθήνας.Ένα συμμετοχικό project 30 και πλέον καλλιτεχνών,επιμελητών και θεωρητικώνπου διερευνούν και προσεγγίζουν την έννοια της ουτοπίας μέσα από μια πληθώρα καλλιτεχνικών μέσων.
Στα πλαίσια της έκθεσης, την Τετάρτη 25/1/2012, η ομάδα "Ποίηση στην εποχή της εκποίησης" οργανώνει απόβαση ποιητών για τη χάραξη και κατασκευή του δρόμου προς την Ουτοπία. Οι ποιητές με τον λόγο τους και την παρουσία τους θα περπατήσουν στις θολές γραμμές των οριζόντων σβήνοντάς τες, ώστε να δούμε την Ουτοπία σαν αποτέλεσμα της απόσταξης (και όχι των απόνερων) του Ιδανικού. Η ποιητική αυτοσχεδιαστική βραδιά θα γίνει την Τετάρτη 25/1/2012 στην Κεραμεικού 88 και ώρα 20.00.
Συμμετέχουν οι: Νίκη Ανδρικοπούλου, Ιωάννα Αργυρίου, Ανδρέας Βατίστας, Στέλλα Βατίστα, Μαρία Γκόλια, Αλέξης Δάρας, Ελίζα Διαμαντοπούλου, Τζίμης Ευθυμίου, Γιώργος Καπετανάκος, Βασίλης Κυριάκης, Αλέξανδρος Μιστριώτης, Χρίστος Ξένος, Ευτυχία Παναγιώτου, Μαρία Παπανδρεοπούλου, Θόδωρος Πάσχος, Βασίλης Παχουνδάκης, Σελένα Προδρομίδου, Ανθούλα Ρεβύθη, Χάρης Σταμέλος, Νίκος Τερζής, Γιώργος Τσίγκας, Didi Fadul και βλέπουμε.

Από την Πηγή Πηγάζω

Από τον Αστέρα του Βορά ερχόμενος,
Ελκόμενος, Ορμώμενος
Τυμπάνων τον Κρότον, Αφουγκράζομαι
Από του Αιθέρος την Πηγή, Πηγάζω
Φως, εκ Φωτός Αληθινού, Φωνάζω.

Διασταύρωσης, Δισυπόστατων ενεργειών, Διαστάσεις,
Κυμάτων σχέσεων, Σχάσεις,
Απείρων ενώσεων, Ευθύς, Ευθείαν ετοιμάζω,
Την οδών μου των Βημάτων,
Οκτάεδρων, Οκτάγωνων, Ρόμβον ονομάζω.

Κόρη Μαύρη Οφθαλμού, Κεντράρω και Κορτάρω.
Της Αρτέμιδος τα βέλη εκστασιάζω,
Μουσική Διάχυσης δι’ αέρος,
Στα πέτρινα ηχεία όριά σας,
Διδάσκω Εύρος!!
Ήχους! Αστροπελέκια! Εκτινάσσω- Έρως!

Θερμών, Ψυχρών, Αερίων, Υδρατμών,
Ατμών τον Καθαρμόν,
Τα Ύδατα Καθαγιάζω,
Του Ιονίου Ιονίζω, του Πελάγου
Διδελφος Αδελφός,
Ομφάλιου Λώρου,
Ο Ομφαλός του Κόσμου,
Απόλλων Όλων, Φωτεινός!!

Τετρασέγγονος του,
Σημαιοφόρος του ονόματος του,
Μοναχός οδηγός, καλοκαιρινός.

Επάνω στις κορφές, πεθαίνομαι,
Πεθαίνω και Ανασταίνομαι!!
Σε Χειμώνα Μετατρέπομαι,
Γύρω από Φωτιά, Χαράς, Λατρεύομαι!!

Διός η Νήσος, Λέγομαι,
Πρώτη Άνοιξη, Αγάπης, Προφητεύομαι.
Των Ονείρων την Υγεία, Γεύομαι.
Εγγονός σου Μαίνομαι!!
Απ’το Σταυρό του Νότου, Αγναντεύομαι!!
Σε ΄σε Σταυρέ, Δια λογίζομαι, Λογίζομαι, Λυγίζομαι, Ζυγίζομαι.

Σπέρνομαι, Φυτεύομαι, Στη Μάνα Γή της Αττικής,
Ένα απόγευμα, Μιας Κυριακής,
Χρυσόλευκα Πανιά της Αθηνάς,
Προστατεύουν την Καρδιά,
Δεν μας πιάνουνε τα μάγια,
Σας το λέω άλλη Μια!!

Παρελθόντος μου Σοφία,
Μέλλοντος μου Απορία,
Χάραξα Νοητή Χρυσή ευθεία,
Σε γνωρίζω Ισημερία!!

Μέρα Νύχτα,
Νύχτα ή Μέρα,
Στρατιωτάκια ακούνητα,
Σ’ολάκερη τη Σφαίρα!!

Ρόδα της Ανατολής,
Της Δύσης Περιστέρα,
Μα Ταξιδεύουν οι Ποιητές κι ακόμα παραπέρα!!

Ρόδακας του Ιησού Χριστού,
Πατέρας, Αδελφός, Νυμφίος,
Τον Ραίνει Ιορδάνης Ποταμός,
Αφροδίσια Θείος.

Σβήνει Αφροδίτης Ο Καημός,
Αστέρας Λαμπερός,
Αρμονίας Οδηγός,
Νυμφεύεται Φύση η Ψυχή,
Και η Ψυχή την Φύση!!

Πνεύμα, Ύλη και Ψυχή,
Υγεία είναι στη Ζωή,
Ισορροπίας Λύση!!
Υιός Παρθένου, Ορέγομαι!!
Αθηνάς Σοφία, Αγάπη, Ελπίδα, Πίστη,
Αθηνάς Υγεία,
Δική μας είναι και της Αθηνάς η Νίκη!!

Κι αν μέσα σου Λογίζεσαι Θεά, Παντρεύομαι!!

Τρία ειν’ τα Τρίστρατα,
Τρεις και οι Σταυροί στον Ώμο.
Σταυρός μου είναι ο Νοός μου,
Σταυρός σου είναι του Νόστου,
Σταυρός μας, Ίπταται, Του Νότου.

Μέσα μου σ’εχω,
Εντός μου!!

Εφτά τα Πέπλα, Τ’ αμολάω!
Στους Σταυρούς επάνω τα Κρεμάω,
Τρικάταρτο Καράβι του Κόσμου Ενώσου!!

Ανέμους Αίολε Ζητάω,
Στα Σύμπαντα Στροβιλίζομαι και Πάω,
Αιθέρες Ωκεανούς οργώνω,
Πύρινες Ζωές Ενώνω.

Μέσα, Έξω, Πάνω, Κάτω,
Μπρός, Πέρα, Πίσω, Δώθε, Ανατρέπω,
Δε Φοβάμαι, Μα δεν Φτάνω,
Πετάω Ψηλά, Δεν Πέφτω!!

Πνεύμα είμαι ως έχω,
Χρυσόσκονη σας καταβρέχω,
Αν Σπινιάρω, Σας Αντέχω,
Ανατάσεσθαι!! Σας Βλέπω!!

Ζωές, Σαν τα Πουκάμισα,
Αλλάζω,
Σειρήνες του Μυαλού, Δαμάζω,
Λιγο πίσω αν κοιτάζω,
Την Ψυχή μου Μπρός σας Βγάζω!!
Κύκλος είναι η Ζωή, Γιορτάζω!!
Είμαι η Πηγή!!
Πηγάζω!!

ΣΤ' ΟΥΡΑΝΟΥ ΤΟ ΧΥΜΕΝΟ ΓΑΛΑΞΙΟ

Τους κύκλους τους στενόχωρους τους δούλεψες

κι αντιμετώπισες τις λύπες

Στις πλέον άγριες φουρτούνες βούλιαξες

με σκαρί όλο τρύπες


Στους καταρράκτες μόνος μού(χ)λιασες

και με φτερούγες νήπιες

στην θύελλα τού Κόσμου ούρλιαξες

Τις Καταιγίδες ήπιες.


Με φορτούνες σκληρές μονομάχησες

και τη νίκη δεν βρήκες

κι ως το τέλος τού Κόσμου περπάτησες

με λειψές αλφαβήτες


Διεσπάθισες χρόνια αμοίραστος

μα με σκέψεις μειλίχιες

ξαναπάλαιψες δράκους ακούραστος

και συντρόφους δεν είχες


Από κύνες ανίερους είχες φύγει αμύριστος

στις οσμές σου τις μύχιες

και ο έρως σου έλαθε αγύριστος

και εξέκρινες μέλαινες χόλες τις νύχτες


Όμως κάπου βαθιά μας, μες στ’ όνειρο τού φαιδρού κεραυνού

την αλήθεια μας πάντα θα λέμε

και θ' ακούμε το ένα το μήνυμα τού γαλάξιου ουρανού:

Στο χυμένο το γάλα δεν κλαίμε!

Γκρεμοί

Κι αν έτρεχα, πάλι μ'αφήσαν πίσω
πάλι με προσπεράσαν οι χειμώνες
καυτές σβήνουνε πάνω μου σταγόνες
ποια είναι η τιμωρία αν σ'αγαπήσω

Ο χρόνος μπρος και πίσω μου κυλά
και σταματά στου μέσα μου το βάλτο
ανέβηκα μαζί σου στα ψηλά
μα δε σε πρόλαβα σαν έκανες το σάλτο

Δε σε αγγίζουν λόγια και ευχές
δε σ'ακουμπούν οι τελευταίες μου σκέψεις
το είναι μου ξανά θα σακατέψεις
και τώρα, όπως και σ'άλλες εποχές

Δεν ξέρω πια αν στ'αλήθεια είσαι εσύ
ίσως πάντα να ήσουν κάποια άλλη
δεν ξέρω μήπως φταίει η ζάλη
το μαύρο που με πότισες κρασί

Τριγύρω απ'το μυαλό μου είναι γκρεμοί
πάνω και κάτω, μέσα μου και έξω
και τώρα πρέπει κάποιον να διαλέξω
να πέσω, πριν αρχίσει η επιδρομή

«Εξωγήινοι»

Μια φορά στο μέλλον συναντήθηκα
με πλάσματα ευγενικά
που σκέπτονταν με λόγο ορθό
μιλούσαν με χαμηλή φωνή
που ακουγόταν απ’ άκρη σ’ άκρη
σαν κρύσταλλο
είχαν αισθήματα φίλους της ψυχής
γαλήνευαν θωρώντας τον
τον ανεμοστρόβιλο
το ένα καλημέριζε το άλλο
αποσπώντας τα χειροκροτήματα
των καρποφόρων δέντρων
είχαν πληροφορηθεί από έγκυρες πηγές
ότι η απληστία συνοδεύει την εξόντωση
μοιράστηκαν την ανησυχία τους
οι φίλοι αποκρίθηκαν λυτρωτικά
είχαν μάθει από πείρα
ότι η εξόντωση απειλεί την ισορροπία
αποφάσισαν να θυμούνται.
Ήταν από την γη έξω.

Προσευχή

Προσευχηθείτε για την Ελλάδα,
την μάνα ετούτη
την αδηφάγα
που καταβρόχθισε
την ίδια της την σάρκα.

Τώρα
κείτεται
κορεσμένη
ανήμπορη
τρεκλίζει
μεθυσμένη
από οργή

απέλπιδη

παραπαίει
στα τυφλά
δίχως αίμα
στις φλέβες της.

Καλό ταξίδι στις πόλεις του Ομήρου

Barouak

πεζοστράτης των κόκκινων αφηγήσεων

κοιτώ το πέταγμα

των κορακιών

πάνω από τα μανιοκαταθλιπτικά

κεφάλια των αγαλμάτων

τα πέτρινα βλέμματα μου προκαλούνε οργή


αγοράζω σκοτάδι

στο παρανάλωμα των λέξεων

ζωγραφίζω με αλγόριθμους

βιντεολόγια προς κάθε βλέμμα

μέρες ψηφιακής χειραψίας

ο έρωτας-η επανάσταση-το νερό

κοινωνικά φύλλα πέφτουν στην καλωδιακή φράντζα μου

σου στέλνω μήνυμα


Καλό ταξίδι στις πόλεις του Ομήρου


εκεί ρώτα για τους ποιητές

που βαδίζουν και παραπαίουν

στις ράχες των μπουκαλιών

τρέχουν στις κεραμοσκεπές

των μυαλών

φωνάζουν ανάμεσα από τα αυτοκίνητα

λέξεις που η μπάσταρδη σου φύση

δεν ευλόγησε ποτέ.

ΤΟ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙ

Εκ διαμέτρου αντίθετο, της μαζικότητας

ήταν το μοναστήρι,

στενός ο κύκλος των μαχόμενων ψυχών,

αγώνας άνισος με την γυμνή μορφή.


Τωρινή, αλλοτινή ματιά

στ’ ασβεστωμένα βράχια

όπου η ανθρώπινη γύμνια τα καλύπτει.


Αναρωτιέμαι ,ποια μορφή είναι ιερή,

Ποια να προσκυνήσω;


Το άυλο εικόνισμα κάτω απ’ το φώς των κεριών

εί δε το τρωτό κορμί γυναίκας

που οι ατέλειες του, τα μάτια μου θαμπώνουν από δέος.


Ας συρθώ να πλαγιάσω σε κείνη την μαρμάρινη πλάκα,

θα διπλώσω το κορμί μου πάνω στην κόκκινη μαξιλάρα

δίπλα στο τζάκι.


Να χωρέσω θέλω, ανάμεσα στο δίλημμά μου,

να συχάσω στα χάδια αγίων και αμαρτωλών

να λευθερωθούν και τα δικά μου χέρια

ν’ αγγίξω και τους δύο,

που μάχονται εδώ και τόσα χρόνια ,

ποιός θα μ’ αγγίζει στο μυαλό

και ποιός στο στήθος.

ΣΤΗΝ ΠΙΟ ΑΡΧΑΙΑ ΓΚΑΛΕΡΙ

Τεσσερεσήμιση πρωί

από τον ύπνο σου αν βγεις

στην πιο αρχαία γκαλερί

του ουρανού μπορείς να δεις

λαμπρή καθάρια νανατέλλει

του Ορίωνα η ζωγραφιά

που τις Πλειάδες κυνηγά

με τόξο αστέρινο και βέλη

από χρυσάφι και φωτιά.

Ο Κύων πίσω ακολουθεί

που χει το Σείριο κεφαλή.

Στην πιο αρχαία γκαλερί.

Ούτε βαρβάρου επιδρομή

ούτε πλημμύρες και σεισμοί

μπορούνε κάτι να χαλάσουν

ή μια ψηφίδα ναποσπάσουν.

Στην πιο αρχαία γκαλερί

όπου καθείς μπορεί να μπει

χωρίς να δώσει πλερωμή.

Μπήκαν και πλούσιοι και φτωχοί

σκλάβοι κι ελεύθεροι, πιστοί

και άπιστοι και στρατολάτες

βοσκοί, εμπόροι κι απελάτες

και ναυτικοί και ζευγολάτες,

ήρωες, ποιητές, σοφοί,

μάγοι, ζητιάνοι, βασιλιάδες

και αστρονόμοι και νομάδες

άτομα και λαοί κι ομάδες

κι εξορισμένοι στα νησιά

Μακρόνησο και Κω και Τζια.

Μπήκαν και ζώα και φυτά

κη θάλασσα που αντανακλά

με των δακρύων της τον καθρέφτη

το άστρο το πουλί τον κλέφτη

κι όλο τον όμορφο ντουνιά

τον άχαρο και το φονιά,

την απερίσκεπτη πλεμπάγια

που υποδέχεται με βάγια

τον άγιο και τον ληστή

πριν τους σταυρώσει ή τους θάψει

μες στο μπουντρούμι και στη χάψη.

Στην πιο αρχαία γκαλερί

που πάντα ρει και πάντα μένει

μοναδική στην οικουμένη

για κείνον που στην ομορφιά

αναζητεί παρηγοριά.

Αναγνώστες

ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ

ekpoiisi@yahoo.gr

ποίηση στην εποχή της εκποίησης

ποίηση στην εποχή της εκποίησης