η ποίηση στην εποχή της

η ποίηση στην εποχή της

ΠΡΟΣΚΛΗΣΗ

Πλησίστιοι και με τον καιρό
στη πλώρη κόντρα,
περάσαμε σαράντα κύματα
και πάμε όρτσα, γι άλλα τόσα.
Ας ανταριάζει δρόλαπας,
πορεία για το Θιάκι εντός μας.

Η ΜΕΓΑΛΗ ΩΡΑ

Σε ξεχασμένες διαδρομές τα όνειρά μας…
Στα σκλαβοπάζαρα του κόσμου τα παιδιά μας…
Πόση ασχήμια και σκοτάδι γέμισε η ζωή!
Μας στοίχειωσαν μαύρα φαντάσματα
 δουλείας  το δρόμο της ζωής,
που ‘ναι  ο δρόμος των θελήσεων τ’ ανθρώπου.

Ανήλεη ανάγκη, που καις-σφυρί καυτό-
τη θέληση και τη ματώνεις !
Ανήλεη δολιότητα του κούφιου ανθρώπου!
Τι γυρεύατε λάθη ξένα να φράξετε το δρόμο;

Ξανά ζητούν καρδιές ,ζωές να εισπράξουν…

 Ζωή  δεν παραδίδουμε σε άπονων τα χέρια.
Ζωή δεν παραδίδουμε σ’ ανθρώπων την οργή.
Τώρα είναι η ώρα του ανυπότακτου,
του ανυπόκριτου του λόγου…  Αυτόν  υπηρετούμε,
καθώς ήρθε η ώρα να αλλάξουμε τον κόσμο
με απόφαση κι υπομονή, με πάθος και με γνώση.

Τώρα  είν’ η ώρα του λαού,  είν’ η μεγάλη  ώρα.


Ζωή που μας  στερήσανε…  παίρνουμε πίσω τώρα. 

Ο μωβ άνθρωπος

Χτες βράδυ ένας μωβ άνθρωπος
κάθισε στον εξώστη
του ονείρου μου

δεν ήταν σίγουρος για το μέλλον του
διαλογιζόταν αιώνες τώρα
είχε πετρώσει ζωντανός

τα πόδια του ρίζες
που φλέβιζαν τη γη
το στόμα του χώραγε
την Αφρική

κανείς δεν έπρεπε να τον αγγίξει
οι μαγικοί κρεμαστοί κήποι γύρω του
οι ταξιδευτές που τον θαύμαζαν
ο ήλιος που ήτανε δικός του
το φτερό της πεταλούδας
καθώς ξεμάκραινε
λίγο πριν το χάος

κανείς δεν έπρεπε να τον αγγίξει
αν εκείνος έσπαγε σε χιλιάδες κομματάκια
ο κόσμος όλος θα πνιγόταν
σ’ένα μωβ σύννεφο σκόνης

μείνετε μακριά
ούρλιαξα στα αγέννητα αστέρια
μα ο αντίλαλός μου φώτισε
μόνο τα πεθαμένα

μείνετε μακριά
δεν αντέχει αυτά τα χέρια
στέκει ατάραχος εκεί
Νύχτα υγρή.
Καθώς ερωτοτοπούσα με το σκοτάδι
παρεμβλήθη το φως
-αιώνιοι συνοδοιπόροι-
για να κρύψει όσα μπορούσα να δω.
Ποιανού το είδωλο που με κοιτά;
Πίσω από το κερί δεν υπάρχει καθρέφτης.

Ψυχή μου σκοτεινή.

Ψυχή μου κινούμενη αενάως,
αιώνια δεμένη με το σκοπό
να ευτυχήσεις.

Αξιομακάριστη η διπλή κοψιά του μαχαιριού της τύχης,
η αστραφτερή μεριά του προετοιμάζει πάντα
τη στροφή του.
Όσες φορές κι αν ξαναζήσω 
θα πληγώνομαι.
Η δύναμη, η ομορφιά όπλα που σκουριάζουν,
τί απομένει όταν τα φυσίγγια σωθούν;

Ο ήλιος θα σμίγει πάντα με τη θάλασσα.
Η ακρογιαλιά θα είναι πάντοτε εκεί.
Στο κύμα θα πυκνώνω το μπλε του ουρανού.
Ο αέρας θα τροφοδοτεί τα πανιά μου.
Στα φύλλα των δέντρων το τραγούδι μου,
στο σάλεμα των χόρτων ο χορός μου.
Το άρωμά μου εγκλωβισμένο σε ρόδα ματωμένα
και το δάκρυ μου δροσοσταλιά στις αιχμηρές τους άκρες.
Η θύμησή μου διεχυμένη σαν αχλή στον ορίζοντα.

Ψυχή μου απέραντη σαν πέλαγος
άμορφη κι εύπλαστη σα νέφος απαλό.
Ψυχή μου ελαφριά όπως η νύχτα
κι ονειροπόλα σαν ανατολή.
Ποιός θεός θα σε γαληνέψει;

Το όλον και το τίποτα τόσο κοντά.
Σαν ένα.

Σ’ αυτή την πόλη



Στη μεγάλη λεωφόρο βαδίζουν
             όλοι μαζί κι ο καθένας μόνος
Όλοι βλέπουν
τα ίδια δένδρα, τα ίδια πρόσωπα
                             τους ίδιους δρόμους
Σ’ αυτή την πόλη
ο καθένας έχει τ’ όνειρό του
                                κι όλοι μαζί το ίδιο
Ο καθένας ζει το δικό του εφιάλτη
                             κι’ όλοι μαζί τον ίδιο

Σ’ αυτή την πόλη
                    οι μυλόπετρες της μέρας
                                          μας αλέθουν
όλους μαζί και τον καθένα μόνο του                     
Σ’ αυτή την πόλη
τα σκυλιά κι οι άνθρωποι
                          έχουν θλιμμένα μάτια
Σ’ αυτή την πόλη
                            άνθρωποι και σκυλιά
    ψάχνουν αποφάγια στα σκουπίδια
Σ’ αυτή την πόλη τη σκληρή
                     αυτό που δίνεις παίρνεις
μοναξιά στη μοναξιά
               φτώχεια στη φτώχεια
                               θάνατο στο θάνατο

Αυτή η πόλη πρέπει ν’ αλλάξει
Στη μεγάλη λεωφόρο πρέπει
                                        να βαδίσουμε
              όλοι μαζί κι ο καθένας μόνος
με τα ίδια όνειρα γραμμένα
                                     στο μέτωπό μας
με τα ίδια συνθήματα
                       γραμμένα στα πανό μας
Αυτή η πόλη σου επιστρέφει
                                           ό,τι της δίνεις
αγάπα τη να σ’ αγαπήσει
                      κάψε τη για να σε κάψει
να φυτρώσουν στ’ αποκαΐδια της
                                               λουλούδια
Αυτή η πόλη είσαι εσύ
                     άλλαξε λοιπόν, ν’ αλλάξει
Βγες επιτέλους στη μεγάλη λεωφόρο
μ’ ένα όνειρο στο μέτωπο
                               έτοιμος για να καείς

Σ’ αυτή την πόλη οι ήρωες είναι
                                      άνθρωποι απλοί
προχωρούν σκυφτοί στα σκοτεινά
                            του φόβου μονοπάτια
Ο ήρωες σ’ αυτή την πόλη
                φοβούνται αλλά προχωρούν
είναι πολλοί
         μα δεν διστάζουν να γίνουν ένας

Σαν έρθουν οι καιροί
σ’ αυτή την πόλη οι άνθρωποι
           γίνονται δέντρα, γίνονται δάσος
ριζωμένοι βαθιά στο χώμα
δρασκελούν πολλά χιλιόμετρα ιστορίας
                                                σε μια νύχτα

Σαν έρθουν οι καιροί
Αυτοί που δεν έχουν τίποτα να χάσουν
                               θα δείξουνε το δρόμο
Αυτοί π’ αρνούνται τη ζωή
                                     που τους χαρίζουν
και διαλέγουν μόνοι το δρόμο τους
                                     και το θάνατό τους
Αυτών το μπόι, θα μετρήσει η ιστορία,
                       με τη μεζούρα των αιώνων

ΓΡΑΜΜΑ ΣΤΟ Γ. ΔΡΟΣΙΝΗ

Το πυροφάνι έμεινε στο κύμα
ο σταλακτίτης σε βαθιά μέσα σπηλιά
και του νερού το διάφανο το βήμα
νεκρή εικόνα μες την αντηλιά

οι νυχτερίδες φτερωτές κυράδες
σε έναν κόσμο που στα λήθεια σπαρταρά
μες σε βαθιούς και νόμιμους Καιάδες
καμακωμένη αργοσβήνει η χαρά

μα όσο κι αν ανώφελα σταλάζει
μέσα απ' τα μούσκλια των καιρών βρύση κρυφή
και της κακίας ακονίζονται τα νύχια

στα πολυτρίχια και στις φώκιες κάτι αλλάζει
σε ξεροβράχου θαλασσόδαρτη κορφή
και στης χαμένης ύπαρξης τα μύχια.

Το τέρας πέταξε τη μάσκα του

 Σαράντα χρόνια σαν ξυπνώ,
τρώω δυο φέτες βούτυρο με μέλι σε ψωμί,
και πίνω ένα φλιτζάνι γαλλικό.
Με άρωμα φουντούκι.
Φοράω πράσινο ζιβάγκο,
κι από μέσα ένα πουκάμισο
γαλανό, κολαριστό.

Μ’ αρέσει με τα πόδια να γυρνώ στους δρόμους της Αθήνας,
να έρχομαι σε επαφή με τους ανθρώπους της πρωτεύουσας
και με τα άγχη της ζωής.
Αυτό το πράγμα είναι η ζωή μου,
ο σκοπός της ύπαρξης μου.
Ανάμεσα τους να γυρνώ
μοιράζοντας χαμόγελα μαζί με υποσχέσεις.

-Πώς είστε σήμερα αγαπητή κυρία;
Του γιου σας ετοιμάζουμε το μέλλον,
να γίνει λαμπρός μηχανικός.
-Κι εσείς καλέ μου κύριε;
Ξεκουραστήκατε στις διακοπές;

Τους πόθους  τους μαθαίνω και τους γεμίζω με ψέματα πολλά.
Αρκεί να μ’ αγαπούν κι εμπιστοσύνη να μου δείχνουν.
Δικό τους παιδί να με λογιάζουν,
άνθρωπο που δουλεύει για την πάρτη τους,
και το συμφέρον τους κοιτάζει.

Στον πόλεμο των εντυπώσεων
αν κερδίζεις,
δεν έχεις ανάγκη την ουσία.

Κι εσείς που ακούτε αυτήν την ιστορία,
γιατί τα κάνω όλα αυτά θ’ αναρωτιέστε.
Γιατί να κάνω τα χατίρια στον κάθε πικραμένο
γιατί να τον αφήνω άβουλο και γελασμένο;
Μ’ ένα παράδειγμα θα σας το πω:

Άλλος ανοίγει  τα παράθυρα να μπεί το άρωμα του γιασεμιού,
το μήνυμα της άνοιξης,
απλόχερα να απλωθεί σ’ όλους τους χώρους του σπιτιού.
Να μπερδευτούν οι μυρωδιές,
με της κουζίνας τις οσμές,
και το χαμόγελο να ‘ρθεί στα κουρασμένα πρόσωπα.

Μα όχι εγώ.
Τα κουρασμένα πρόσωπα,
σκυφτά τα θέλω εγώ.
Κι ανέχομαι μονάχα
της άγνοιας το χαμόγελο τα χείλη να κοσμεί.
Δεν έχει χώρο στο μυαλό μου η χαρά.
Στη λογική μου δεν χωρά.

Παραθυρόφυλλα φροντίζω ν’ αφήνω ανοιχτά,
ανάμεσα τους ελεύθερα να περπατεί,
όποιος γνωρίζει πως να φτάσει ως εκεί.
Όποιος γνωρίζει μυστικά που μόνο εγώ γνωρίζω
και που ποτέ δεν τα ‘πα φωναχτά.

Για ίδια λάθη δεν τιμωρούνται όμοια όλοι.
Εγώ φροντίζω γι’ αυτό.
Τις ίδιες ευκαιρίες δεν πρέπει να ‘χουν όλοι.
Εγώ φροντίζω και γι’ αυτό.

Κι αυτά συμβαίνουν φανερά,
διόλου κρυφα δεν είναι.
Και μη ρωτάτε πως τα καταφέρνω- σας είπα ήδη.

Στον πόλεμο των εντυπώσεων
αν κερδίζεις,
δεν έχεις ανάγκη την ουσία.


Μα πάνε τρία χρόνια
που ιδρωμένος είμαι σαν ξυπνώ.
Καθώς φτιάχνω τον καφέ μου,
διαβάζω τις φυλλάδες διαγώνια κι επιφανειακά,
κι όλο σκοντάφτω σ’ αισθήματα πρωτόγνωρα.

Μόλις τη μάσκα πέταξα
κι άφησα το τέρας να φανεί.
Μόλις τις χάρες έκοψα,
και τα γλυκόλογα μου γίναν απειλές,
κι οι απειλές διατάξεις.

Όλα τα ψέματα που είχα πει, χάθηκαν μονομιάς.
Απ’ την επιδερμίδα των ανθρώπων σβήστηκαν,
άτσαλα και βιαστικά,
και πίσω τους άφησαν κενά,
άσχημα και μεγάλα.
Και στην τραχιά τους όψη δεν αντικρίζω πια χαμόγελο.

Το χαμόγελο αν φύγει,
η θλίψη θα έρθει  να συμπληρώσει το κενό.
Τα φοβισμένα πρόσωπα στενάχωρα θα κυνηγάνε
του γείτονα τη φτώχεια να κάνουνε δική τους.
Κι έτσι απλά,
αυτοί με φόβο κι εγώ με σιγουριά,
όμορφα θα ζήσουμε τις άσχημες ζωές τους.
Έτσι νόμιζα.

Ποτέ δεν υπολόγισα της αμφισβήτησης τη δύναμη,
που σαν αρχίσει στις φλέβες να κυλά,
χείμαρος γίνεται
και νέα ορμή τους δίνει.
Ποτέ δεν υπολόγισα πως τόσο μικρές κουκίδες
μπορούν να ενωθούν και γίγαντας να γίνουν.
Κι εγώ φοβάμαι τους γίγαντες.
Γι’ αυτό τους τιμωρώ αλύπητα σαν πα να ενωθούν.

Κι έτσι φτάσαμε στο τώρα.
Ένα οργισμένο τέρας
κόντρα
στο πάθος για ζωή,
στον χείμαρο της αμφισβήτησης.
Ένα φοβισμένο τέρας
κόντρα
σ’ ένα γίγαντα
που παλεύει να σηκωθεί.

Ποιος θα νικήσει;

Μαινάδα αμέτρητες φορές και ποίημα μία

ήρθες σαν μικρή πράσινη καταιγίδα
άνοιξες διάπλατα τα πόδια
κραδαίνοντας τρυφερά ξεσπάσματα λέξεων
μαινάδα αμέτρητες φορές και ποίημα μια
ψύλλος στ’ άχυρα συμφραζόμενα
απ’ τη σκοπιά της ερμαφρόδιτης φαντασίας των ποιητών



απ’ το ένα σου το αυτί φωνήεντα γκρενά
απ’ το άλλο μου τα’ αυτί προσήκον κόκκινο ανοιχτό
ανάσκελα προσήκει
τα επιρρήματά μου δεικτικές ομοβροντίες
οι μετοχές σου μέλλον τροπικό
χρώματα δισταγμοί συνηρημένοι
συν Αθηνά κι άλλες παρωπίδες «δήθεν»
σε μαύρο φιλμ βουβό-

πινακωτή-πινακωτή
μεσολαβεί ευπροσήγορο κενό
χρόνου, χώρου, ιδεών τρίτου προσώπου

παρωπίδες επιθυμίας ισανώμαλης στου μηδενός τον ύπτιο δεκαπεντασύλλαβο

ΣΑΝ ΟΝΕΙΡΟ ΕΚΔΡΟΜΗΣ

Ο ανύπαρκτος επιμένει.
Συναντήθηκε με κάποιον στο δημόσιο ουρητήριο.
«Κι εσείς εδώ λοιπόν».
Πρόκειται για αντανακλαστικές κινήσεις
άλλωστε υπό τη γη ο θόρυβος λιγοστεύει.
«Βέβαια, πρέπει να μπορεί κανείς ν’ αντιμετωπίζει τους γλάρους,
είναι τόσοι πολλοί εδώ μέσα»
«Δεν βαριέστε αγαπητέ, εδώ υπάρχουν φυλακισμένοι χρόνια.
Ελάχιστο ζωτικό χώρο χρειαζόμαστε»
«Ο κύριος παίρνει το μπάνιο του»
«Ναι, τον ενοχλείτε όμως μ’ αυτή την αναφορά σας».
Ό,τι καταγράφεται υπάρχει
σαν τις μηνιαίες υποχρεώσεις: έσοδα-έξοδα.
«Υποσχέθηκα να ξεχρεώσω όταν τα χρώματα γίνουν πιο παλ»
«Εμένα πάλι, πεινούν τα μάτια μου»
«Και αναρωτιόμουν φίλτατε, γιατί αυτό το μικρό δάκρυ. Να, σάλιο ήταν».
Για τη διαφυγή υπάρχει ο εφιάλτης, επαναληπτικό όπλο.
Πολλοί προτιμούν να ξυπνούν
άλλοι οργίζονται πολύ.
«Η γνώμη σας για την οργή;»
«Ηρέμησα και θ’ ανέβω πάλι.
Ελπίζω σε αυτούς που θα έρθουν μετά».
Στοιχειώδες: να μην αφήνεις τη μέρα κενή.

ΨΕΥΤΙΚΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ

Γκρίζα πρόσωπα
άσκοπα τονισμένες λέξεις
επιστροφή στα ίδια
πληρωμένοι κατάδικοι
άχρωμα πτώματα σε σειρά
άχρηστες λέξεις οσμούν κακόφημα
ηχούν σειρήνες σε σπηλιά που οδηγεί
στο φέγγαρο
κι εσύ τον κοιτάς
κι εκλιπαρείς να
σε αρπάξει, να σε
υψώσει και να σε φτύσει
ελεύθερο.
 

Λιμάνι

Ο κόσμος γύρω σου κινείται
μα εσύ έπαψες.
Η μια στιγμή έγινε αιωνιότητα
κι ύστερα πάλι.
Στέκεσαι στο κέντρο του κόσμου
και κοιτάς.
“Ως πότε;” σε ρωτάω, “Μέχρι να χαθείς.”
μου απαντάς.
Άνθρωποι βιάζονται, αμάξια χάνονται,
“Ακόμα σε βλέπω.Εσύ;”
Στέκεσαι στην προκυμαία, ακίνητος,
από άλλο κόσμο.
Στέκεσαι και νιώθεις το χέρι μου
στο δικό σου.
Κανείς δε σε παρατηρεί, δε σε βλέπει
αυτή την ώρα.
Μόνο εγώ, που απομακρύνομαι
και ξέρω
πως νιώθεις τη ζέστη μου πάντα,
κι ας είμαι πάντα μακριά.
Καλά τα καταφέρνει η μοναξιά.
Καιρό τώρα μας σκεπάζει
με τον βελούδινο μανδύα της.
Κι εμείς, βολεμένοι και ζεστοί,
–όπως τότε που κουρνιάζαμε 
στην αγκαλιά της μάνας–
δεν κάνουμε κουβέντα για απαιτητικά «μήπως να…»
 
Μόνο ελάχιστες φορές
παρασυρμένοι από αλλόκοτα όνειρα
που υπαγορεύτηκαν από ανεξάρτητες, σχεδόν επαναστάτριες αισθήσεις,
ξεμυτίζουμε, κοιτώντας κλεφτά πίσω μας,
μήπως μας παρακολουθεί ο ίδιος μας ο εαυτός
και μας καταδώσει.
 
Τρέμοντας το λάθος που θα μας στείλει στην αρχή,
μην έχοντας πίστη στον εαυτό μας
περιμένουμε τον όφη τον σαγηνευτικό,
τάχα να μας πλανεύσει!
Να φάμε το μήλο και να ρίξουμε το φταίξιμο αλλού...
πόσο βολικό!
 
Ώσπου να έρθει εκείνη η στιγμή,
η Τελευταία,
που σκυμμένοι πάνω από το πηγάδι της ψυχής μας
θα βλέπουμε να καθρεφτίζονται μέσα του
όλα τα χέρια που μας απλώθηκαν
κι εμείς δεν είχαμε το θάρρος ν’ αγγίξουμε.

Άμε για τη Γαλήνη

Μη λες πως το κράτος θα σωθεί.
Άμε να δεις τι λέει στην άλλη της πλευρά η ζωή.
Όχι, μην τρέχεις
ξέρασε, ξάπλωσε στην πόρτα σου εχτές.
Αφού είπες δεν την πρόσεξες προχτές,
έξω απ'την πόρτα σου ήρθε να τη δεις
και εσύ νόμιζες πάλι ήταν κλέφτης.
Εκούσια εθελοτυφλείς.
Τι να σου κλέψουν ρε απ΄το τίποτα;

Είπες πως δεν πρόσεξες την εξαθλίωση
που κοιμόταν στην πόρτα σου
πως έφτασε εκεί δε σκέφτηκες,δε ρώτησες,
γι'αυτό μπήκε η κρίση απ'το παράθυρό σου.

Όσο κοιμόσουνα τον ύπνο του δικαίου
φασίστες έραβαν το υφαντό σου,
Μαγιό σου έδωσαν για παλτό
και τώρα κλαις στο κρύο.
Κι άμα τρυπήσει κι αυτό τράβα πέθανε
μα μην τολμήσεις να προσβάλεις της βουλής τους την αιδώ.

Με είδα σε όνειρο την ελευθερία να υμνώ,
κάθε μορφής το φασισμό να πυρπολώ,
με είδα μαζί με αδερφούς να τραδουδώ
“εγώ δεν παίρνω ηρωίνη,δε θα σκάσω,
θα σε πατάξω μέσα μου και θα γελάσω.
Η ειρωνεία μου θα γίνει η συνείδηση σου
κι απ'τη ματιά μου θα πετρώσει η μορφή σου.
Γιατί αυτό το τερατένιο μόρφωμα της κοινωνίας
το κυοφόρησες, το έθρεψες φασιστικούς αιώνες.
Και να που εγκαθυδρίθηκε αυτεξούσια η αναρχία
και αυτεπάγγελτα θα νομιμοποιήσει τους αγώνες.
Και να που έπεσες κυβέρνησή μου
μονάχη σου στο λάκκο που έσκαβες
και οι φωνές που χρόνια έθαβες
ξέσπασαν ζητοκραυγές στη συνείδησή μου.”

Μη λες πως το κράτος θα διασωθεί.
Απηύδησαν μέχρι και τα τσιράκια της αυλής σου.
Νέα γενιά ονομάζομαι κι εσύ κοινωνία στην αναμονή.
Πάντα απ'το όραμά μου ξεκινά η ανασύστασή σου.

Φασίστα ο γέρος που πατάς με πήγε ως την Αλβανία.
Στα σύνορα κόλλησε η μνήμη του φθινόπωρου ημέρα,
που έβγαλε η ψυχή φωτιά και φώναξε “ΑΕΡΑ”.
Έτσι έδειξε πως η εξαθλίωση γεννά ελευθερία.
  
Τώρα η δικιά μου Ελευθερία γεννά την άρνηση για την κυβέρνησή σου
όσο για τη μπότα,τόσο για τη γραβάτα και για την οικονομική πολιτική σου.
Απαξιώ για εκδίκηση,ούτε θα ασχοληθώ μαζί σου.
Η ελευθεριακή δικαιοσύνη μου κοιτάει στο αύριο.
Με λένε Ειρήνη.
Σκότωσα πρώτα το μέσα μου φασίστα,
Θησέας να βαφτιστώ,
Άμε ρε κοινωνία για τη Γαλήνη.

ΤΑ ΦΩΤΑ ΤΡΕΜΟΥΝ

Βλέπω τον εαυτό μου να πέφτει από το 13ο όροφο.
Τα φώτα τρέμουν.
Προσπαθώ να θυμηθώ
μα μάταια. Κλείνω τα μάτια και βρίσκομαι ήδη εκεί.
Πάει καιρός που με βλέπω να χάνομαι.
Κι όταν γυρίζω πίσω, τα πάντα με ακολουθούν.
Μόνος.
Ευθείες γραμμές.
Τρέχουμε. Σταματάμε. Νυχτώνει.
Ακούμε τα πουλιά.
Κάνουμε έρωτα μα νιώθουμε αμήχανα.
Για πόσο ακόμα θα περιμένουμε σε αυτή τη στάση

Όνειρο μέσα στο όνειρο

Έχω ένα πουλί στο στήθος
που όλο θέλω να ξεχνώ
έρχεται το βράδυ, βράδυ
πάω κι εγώ να ξεχαστώ.

Ασημένιο φυλαχτό
ψάχνω μέσα στο νερό
βγαίνω βόλτα στο φεγγάρι
με ποδήλατο.

Είναι ένα κορίτσι λήθη
χάνομαι να το κοιτώ
έχει το πουλί στα στήθη
που ‘γειρα να κοιμηθώ.

Χάθηκε το καλοκαίρι
κι όλο ψάχνω και ρωτώ
φόρεσα ψηλό καπέλο
πήρα χάρτη ναυτικό.

Βγήκα το γιαλό γιαλό
μη το πήρε η θάλασσα
σε καθρέφτη περπατώ
τη ζωή μου χάλασα.

ΣΧΕΔΙΑΣΜΑ


Αθήνα , 6 εκατομμύρια σε ένα μνήμα
Αθήνα , φτωχοί και πλούσιοι σε κάθε βήμα
Αθήνα , βενζίνα μπουκάλι μεσ’ τη βιτρίνα
Αθήνα , τέτοια βρώμα ούτε μέσα σε καντίνα
Αθήνα ,μητρόπολη των πάντων και των γάτων
Αθήνα ,η πόλη της τέχνης και των γραμμάτων
Αθήνα , εδώ θα δείς την πείνα , εδώ και τη χλιδή
Αθήνα , η όμορφη γκριζούπολη μα στο κέντρο της η λαμπρή Ακρόπολη
Αθήνα, όλο αλλάζει και όλο ίδια μένει και εμείς οι καθυστερημένοι λέμε πως φταίνε οι ξένοι
Αθήνα , πόλη Μετρό , λεωφορείων
Αθήνα , υπόγειων κόσμων και υπουργείων
Αθήνα , πολυκατοικίες χωρίς χρώμα , όλα κάτω απ’ τη σκιά του Παρθενώνα.

ΠΑΡΑΜΥΘΙ

Όλοι έχουν ιστορία, αλλά αυτό δεν σημαίνει κιόλας ότι όλοι μαθαίνουν σωστά το μάθημά της!...
Ένας πλανόδιος πωλητής καπέλων, έπεσε ένα μεσημέρι να ρίξει τον υπνάκο του κάτω από ένα δέντρο. Όταν ξύπνησε ανακάλυψε έντρομος ότι μια αγέλη πιθήκων είχε βουτήξει όλα τα καπέλα του, και τα είχε ανεβάσει στο δέντρο. Τσαντισμένος και σε απόγνωση, έμεινε λίγη ώρα κοιτώντας την πραμάτεια του στα χέρια των πιθήκων. Κι ύστερα, ρίχνοντας κατάρες στην ατυχία του, έβγαλε το καπέλο που φόραγε και το βρόντηξε θυμωμένος στο χώμα. Οι πίθηκοι που όλη την ώρα τον χάζευαν από ψηλά, με την έντονη τάση τους για μίμηση, πέταξαν κι αυτοί τα καπέλα με δύναμη κάτω. O άνθρωπός μας έτρεξε και τα μάζεψε και σώθηκε.
Καμιά πενηνταριά χρόνια αργότερα, ο εγγονός του, που επίσης πούλαγε καπέλα, άφησε το εμπόρευμά του κάτω απ’ το δέντρο και την έπεσε κι αυτός για ύπνο. Κακώς, κάκιστα: όταν ξύπνησε τα καπέλα είχαν κάνει φτερά. Σήκωσε θυμωμένος το κεφάλι και είδε τα καπέλα του στα χέρια και στα κεφάλια των πιθήκων πάνω στο δέντρο. Πάνω στην απελπισία του θυμήθηκε την ιστορία που του είχε διηγηθεί ο παππούς του. Έτσι έβγαλε το καπέλο που φορούσε και το χτύπησε με δύναμη στο χώμα. Έμεινε έκπληκτος όμως που κανένας πίθηκος δεν έκανε το ίδιο. Μόνο ένας κατέβηκε απ’ το δέντρο. Έτρεξε, βούτηξε το καπέλο που ήταν στο χώμα, πλησίασε τον νεαρό πιλοπώλη που είχε μείνει άναυδος, του έριξε ένα ξεγυρισμένο χαστούκι, και φεύγοντας του φώναξε:

«νομίζεις ότι μόνο εσύ έχεις παππού;».

ΙΣΩΣ ΤΟΤΕ ΠΡΟΟΔΕΥΣΩ

Ήθελα να μάθω γράμματα
από μικρός καθώς θυμάμαι
τη γιαγιά μου να μου απαγγέλλει
το "φεγγαράκι μου λαμπρό"
και να το επαναλαμβάνω
                            διστακτικά
κοιτώντας προς τον ουρανό
την γοητευτική πανσέληνο
δεν την μεταμόρφωσα σε μούσα
μένοντας αγράμματος σχεδόν
με την απόκρυφη ελπίδα
στραμμένη στην άλλη ζωή
όπου κάποιο αστέρι θα μ' οδηγήσει
προς τον δρόμο της τέχνης
                                των λέξεων
κι ίσως τότε προοδεύσω
μέχρι και να γράψω ποίηση
άξια λόγου για τον κόσμο
λεπτεπίλεπτων συναισθημάτων.

Αναγνώστες

ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ

ekpoiisi@yahoo.gr

ποίηση στην εποχή της εκποίησης

ποίηση στην εποχή της εκποίησης