η ποίηση στην εποχή της

η ποίηση στην εποχή της

ΑΠΟΣΤΡΟΦΟΣ

                     Συμμαζεύω λέξεις, σκέψεις, βιώματα
Επικεφαλίδες, μετρώ και ξαναμετρώ
                     Το διανυθέν μήκος με
                     Αστιγματική ματιά.
                     Κεφάλαια σκόρπια, συνδέσεις πρόχειρες
                     Δρωμένων επιπόλαιες συρραφές
                     Εικόνων
                     Το χθες σήμερα επιτακτικό
                     Ζητάει εξηγήσεις και πιάνει τους λογαριασμούς
                     Που μένουν σε εκκρεμότητα από χρόνια
                     Μα τα πρόσωπα έχουνε λιώσει
                     Τα ιμάτια διεμερίσθησαν προ πολλού και ο κλήρος
                     Με βγάζει άκληρο και παραπαίοντα
                     Μεταξύ των μακρών και βραχέων φωνηέντων μου
                     Στην ακαταστασία των λαθών μου να βρίσκω
                     Σταθερό άλλοθι αθροίζοντας 
                     Τις χρεώσεις.

                     Κατά τα άλλα, τα ράφια μου σφύζουν
                     Από φιλόδοξες λεξιθηρικές στοιβάξεις
                     Και πάσης φύσεως προσεγγίσεις
                     Επί παντός του επιστητού
                     Με βιολετί πινελιές πού και πού στη χρώση
                     Της φαντασίας.

                     Τίποτα...
                     Στην ουσία, μια παρατεταμένη προσκόλληση
                     και μια διαρκής εμμονή
                            -με προφανώς αποχρώντα λόγο-

                     Στη βασανιστική αναίδεια 
                     Της έκθλιψης.


Από τη συλλογή «ΛΟΥΛΟΥΔΙΑ ΤΟΥ ΔΡΟΜΟΥ», του Δημήτρη Μπρούχου (εκδ. «απόστροφος», 2007).

Το κρίμα στο λαιμό μας

Όποια κρίματα αργοπεθαίνουν υπόσχονται γενιές τυφλές,
εκτυφλωτικά τυφλές από την αδιαφορία του μέλλοντος-
μέλλον που δεν ταξιδεύεται μα ξεφυσάει πίσω του ερινύες,
οιμωγές και καταραμένα μαξιλάρια που πνίγουν τις ανάσες του σύμπαντος.

Σε αυτό το σύμπαν περπατώντας στη ραχοκοκαλιά του ατενίζω οράματα
από τα βλέμματα που δανείζομαι κατά καιρούς δίχως τόκους και χρεώσεις,
καθώς το χρέος τ’ αφήνω σε αυτούς που εισήγαγαν τα προπατορικά αμαρτήματα
αμαρτάνοντας στις απεικονίσεις της φαντασίας τους για επιπλέον δόσεις.

Με διαδόσεις εικονικών πραγματικοτήτων εκπαιδεύεται ο νους-
Άνευ νοήματος σηματοδοτήσεις κατευθύνουν ελέγχοντας την κίνηση,
όποια κινητικότητα θωπεύεται καθώς πνίγεται σ’ ανέξοδο ρου
και μάλιστα βουλιάζει αναμαλλιασμένη στις αμαρτίες και την οίηση.

Σε αυτά τα πλαίσια ζωής και νόησης οι γλυκές αντάρες γίνονται πίκρες
με στιγμές ειλικρίνειας που και οι κατεργάρηδες λιμπίζονται
και οι βαγαπόντηδες του θυμικού αναμοχλεύουν ακυρώνοντας τις ρήτρες
που οι ελίτ της εξουσίας σβήνουν και γράφουν όπως/όπου κι αν κοιμώνται…

ΜΕΤΑΛΛΑΞΗ

Γέμισα φρίκη απ’τα νέα
σταυρωμένοι με πισώπλατα καρφιά
τσιμέντο και σίδερα στα αρχαία
μετάλλαξη ζωής και ζητιανιά
πύρινα τα κρεβάτια
με διάσπαρτα κορμιά
σημαίες στα κατάρτια
άγνωστης προέλευσης πανιά
η γη παντοτινή πατρίδα
μάτωσε σε αδικημένη μάχη
στο χώμα λασπωμένη και μονάχη
πονούσε απ’τα χτυπήματα στη ράχη
ξύδι η θάλασσα πλημμύρισε
τα ψάρια ψόφια στην ακτή
κι όλο το νησί εμύρισε

τη σήψη που’χε βγάλει το καρφί

Τα μαύρα πουλιά

Τα μαύρα πουλιά ακονίζουν
                     τα ράμφη τους στις βουνοκορφές
            σκάβουν με τα νύχια τους τις πεδιάδες

Τα μαύρα πουλιά κοιτάζουν από ψηλά
                                         τις ανυπότακτες πόλεις
πετάνε κρώζοντας στον γαλάζιο ουρανό
                 και εφορμούν σε στόχους ακριβείας
Τα μαύρα πουλιά φορούν
                                          μάσκες χαμογελαστές
                 να κρύβουν το άδειο πρόσωπό τους
τάζουν δημοκρατία στο λαό,
            στο φτωχό ψωμί, στον άνεργο δουλειά

Όμως τα μαύρα πουλιά
                 κρύβουν στα φτερά τους κεραυνούς
                                                  βροντές κι ερείπια
                 κι αίμα πολύ να ρέει στους δρόμους

Τα μαύρα πουλιά πετούν
                               πολύ κοντά στον ουρανό μας
                         τρέφονται με πετρέλαιο και αίμα
τάζουν δημοκρατία και ψωμί
                                  μα φέρνουν φωτιά και πόνο

Έρχονται έρχονται
           τα μαύρα πουλιά των αργυραμοιβών
χώνουν το ράμφος τους
                               βαθιά στο στέρνο της ερήμου
Τα μολύβια τους ξύνουν
                                 οι πληρωμένοι καλαμαράδες
προσαρμόζουν το κούφιο εκμαγείο
                                                       της δημοκρατίας
κι η πέμπτη φάλαγγα των δοσίλογων
       ετοιμάζει εθνικές γιορτές και κόκκινα χαλιά

Τα μαύρα πουλιά έρχονται μες τη νύχτα
                           ξεσκίζουν το σεντόνι της σιωπής
κι η ποίηση ασώματη κεφαλή στριφογυρίζει
                             σαν πυξίδα με το βοριά χαμένο
ερείπια, πτώματα, αίμα
          κέρδος, κέρδος, καίρδος, καίρδως κέρδως
θρυμματισμένα όνειρα, οι στίχοι αιμορραγούν

Αιμοσταγής βρικόλακας είναι η ιστορία
                           κι ετοιμάζει πάλι ματωμένο γάμο

Τα μαύρα πουλιά έρχονται
Μα όταν σφάζουν τα μαχαίρια
                                           η καρδιά κτίζει εκδίκηση
αρχιμάστορες οι νεκροί κι οι μάρτυρες
                                        και πλίνθοι μας οι μνήμες

Τα μαύρα πουλιά έρχονται
μα όσο σφάζουν τα μαχαίρια
                                               το αίμα θεριεύει όρκο
Τα μαύρα πουλιά έρχονται
                               μα οι Δελφοί στέλνουν χρησμό
«Μάχαιραν έδωκαν μάχαιραν ας λάβουν,
                    ώσπου να γεμίσουν οι κοιλάδες αίμα
                         να κολυμπάει το βόδι ως τη μέση»

Τα μαύρα πουλιά έρχονται
                      μα οι φρυκτωρίες στέλνουν μήνυμα:
        «Ζήτω η αντίσταση, η εξουσία στους λαούς»
Τα μαύρα πουλιά έρχονται
         μα η ιστορία τους ετοιμάζει ματωμένο γάμο
Πως αλλιώς θα ξεγεννήσει το καινούργιο
              αν στα βουνά δε μοσχοβολάει αντάρτικο;

Την δική μας μοίρα εμείς θα την ορίσουμε 
Η δική μας μοίρα είναι ο ήλιος
                              που σηκώνουμε στην πλάτη μας,
είναι η γεύση της αλμύρας
                                        στην άκρη των χειλιών μας,
κι ένα ηφαίστειο στο στήθος μας
                                                  που βρυχάται έκρηξη
                               να βάλει φωτιά στο πευκοδάσος

Όχι δεν θα περάσουν τα μαύρα πουλιά
        δεν θα φωλιάσουν στα περήφανα βουνά μας
Εδώ μοσχοβολούν λάβα τα ηφαίστεια
                    και το όνειρο που καίει τα σωθικά μας
                          θα γίνει κραυγή να σχίσει τον αέρα
με το ψαλίδι του χελιδονιού
                                               με τη φτερούγα γλάρου
Είμαστε εμείς μια μυρμηγκιά λαού
                                                που χτίζουμε τον κόσμο
μ’ αγιόκλημα και γιασεμιά με ηφαίστεια και λάβα

Αναγνώστες

ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ

ekpoiisi@yahoo.gr

ποίηση στην εποχή της εκποίησης

ποίηση στην εποχή της εκποίησης