η ποίηση στην εποχή της

η ποίηση στην εποχή της

ΣΚΙΕΣ ΑΠΡΟΣΩΠΕΣ (Σάκης Στρογγύλης)

Πες πως προκύψαμε αιφνίδια εδώ

δίχως ονόματα και δίχως ιστορία...

Σκιές απρόσωπες σ’ απέραντα τοπία...

κάποιο τυχαίο δειλινό αρχές Σεπτέμβρη...

 

Σκιές απρόσωπες, πλανώδιες στη ρέμβη

κάποιου αγίου-λέει- που πέρασε απο ‘δώ

και στ’ όνομά του έχει χτιστεί το εξωκκλήσι...

 

Την ώρα αυτή που ο ήλιος γέρνει προς τη δύση

πισωφωτίζοντας λαθραία το βουνό

για να μπορούνε καθαρά να διακρίνονται

οι μυτερές του κορυφές και τ’ άγρια δέντρα

και σ’ ένα αόριστο ορίζοντα να ορίζονται

καθώς σκαλίζονται σαν σχήματα ακέραια

από καλέμι αόρατο στου κόσμου τον καμβά...

 

-Έλα κοντά και θα με δεις να σχηματίζομαι

από ένα μίγμα αρωμάτων και χρωμάτων

με το χρυσό περίβλημα της αντηλιάς...

Μόνο γι’ αυτό έτυχε ξάφνου να υπαρχώ...

γιατί σουρούπωνε και φύσηξε νοτιάς

κι ομοθροΐσανε οι φυλλωσιές αντάμα-

θάμα ήτανε και έμεινε κρυφό...

 

Μόνο για αυτό

πήρα ολόκληρος να γίνομαι...

γιατί κελάρυζε καθάριο το νερό

κι εσύ δειλά με κρυφοκοίταξες να γδύνομαι

για να πλυθώ ανυποψίαστος στο ρέμα

κι ήταν το βλέμμα σου ένοχο και ντροπαλό-

πόθος υγρός μέσα σε κόρες διεσταλμένες

που εντός τους άυξανα κι εγώ, διαστελλόμουνα

και σκαλιζόμουν απ’ τ’ αόρατο καλέμι

με το κατάφωτο επίχρισμα του ήλιου...

Περιγραφόμουνα σε στίχους ενυπνίου

νέος και μπρούτζινος για να μ’ ονειρευτείς

σαγηνεμένη, ολόδοτη κι επιρρεπής

να με καλείς

κρυμμένη πίσω απ’ τα φυλλώματα

για να σε πάρω ξαναμμένος επί τόπου

πάνω στις πέτρες, τα χορτάρια και τα χώματα

αποδομώντας μου το σχήμα του ανθρώπου

σε μίγμα διάχυτο χρωμάτων, αρωμάτων

κι αποσπασμάτων ιστορίας πιθανής

που όλο μέλλεται και όλο αποκλείεται

στ’ αναποφάσιστο του κόσμου πεπρωμένο-

 

όπου όλα υπάρχουνε μαζί και δεν υπάρχουνε

γιατί εκεί που συντελείται ο χωροχρόνος

δεν έχει μείνει πια κανείς να τα ονομάσει...

 

Μόνο το θαύμα να ξεγίνει αποκλείεται,

ο τόπος σείεται και αναδύεται

μέσα σου όλο μου το είναι ν’ αγαλλιάσει...

 

Μόνο γι’ αυτό έτυχε ξάφνου να υπάρχεις

γιατί μας βρήκ’ η νύχτα μες στο πουθενά

κι έγιναν θαύματα μεγάλα κι αφανέρωτα,

γιατί αχόρταγα σου κάνω ακόμα έρωτα

με την ορμή της απαρχής αυτού του κόσμου

και σκαν’ σαν έκρηξη μες στ’ άπειρο αξημέρωτα

από εντός μου

 του συμπάντου οι αχοί...

 

Μόνο γιατί με υποδέχεσαι εσύ,

γι’ αυτό αυξάνομαι και πολλαπλασιάζομαι

στα διαρκώς διευρυμένα όριά σου...

κι έτσι που σμίγουν η θωριά μου κι θωριά σου,

σαν ένα όν γιγαντωνόμαστε μαζί

και τη γραμμή ο ένας τ’ άλλου προεκτείνει

κάνοντας δίνη επιτόπια, συνεχή

γύρω απ’ του κόσμου τον πυρήνα που θερμαίνει...

 

Τρέμει και πάλλεται τ’ αόρατο καλέμι

και ανεξέλεγκτα τραβάει τη γραμμή

σμίγοντας δέντρα με κορφές, νερά και χώματα,

σχήματα ακέραια, χορτάρια, πέτρες, σώματα

απ’ άκρη σ’ άκρη κι από γή σε ουρανό...

Διατρυτό κεντάει με τέχνη στα τοιχώματα

αυτού του κόσμου το ανάμεικτο υλικό

και αδιαίρετα τα πράγματα ορίζει

στο μετερίζι αυτό

όπου όλα τ’ αφανέρωτα

ξεκαθαρίζει με ρυθμό...Σου κάνω έρωτα!

-έρωτα αχόρταγο ακόμα – σκέτο έρωτα

στου χωροχρόνου τ’ αδυσώπητο κενό

και του συμπάντου οι αχοί μας ονομάζουν.

 

...........................................................................

 

 

Κοντά ξημέρωμα και όλα ησυχάζουν...

κρατάει το τέμπο η κουβέντα η ψιλή

των μεθυσμένων γρύλων στο σκοτάδι...

 

Στο εξωκκλήσι ερημιά...περίπου τίποτα...

Καλό σημάδι!

Μέσα στο τίποτα εκκολάπτεται το πάν.

Κ ΕΝΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙ (Δήμητρα Σαμοΐλη (demi sam))

«Εγώ θα ζω πάντα πάνω στις σκάλες, στα καλντερίμια κ στα σκοτεινά σοκάκια.
Από ψηλά να κοιτάω έναν κόσμο που αργοπεθαίνει.
Κάθε μέρα να είναι μια γιορτή.
Κ κάθε πόνος μια υγρασία του τοίχου.
Εγώ θα ζω σαν στίγμα πάνω σε άσπρο δέρμα.
Αυτό που όλοι θέλουν να ξεφορτωθούν.
Κ εκείνα τα ταξίδια που δεν έκανα ποτέ, να με χτυπούν κατάμουτρα, γελώντας τρομολάγνα.
Εσύ να με κοιτάς από μακριά, χορεύοντας στου κόσμου τον ρυθμό.
Νομίζοντας πως όλα λύνονται με τυχάρπαστο θυμό.
Με ένα γάντι μαύρο κ τακούνι κόκκινο, πίσω από κάτι σκουπίδια να μιλάς.
Κ να πιστεύεις πως ότι σκουριασμένο, πέρα το πετάς.
Κ όταν νιώθεις μοναξιά, τότε εκείνο πάλι τραγουδάς.
Ένα παλιό ρεφρέν που έμαθες μικρή.
Κ η επανάληψη του σε έφερε εδώ.
Μία καταστροφή τόσο αγαπητή.
Εγώ μικρός κ άδειος, που να σε βρω.
Λιώνω στις τρύπες, δεν έχω τίποτα να πω.
Αν κάτι ήξερα από εκείνα τα παλιά
Είναι πως του κόσμου τούτου, νικάει η απονιά.
Να ψάχνω στίχους κ φωτογραφιες να κοιτώ.
Να με βουλιάζουν όλο κ πιο βαθιά.
Μέσα σε αρχέγονα κ τρύπια μυστικά.
Για έναν κόσμο που κρυφοκοιταει κ γελά.»

ΔΟΥΝΑΙ ΚΑΙ ΛΑΒΕΙΝ (Δημήτρης Π. Κρανιώτης)

Σκάψαμε με τα χέρια
το χώμα της ανάστασης
(μήτρα ζωής η γη
υιών και θυγατέρων)
ποτίζοντας ρίζες
που αλωνίσαμε
(δούναι και λαβείν
κατά φύσιν
κεκτημένα),
ξεθάβοντας νεκρούς
που αφορίσαμε
(δούναι και λαβείν
παρά φύσιν
τεκταινόμενα).

Αναγνώστες

ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ

ekpoiisi@yahoo.gr

ποίηση στην εποχή της εκποίησης

ποίηση στην εποχή της εκποίησης