Ο ουρανός,
δύο μισά
αδιάρρηκτα
ενωμένα
σε ενιαίο σύνολο.
Γεννιέται το
ερώτημα…
Αν το ένα μισό αφανιστεί
τότε τι θα ‘ναι τάχα
ο ουρανός;
25 Νοεμβρίου 2022
Ο ουρανός,
δύο μισά
αδιάρρηκτα
ενωμένα
σε ενιαίο σύνολο.
Γεννιέται το
ερώτημα…
Αν το ένα μισό αφανιστεί
τότε τι θα ‘ναι τάχα
ο ουρανός;
25 Νοεμβρίου 2022
Οι τραπεζίτες πουλάνε το νερό
σε λίγο και τα δάκρυά σου θα εμπορεύονται.
Οι συμμορίες του εμπορίου οι ωχρές
που της επαιτείας τους τριγυρίζουν αχυράνθρωποι
έχουν υπερβεί τα όρια του ξεπεσμένου ανθρώπου.
Δεν μπορεί
στο ανθρώπινο το είδος να ανήκουν
τέτοια όντα
του ακαταλόγιστου κνωδαλισμού.
Εσείς ιερείς
που ευλογείτε της ανομίας τους νόμους
εσείς δικαστές
που υπηρετείται τη διαρκή αδικία
εσείς στρατηγοί
που υποτάσεσθε στον απάτριδο απανθρωπισμό
εσείς φιλόσοφοι που μολύνετε τις ιδέες
με τις χρηματιστικά
συμφερόπληκτες τοποθετήσεις σας
εσείς επιστήμονες
που στο μηχάνημα αυτόματης ανάληψης
την επιστημονική σας δεοντολογία ξεπουλάτε
εσείς λαοί που τους δίκαιους αγώνες φοβάστε
αν και το άδικο ορόσημο είναι στη ζωή σας
ως πότε θα αφήνετε τα ευτελή των όντων
να κυβερνάν τη σκέψη σας στη κάθε μέρα
μετατρέποντάς σας περισσότερο πιο σκλάβους.
Μέρες της κρίσης έρχονται ανεπίστροφα
έγιναν καθρέφτης οι καιροί
τον εαυτό σας πάνω τους να δείτε
και ανασταίνονται οι εικόνες των ηρώων.
Κι αν άνθρωποι θέλετε να λέγεστε
το τελευταίο ιπποτικό το βήμα αποτολμήστε
που της ελευθερίας είναι το κλειδί
και η ισχύς του αδικημένου ανθρώπου.
*μπορεί να μεταφραστεί ελεύθερα σε οποιαδήποτε γλώσσα του κόσμου.
γνωρίζει ότι πρέπει να αλλάξει,
ξέρει γιατί πρέπει να αλλάξει,
ξέρει τι πρέπει να αλλάξει,
αλλά δεν ξέρει το πως…
τόσα χρόνια, το συνήθισε…
γι΄αυτό κ ανάσα δεν μπορεί να πάρει…
κ αν ακόμα γράφεις για κούκλες πορσελάνινες, σπασμένες σε γωνίες,
τον πόνο της εποχής να πιάσεις, που θέλει την κούκλα, ψηλά κ σε βιτρίνες,
αλλιώς στο κύμα θα χαθείς κ σύντομα θα ξεχαστείς
την προσωπική μου αγωνία, θέλω να αφήσω για κληρονομιά κ να την κάνω μέλλον. Αλίμονο σε αυτούς που ψάχνουν την αγάπη κ δεν αγκομαχούν αγαπώντας.
ίσως μια μέρα τα πάρω όλα αυτά κ τα κάνω ποίημα…
Πίσω από κοιμητήρια ηλεκτρονικά και από οθόνες
κρύβονται
οι άνανδροι που μέμφονται οι αιώνες
με
φόβο σόκ και δέος και ασφαλτοαίματο εικονισμό
ένα
φαυλοκράτη επιχειρούν ελεγκτικό
συντονισμό.
Δε
φτάνει όμως αυτό και με σύριγγες με βάματα με γάζες
τις
πολιτόσκορπες μαντρώνουν σε αστυκέντρα μάζες
που
κρύβονται σε τραμ λεωφορεία και μετρό
για
να ξεφύγουν από της << προόδου >> το συνολικό χαμό.
Κι
αστυσκλάβοι ζώα με αριθμούς στα κατεβασμένα αυτιά
αναβοσβήνουν
στο ρυθμό που επιβάλει η εικονική νυχτιά
μαντρόσκυλα
ευτραφή ζερβά δεξιά τους περιτριγυρίζουν
κι
αλλόφυλα ισχνά αδέσποτα στα πεζοδρόμια γυρίζουν.
Της
γης πέρα απ' την ιστορία ανιστόρητες
είναι οι μέρες
στης
λογικής απάνω τις ερημωμένες πια τις ξέρες
που
οι κάμερες του τρελωνύμου επιστητού τις καταγράφουν
κι
όσοι εναπομείμαντες σκεπτόμενοι καθέτως γράφουν.
Αρχέγονα συναισθήματα
ο τόπος σου
ο τόπος μου
εδώ ξεκινήσαμε και συ και 'γω
υγρό περιβάλλον
αλάτι και νερό
χώμα και βράχια
φύκια και άλγη
Έχει γαλήνη εδώ
Έχει ουσία εδώ
Έχει σιωπή, και μια ανάμνηση πικρή
Και εγώ μπορώ
μπορώ και θέλω
θέλω να σε συναντώ κάθε μέρα
έχω όλα τα πλούτη του Κόσμου εδώ
στο πέλμα σου
στο στήθος σου
στο βλέμμα σου
Δίας
Ανάβει απόψε Αποσπερίτης λαμπερός
το αχνόθαμπο της Ιερής της Χάλκης το καντήλι
κι ο Άρχων Μιχαήλ ο στρατηγός
στων μυστηρίων φωταυγεί τη φλόγα απ’ το φιτίλι.
Κι από τους τάφους πίσω του ιερού μ’ αγγελικά φτερά
παλιοί καθηγητές Ιεροδιδάσκαλοι ξυπνάνε
ίσκιοι που μπαίνουνε στην εκκλησία με τάξη με σειρά
και στ’αναλόγιο τη Νύμφια των Παθών ακολουθία αρχινάνε.
Στέκονται στα στασίδια των Αγγέλων οι χοροί
τάγματα μαθητών προαπελθόντων
και όσοι οι Μεγαλοβδόμαδοι του πάλαι οι Σταυροί
τόσες κι οι χώρες νυν των εν Κυρίω ζώντων.
Κι αρχίζει εν τω μέσω της νυχτός
Νυμφίου η έλευση του Εσταυρωμένου
μωρές παρθένες θλιμμένες στέκονται εκτός
σχοινί ανεμίζει παρακεί του κρεμασμένου.
Και << η ζωή εν Τάφω >> αντηχεί
σε έαρος το μυρωμένο τον ψυχόδακρυ αέρα
ένα αλεκτόρι φαναριώτικο ορθρινά λαλεί
καλώντας για μετάνοια της άρνησης τη μέρα.
Κι η Χάλκη Σταυρωμένη Παναγιά
τη λάμπρυνση λαών πώς την προσμένει
σε ένα << Δεύτε λάβετε το φως >> σαν μισμαγιά*
σε μια Αναστάσεως ημέρα ευλογημένη.
Άγγελος στον Πασχαλισμό την οδηγεί
με μυστική μια προσευχή Αθωνισμένη
κι εύχεται να ξανατρέξει των Αγγέλων νάμα η πηγή
να αναβλύσει πάλι η Ζωοδόχος η πηγή η αγιασμένη.
Xάλκη*= Βυζαντινό νησί των πριγκηπονήσων
Μισμαγιά*= κατάστιχο
Στο διάβα των ανθρώπινων αιώνων
χίλιες μύριες ουτοπίες
εκύλησαν
στις φλέβες
εξεγερμένων κορμιών
στο νου
επαναστατημένων
ανθρώπων
στα μεγαλόπνοα σχέδια
αλλαγής
του κόσμου
χίλιες μύριες ουτοπίες
μίλησαν σε
γλώσσες όμοιες
διαφορετικές
ακατάληπτες
μειονοτικές
επικοινώνησαν
συν-κοινώνησαν
διαφώνησαν
και συγκρούστηκαν
στο πώς θα ζωγραφίσουν
τον κόσμο
διαφορετικό.
Στο πέρασμά τους
συμπαρέσυραν
τυραννίες
δημοκρατίες
αδικίες
δικαιοσύνες και
θρυμματισμένα κορμιά
από ρουκέτες πολέμων
και βόμβες,
άμαχους πληθυσμούς
και στρατευμένες ψυχές
που λύγισαν
υπό το βάρος
της απομυθοποίησης.
Στον διάβα των
μελλοντικών
ανθρώπινων αιώνων
χίλιες μύριες ουτοπίες
πάλι
θα γεννηθούν,
θ ’απογαλακτιστούν
απ΄τα μυαλά
που τις γέννησαν
και τις έθρεψαν
και θα πορευτούν
τον δικό τους
πανανθρώπινο
δρόμο
διεκδικώντας
ξανά,
και ξανά,
ν ’αλλάξουν
την ροή του κόσμου,
την σκέψη των ανθρώπων
τον διάβα των αιώνων
ν’αναστήσουν
τις νεκρές ελπίδες
τα νεκρά κορμιά
το νεκρό νου
τη νεκρή ελευθερία.
Εύχομαι,
οι ουτοπίες ετούτες
που είναι στα σπάργανα,
που έχουν το τρυφερό
δέρμα
νεογνού
τη δύναμη των νιάτων,
την πυγμή
και την φαντασία
ανθρώπου ελεύθερου,
εύχομαι,
οι ουτοπίες ετούτες,
οι άπλαστες ακόμη,
οι τόσο εύθραυστες
κι επιρρεπείς
σε αναλήθειες
δόγματα
και τυραννίες,
να κρατήσουν το νου
διαυγή,
την ψυχή καθάρια
σαν κρυστάλλινο νερό
και την καρδιά
αλώβητη
από τις
χίλιες μύριες πληγές
που γεννούν
οι ανθρώπινοι
εγωισμοί.
Αχός βαρύς ακούγεται πολλά βλήματα πέφτουν
μα μήτε σε
γάμο ρίχνονται μήτε σε χαροκόπι
Δύο γαϊδάρων γάιδαροι τουτέστιν αρχιγάιδαροι
μαλώνουν και
σκοτώνονται σε ξένο αχυρώνα
το ποιος θα
πάρει πιο πολλά άχερα για πάρτι του
τους άλλους
αρχιγάιδαρους αφήνοντας απέξω˙
κι αφού δεν
τα κατάφεραν ήρεμα να μοιράσουν
συνεχίζουν
την πολιτική με τα πολέμου μέσα
μα την πληρώνουν
τ’ άχυρα που τα ποδοπατούνε.
Κι εμείς …
Σαν μέσα στα πίτουρα που μας τσιμπούν οι κότες
μοιραίοι κι
άβουλοι προσμένουμε ένα θαύμα ˙
να πάψουνε να
μας τσιμπούν και άθλια να μας λειώνουν ˙
είτε σαν
πρόβατα επί σφαγήν που δεν εβάλανε μυαλό
ψάχνουμε οι άμυαλοι
ποιος είναι τάχα πιο καλός
μαζί του για
να πάμε ˙ προστάτη να τον έχουμε
για να τον
προσκυνάμε κι ας μας ξυλοφορτώνει
και μας
αρμέγει αχόρταγα.
Μα πότε οι
λύκοι γίνανε προστάτες των προβάτων ;;
Μόνο την
τρίχα αλλάζουνε μα όχι και τη γνώμη.
Ως πότε
παλικάρια θα ζούμε στα στενά;
Καιρός να
εγερθούμε, καιρός να ενωθούμε
όλοι μαζί να
πνίξουμε γάιδαρους κι αρχιγάιδαρους,
λύκαρους και
λυκάκια που βρίσκονται τριγύρω μας ,
μέσα τον
αχυρώνα μας και κάθονται στο σβέρκο μας.
Αρχές του Γδάρτη και Παλουκοκάφτη 2022
ΧρΙστοΣ
Είμαι στα δεκαπέντε τώρα
απλωμένος στο
δωμάτιο
στα φυλλώματα
του χίλια εννιακόσια εβδομήντα τέσσερα
αιωρούμενος
ακροβατώντας
σκιρτώντας
τίγκα οι τοίχοι
με αφίσσες που τις έχω και μπλουζάκια
πλάι μου η
κιθάρα
ένα περιστέρι
πάνω στην κιθάρα
γύρω απ’ το
περιστέρι οι λέξεις Woodstok/Victory Peace & Music
τέσσερις λέξεις
που σημαίνουν μακριά μαλλιά σαν του Σαντάνα
που σημαίνουν
αμπέχονο
τζιν
και μεθυσμένη
Χάρλεϋ
κι Άντζελα
Νταίηβις
με το μαλλί
αφάνα
και την αγέρωχη
στάση της
με το ένα πόδι
απλωμένο
και το άλλο
κεκαμένο στο γόνατο
κι ας μην ξέρω
ποια
και τι ακριβώς
είναι η Άντζελα Νταίηβις
κι ας είναι να
περάσουν τρία ολόκληρα χρόνια
και να γίνω
δεκαοκτώ
για να μάθω ποια
και τι ακριβώς είναι.
Κι είμαι στα
δεκαπέντε τώρα
και πετώ
και χάνομαι
χωρίς αντιφάσεις
χωρίς υποψίες
αργεί πολύ η
ταραχή
η τρικυμία
η σύγκρουση
είναι ήπιο το
κόλπο ακόμα
είναι αφίσσες
στο δωμάτιο
γραφειάκι με
βιβλία σχολικά
το Λάθος του
Σαμαράκη
κι ο Μπάλος του
Σαββόπουλου
είναι τρανζίστορ
και ποδήλατο
το Βιετνάμ της
Φαλάτσι σε Βίπερ περιπτέρου
Δράση και
Φαντάζιο
ένα ταξίδι τρελό
τρελαμένο
με μουσικές και
Χίπηδες
πάνω σε Ντεσεβώ
και Σκαραβαίους.
Κι είμαι στα
χίλια εννιακόσια εβδομήντα τέσσερα
μικρός ακόμα
στα δεκαπέντε
λαχταρώντας να
διαλέγω τα ρούχα μου
τις ώρες έγερσης
και κατάκλισης
τη χρήση των
πτώσεων της γενικής σε «-ης»
και της γενικής
σε «-εως»
λαχταρώντας να
πιω κονιάκ
να καπνίσω σε
σκοτεινά κατώφλια
να ξεχυθώ
να ερωτευθώ
ν’ ακούσω τον
άνεμο των γεγονότων
μην κάνοντας
τίποτα
τον παραμικρό
κόπο να σκεφτώ
να μου περάσει η
ιδέα
αμυδρά έστω
πως κάποτε
ναι κάποτε
θα είμαι σαράντα
τέσσερα
πενήντα τέσσερα
εξήντα τέσσερα.