η ποίηση στην εποχή της

η ποίηση στην εποχή της

Φ Τ Ω Χ Ε Ι Α (Γεώργιος Βελλιανίτης)

                                          Βλέπεις  ματάκια  απορημένα.
                                          Ματάκια αθώα,  φοβισμένα,
                                          Ο  πόνος  των  μικρών παιδιών.

                                          Λύπη  στα μάτια  της  μητέρας.
                                          Απελπισμένος  ο πατέρας.
                                          Μαύρα  σημεία  των  καιρών.

                                          Παππούς,  Γιαγιά,  μέσα  στο  δάκρυ.
                                          Στέκουν θλιμμένοι  σε  μιαν  άκρη.
                                          Θρηνούν  προσπάθειες  ετών.

                                          Βλέπεις  τους  άστεγους  στο  δρόμο.
                                          Στα  μάτια  τους  διακρίνεις  τρόμο.
                                          Ποιά η  κατάληξη κι  αυτών.

                                          Καταγράφονται  αυτοκτονίες.
                                          Οργιάζουν  οι  συντεχνίες,
                                          απατεώνων  και  κλεπτών.

                                          Η  Πρόνοια  έχει  εκλείψει.
                                          Κάθε  ευθύνη  έχει  λείψει.
                                          Πειράματα  των  ισχυρών.

                                          Ποιοί  όμως  έχουν  την  ευθύνη;
                                          Η  Κοινωνία  έχει  γίνει
                                          Σύνολο  ζωντανών  νεκρών.

                                          Δεν  θα  αργήσει όμως  η  μέρα.
                                          Θα  κάνομε  τον  τρόμο  πέρα,
                                          λυτρώνοντας  τον  τόπο  αυτόν.

ΠΑΝΟΡΜΟΥ (Γιάννης Γερογιάννης)

Πριν πέσει η άσφαλτος
σ’ αυτή τη γειτονιά
είχε δυο δένδρα
όπου κούρνιαζαν πουλιά
με πέτρες παίζαμε, με χώματα, με σβώλους
κι ήτανε σπίτι μας, η αλάνα και ο δρόμος.
Ερχόταν τότε οι πλανόδιοι μουσικοί
τσιγγάνοι, γύφτοι και παλιοί περαστικοί
και τραγουδούσαν στις γιορτές μες στην πλατεία
κι έπαιρνε άρωμα και χρώμα η συνοικία.
Εκεί σε γνώρισα μια μέρα γιορτινή
χόρευες γέλαγες και έπαιζες κι εσύ
Μα δε στεριώνει μες στις λάσπες τ’ όνειρό μας
τα πήρε όλα και τα ρήμαξε ο χειμώνας.
Τώρα Πανόρμου έχεις στήσει μαγαζί
σ’ αυτό το πεύκο που βρεθήκαμε μαζί,
πουλάς καφέδες νοσταλγείς την συνοικία
μα δεν γυρίζει προς τα πίσω η κοινωνία.

ΠΑΡΑΤΑΣΗ (Χριστόφορος Τριάντης)

Στις κατηφόρες,
ψέματα γεννούν οι μασκαράδες,
για να δώσουν παράταση
στις ηδονές.
Και εύκολες απολαύσεις  στοχάζονται
στα παζάρια ,
μήπως και καταφέρουν
να χωρέσουν λίγες – ακόμη –
προφητείες περί ανατάσεως (των σωμάτων).
Είναι ο τρόπος  για ν’ αποδομηθεί
 – παράλογα – το μοιραίο,
προσφέροντας –αιτιατά- 
καινούργιες μεταμφιέσεις
στους  χαρακτήρες
(των κατατάξεων).
Μα , ετούτοι δεν άλλαξαν
(ούτε μια στιγμή) προσανατολισμό, 
έστω κι αν η τάξη καθυστερούσε
 (κάπως τυχαία)
τις εισβολές της ωριμότητας.
Παρέμειναν πιστοί στην τύχη,  άνευ σωτηρίας.

Αναγνώστες

ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ

ekpoiisi@yahoo.gr

ποίηση στην εποχή της εκποίησης

ποίηση στην εποχή της εκποίησης