η ποίηση στην εποχή της

η ποίηση στην εποχή της

ΑΦΙΞΗ (Δάρας Αλέξης)

Καλώς ήρθες στο φως!
Έκανες μακρύ ταξίδι ως εδώ
μα είναι εδώ που αρχίζει το ταξίδι.
Κυλίστηκες στα υψίπεδα της παιδικής σου ηλικίας.
Συνουσιάστηκες με τα σχήματα και τις μορφές.
Κολύμπησες στις βάθρες των συννέφων.
Μίλησες κι άκουσες, έδειξες κι είδες, πρόσεξες.
Εδώ μπαίνει η τελευταία ψηφίδα
στο τοπίο σου
πρώτο κομμάτι ενός νέου ψηφιδωτού.
Είναι όλα ιστορικά ήδη!
Καλπάζεις πάνω στης ερήμου το κορμί
που απ’ τους μαστούς της βύζαξες
κι έρχεσαι στο χωριό των φίλων.
Καλώς ήρθες!
Είμαι ο εαυτός σου.
Καλώς βρέθηκα!
Στον ίσκιο του δέντρου
πώς ευχαριστιέμαι τον αέρα που ανασαίνω
μέσα στο βυσσινί παλλόμενο ουρανό!
Είμαι ένα μ’ αυτό τον ουρανό της ειρήνης
τον έτοιμο να δεχθεί σμήνη αγγέλων
και ν’ ανθίσει λιγωμένος από ευγνωμοσύνη.
Γύρω πλαγιές, κοίτες, μονοπάτια...
Τι ξεχωρίζει αυτό απ’ το άλλο κι από μένα
σα νιώθω την ομορφιά
που βρίσκεται πίσω τους, την ολόκληρη;
Το φως που ξεπετιέται από παντού
σε πίδακες, το φως που βλέπει
τους ήχους που με ακούν και με οδηγούν.
……………………………………………
Μια θάλασσα βυθίζεται μέσα μου.
Μια θάλασσα επιπλέει στο φως σου.
Θεέ μου...
Πάντοτε έτσι ήταν και δεν το ’βλεπα;

ΑΠΟΔΗΜΟΙ ΕΑΥΤΩΝ (Β.Α.)

Γυμνά  κλαριά
κρυοπλαγιές
ντυμένες στις ομίχλες
όπου γιρλάντες τις φορούν
ποδόγυρους τις βάζουν
σαν σκόρπιες και αργόσυρτες τα λάγκαδα ανεβαίνουν
ψηλά να φτάσουν
τις λευκές κορφές να κατακτήσουν
ψηλές και φεγγαρόφωτες και κορφοανταριασμένες.
Μες τον καθάριο φωτεινό τον καθαρόχρυσο ήλιο
που κάνει χιόνι ολόασπρο λευκότερο ακόμα
δώρο του γέροντα Αντριά*
στη γέννα του Χριστού μας
και στράτα για το έλκυθρο καλόκαρδου Αϊ Βασίλη.

Κι όλα μιλάν μες τη σιωπή την παραπονεμένη
ξερολιθιά και χωραφιές
σχολειά και εκκλησούλες
και σπίτια έρμα
σφαλιστά
που δε θ’ ανοίξουν φέτος
παππάς να διάβει να ευχηθεί και να ξεπαγανίσει
με του Σταυρού το νήστεμα
Φωτών τα ουρανοίξια.

Απόρφανος
και πάντερμος απόμεινε ο τόπος
σαν τα ζερβά
που συντροφιά το γυαλοπάι* έχουν
κι  αητό λεβέντη των βουνών 
νυχοκρουσταλιασμένο
και μία θλίψη εκστατική
στ’ αγνάντεμα αφήνουν
στης χειμωνιάτικης καρδιάς την νεφελή εσπέρα.

Γενεές διαβήκαν
από δω
μέρες περάσαν χρόνια
σε τούτα τίμια τα φτωχά του χρόνου τα καγκέλια.
Με τ’ άστρα της ανατολής
μ’ αστερισμούς της δύσης
φεγγάρια καλώς ώρισαν
τους ήλιους χαιρετίσαν
την ταπεινή της Βηθλεέμ θυμιάτισαν ψυχή τους
σ’  ένα απέριττο λιτό  παλιό εικονοστάσι
λευκές πατώντας χειμωνιές
σε μάγων πάνω αχνάρια.

Με γέρικο καματερό τον τόπο τους οργώσαν
κακοχρονιά σαν τύχαινε
και σκούρτισμα* πολέμου
του χάροντα οι θερισμοί
των δυο λοιιμών οι γέννες.

Κι αντριωμένοι έζησαν κι ακρίτες
προσδιαβήκαν
φύλακες
άγιων αξιών της ιερής πατρίδας.

Μα άπληστο το ανθρώπινο
και φιλαργυροφίλο
και τ’ αργυρίου η τιμή ανέντιμο το κάνει
όπου σεβάσμια πατεί
ιερά τα βεβηλώνει
για της υπερηφάνειας την ματαιοδοξία

που ’στειλε τους απόγονους
σε πόλης καλντερίμι
να τριγυρίζουν
στα χλωμά τα βουερά σοκάκια
αιχμάλωτοι της σκέψης τους
πολιτισμού τα θύμα
ως να χαθούν
να ξεχαστούν
αγάλια για να σβήσουν
μες σε τσιμέντα ανάνθιστα
και σε μουντά μπαλκόνια
δίχως ποτέ να ξαναδούν της γέννας τους τον τόπο
των λωτοφάγων πια οι γιοί
της Χάρυβδης οι κόρες

Αντριάς*       =  Δεκέμβριος
Γυαλοπάι*    = Ανήλιος παγετός
Σκούρτισμα* = Λαχνός, κλήρωση

Μελιδόνι -4- (Λόη Βασιλική)

το ακόρεστο μάτι της ανάγκης
χάντρα στο προσκεφάλι σου
ανυπότακτη, μαζεμένη από τη σοδειά
τριάντα μη με λησμονεί χρόνων.
αμήχανος  πια στη άκρη της μέρας
που περίμενες , τα μικρά ντροπαλά άνθη
να θρέψουν την ανεπάρκεια
του πόθου σε πληρότητα

εξομολόγηση σώματος σε πράσινο φανελάκι
τοιχογραφία από χέρι άκρατης οινοποσίας
ρηχή διάλεκτος στο ύψος μιας σταγόνας
με παραλήπτη τα χείλη του αιθέρα
να μην λούζουν την προσπάθεια στο άπειρο
μένουν κόμποι στης χειραφέτησης τα άκρα
να ακονίζουν τις λέξεις στον ορίζοντα
βγαίνει η ηχώ ξεκούραστη το μεσημέρι
Από την ποιητική συλλογή «Μελιδόνι» της Βασιλικής Λόη, Νοέμβρης 2016

Αισθητική συμφωνία (Δημουλάς Χρήστος)

Κατήφοροι-ανήφοροι, ζέστη-κρύο. Όπως όλη μας η ζωή καλή μου. Αμέτρητες φορές, πάνω-κάτω οι ψαρότρατες μες στο γαλάζιο ουρανού και θάλασσας που χάνονται πέρα απ' τ' άνυδρα βουνοτόπια,που δεν λέει να φυτρώσει ούτε ένα δεντράκι. Τόση ηρεμία, τόση χαλαρότητα στο καθετί. Λες και ο χρόνος σταματά, λες κι όλα έχουν ελευθερία κινήσεων σε μια αισθητική συμφωνία των πάντων. Κάθε στιγμή ολάκερος πόθος μιας ζωής. Ηλιόσπαρτο πρωί μες στα στενά σοκάκια του νησιού κι όλα θυμίζουν σπαρμένη γη μαλάματα, με χίλιες αγκαλιές, χαρές που θέλεις να βάλεις στο τσεπάκι. Δική σου η χώρα με τα καλντερίμια αντάμα, όαση φρουρούμενη έναντι  των δοντιών του Τίποτα, που είναι καλά ακονισμένα. Μήτε να χρωστάμε κανενός κι ούτε να' χουμε παρτίδες με εικόνες του Ανούσιου, του Εφήμερου τις στράτες. Μήνυμα μου' στειλες, γεύσου καλά εκεί την ηρεμία, εδώ γεμίσαμε βάρβαρους, μα είναι που σ' αγαπώ πολύ για να σ' αφήσω μες στην αγκαλιά τους. Πολλές φορές είναι- όπως τώρα- που' ρχεται κείνη του φόβου η φωνή και βροντά ξανά την πόρτα της ψυχής μας.
Πολλά τα ονόματά της. Πρέπει την φωνάζουν πιότεροι. Ανάγκη την λένε άλλοι, κάποιοι τρέχουν να ξεφύγουν κι άλλοι πάν ίσια μες στην αγκαλιά της.
Κι ενώ η καρδιά ατρόμητη, φοβέρα δεν την πιάνει, λοξές ματιές πέρα-δώθε στα κρυφά πάντοτε τις κάνει. Ο Ήλιος τότε ντρέπεται κι ο Ουρανός δακρύζει, μα ευτυχώς κρατούν καλά κι οι δυο κι ο φόβος  γη δεν πιάνει. Ρίγανη ευτυχώς μυρίζει το σπίτι μας ακόμη, βασιλικό, θυμάρι, σκορπίζοντας θανατικό στου Τάρταρου τα βάθη. Γι' αυτό και συ αγαπημένη τίποτα να μη φοβάσαι, θάναι ωραία η ζωή σαν γένει σαν γιαγιά μ' ένα τσεμπέρι που γητεύει κάθε απογόνους. Άκου πέρα απ' τα ψηλά πλατάνια που κλαίνε για νερό, μια φωνή τα ξεβασκαίνει τραγουδώντας τους αντίστασης τραγούδι.
Και νά, δώρα τους γεμίζει ο αγέρας και δυνατή, γιοματάρικη καρδιά ν' αντέχουν. Και συ, όλο να λες να σηκωθείς και να σε βαστάνε κάτι πράματα ολότελα δικά σου. Μια σειρά άτολμων βιβλίων στο γραφείο,μπουκάλια νερό που αδειάζεις να μην πονάνε τα νεφρά σου κι ένα κομματάκι πλαστικός σωλήνας που πλέκει τα όνειρά σου τάχα με ελπίδα. Είναι σκληρό να κοιτάμε αντιφατικές εικόνες, τη μια το γέλιο να' ναι βασιλιάς στο έμπα της αυλής και την άλλη η λύπη ξαφνική βροντή, σαν τα μάτια των γερόντων της υπαίθρου όταν ξαναφεύγουν παιδιά κι εγγόνια για την πόλη. Οι αλληλέγγυες αγκαλιές μας τότε διαφυγή, καταφύγιο και σκήτη, μια κουβέρτα πού 'δωσαν οι φύλακες σ' εξόριστους παγωμένους.

Αναγνώστες

ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ

ekpoiisi@yahoo.gr

ποίηση στην εποχή της εκποίησης

ποίηση στην εποχή της εκποίησης