η ποίηση στην εποχή της

η ποίηση στην εποχή της

ΤΟ ΚΑΣΤΡΟ

Μια μάσκα ζωγραφίΖει με τις άπειρες όψεις του τρόμου.

Χωρίς φόβο δεν ζει η μοναξιά.

Κοίτα, οι ώρες πεθαίνουν ξέπνοες

κι ας κυκλοφορεί αδέσποτη μια ανάσα.


Τα νύχια της κουκουβάγιας χαλάρωσαν

κι ορκίστηκε να τη βρει.

Η αδέσποτη ανάσα, ήταν η γοργόνα με τα πράσινα μαλλιά, το κοραλλένιο στόμα και τα κόκκινα μάτια.

Το τραγούδι της έσωσε έναν Οδυσσέα και άλλαξε μια μοίρα.


Έζησε τις ιερές νύχτες στη φοβική πλευρά του χρόνου.

Μετά έσταξαν νότες στον αριστερό του ώμο.

Τώρα άκουγε πάλι τα υγρά μονοπάτια που τον καλούσαν στο κάστρο.


Η πέτρα έτριξε,

η πατημασιά χαράχτηκε,

στη πολεμίστρα ο άνεμος στάθηκε.

Τόσο καιρό γύρω του,

φαντάσματα αναζητούσαν τη σκιά τους.


Απόστολος της λήθης.

Ασφυξία

Ασφυξία


Αέρας δωματίου γεμάτος ανείπωτες λέξεις

Σιωπή


Σαν τις στιγμές πριν γκρεμιστεί ο κόσμος

Στην Άκρη του Κόσμου

Στο ξέφτισμα της άκρης του Σκοταδιού

Του Κόσμου της Αντανάκλασης


Φέγγει η Ακτίνα του Πυρήνα

Του Αγριμιού

Του Καθαρόαιμου

Η ΣΤΙΓΜΗ

ΠΕΣ ΜΟΥ ΓΙΑ ΤΗΝ ΣΤΙΓΜΗ ΠΟΥ ΤΗΝ ΜΑΤΙΑ ΚΑΤΗΓΟΡΗΣΕΣ.

ΠΕΣ ΜΟΥ ΑΝ ΤΟΛΜΑΣ.

ΠΙΣΩ ΑΠ ΤΗΝ ΝΤΡΟΠΗ ΕΙΝΑΙ Η ΧΑΡΑ.

ΨΑΞΕ ΒΡΕΣ ΑΝ ΤΗΝ ΑΞΙΖΕΙΣ.

ΚΡΥΨΕ ΑΛΛΗ ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΤΑ ΙΧΝΗ ΠΟΥ ΑΦΗΝΕΙ Η ΛΑΒΑ.

ΦΙΔΙ ΠΟΥ ΑΛΛΑΖΕΙ ΤΟ ΔΕΡΜΑ ΤΟΥ

ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΣΑΡΜΟΓΗ ΤΗΣ ΑΔΙΑΦΟΡΙΑΣ ΣΤΗΝ ΖΩΗ ΤΟΥ.

ΣΑΛΕΨΕ ΟΜΩΣ Η ΑΥΡΑ ΚΑΙ ΤΟ ΝΟΙΩΣΕΣ.

ΕΦΥΓΕ ΤΩΡΑ ΧΑΘΗΚΕ.

ΠΑΛΙ ΜΙΣΟ ΠΑΙΔΙ ΓΕΝΝΗΘΗΚΕ.

ΚΡΑΤΑ ΤΟ ΚΟΜΜΑΤΙ ΓΙΑ ΤΟ ΠΑΖΛ.

ΠΟΤΕ ΔΕΝ ΘΑ ΤΟ ΤΕΛΕΙΩΣΕΙΣ.

ΠΟΤΕ ΔΕΝ ΘΕΛΕΙΣ ΝΑ ΤΟ ΤΕΛΕΙΩΣΕΙΣ.

ΑΝΑΘΑΡΕΥΕΙΣ ΙΣΩΣ ΜΕ ΤΗΝ ΠΡΩΤΗ ΤΥΧΑΙΑ ΛΕΞΗ.

ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΟΤΙ ΔΕΝ ΞΕΡΕΙΣ ΤΟΜ ΜΟΡΦΕΑ,

ΔΕΝ ΘΕΛΕΙΣ ΟΜΩΣ Ν ΑΦΗΣΕΙΣ ΤΟΝ ΔΙΚΟ ΣΟΥ ΜΟΡΦΕΑ.

Γνώρισε ένα κορίτσι που αγάπησε τις πληγές του

Μπέρδεψε το σώμα του με το σώμα της

Και έκλεισε τα μάτια του γυρεύοντας αλλού φως


Γνώρισε ένα κορίτσι, ανάμεσα στους ανθρώπους,

Που άξιζε πελώρια χαρά

Κι άνοιξε μια τρύπα στην καρδιά του

Ω, Θεέ στείλε βροχή στην γη που περπάτησαν μαζί


Έφυγε όταν άρχισε να ανακαλύπτει το πρόσωπο της σε ξένα πρόσωπα

Και δεν έχει την χαρά να την θαυμάζει

Ω, Θεέ εκεί που είναι μην την αφήνεις να λυπάται


Γνώρισε ένα κορίτσι κι αγάπησε την θλίψη του

Όπως αγάπησε το γέλιο του.

Την άφησε να σκαρφαλώσει πάνω του όπως σκαρφαλώνουν

Στα δέντρα τα παιδιά


Έφυγε μα θυμάται ακόμα την τελευταία φορά

Που την είδε για πρώτη φορά

Θυμάται τα παιχνίδια που κάνουν στην άμμο τα παιδιά

Και οι ενήλικοι στο σώμα

Την αγάπη που δεν ξόδεψαν και τους συνοδεύει ακόμα

Θυμάται κι όσο λυπάται τόσο ευγνωμονεί

Με λύπη μετράει την χαρά

Στο χώμα ξαπλωμένος και κοιτάει ψηλά

σας δίνει το ελεύθερο

σηκώνω το δεξί, λέω χάιλ στήθος.

κλείνω τα μάτια, λέω χάιλ στόχος.

με τ’ αριστερό στην κοιλιά, λέω χάιλ σημαία.

και πυροβολούν αλύπητα.

κανείς δεν με βρίσκει.

εστιάζουν σε ό,τι λέγεται

—κακόφημη ανυπαρξία, αναίτιο κενό, μπλα μπλα—

και στήνουν στον τοίχο τις λεπτομέρειες.

εγώ όμως ζω

χορεύω χάος

με λένε Μωραλίνα, κι όμως αυτή δεν είμ’ εγώ.

σ’ έναν κάδο η καρδιά μου καίει τα ρούχα της.

για να σώσει η φωτιά της απ’ τα δακρυγόνα

ό,τι αξίζει.

κάπως έτσι αναπνέω.

πώς να το πω απλά;

μέσα στον κόσμο χάνεις

μόνο νύχτες.

πολη κυμα

Μεχρι χτες, τις νυχτες ηχουσαν μονο τα κυματα.

Σημερα: ενας ζουρνας, ενα ουρλιαχτο, κατσαρολικα,

μια μπαλκονοπορτα, ενα μηχανακι, ενα κορναρισμα,

ενα γαβγισμα, τηλεοπτικα προγραμματα,

μιση τηλεφωνικη (συν)ομιλια,

ενα τιναγμα αντικειμενου πανω σε καγκελο,

ενα "ελα ρε", νερα που σταζουν, μια φωνακλου,

ενα αγριο φταρνισμα, μια παιδικη φωνη,

σαγιοναρες που πλαταγιζουν σε μωσαϊκο,

ενα "α", ενα σκυλοτραγουδο, κι αλλο φταρνισμα,

ενα πιο επιμονο κορναρισμα,

ενα τετοιο ενα αυτο κι ενα ποκείνο

κι εγω στα κυματα δε μπορω να γυρισω πισω

αλλα τ' ακουω τα ματια μου οταν κλεισω.

Η μάνα ανάγκη

Ξεχύθηκε η λάβα της οργής

ανάμεσα σε υψωμένες γροθιές

και ανοιχτές παλάμες


Τι άλλο να πεις;

Έπεσε η σιωπή

Γι’ αυτό θησαύρισε

τη χαίνουσα πληγή

στη μνήμη

Μέχρι η ποίηση να σκαλίσει

το βυθό

οι ενάλιοι θησαυροί

να αναδυθούν

απ’ τους πολύχρωμους υφάλους


Η μάνα ανάγκη

πάντα θα στρώνει δείπνο μυστικό

με θαλερές ιδέες

ΠΡΟΣΕΥΧΗ

Κύριε ένα πρωί, στο μεσουράνημα το βλέμμα Σου

Έστρεψα το δικό μου και θαμπώθηκα

Απ’ τα χρυσάφια του οίκου Σου

Και από της λάμψεώς Σου την αντηλιά.


Άκουσε τη φωνή μου που σέρνεται, αιώνες τώρα

Στα λασπονέρια σαν τριγμός.


Είμαι το χόρτο και Συ το πνεύμα

Που ως άνεμος κυματίζεις

Τις άυδρες μέρες μου.


Είμαι η αναμονή που θεριεύει

Τις άωρες νύχτες ή τα ορφανά μεσημέρια

Του βίου και Είσαι, ο καθαρός αυλός

που αναπαύει την ακοή μου από τους κόπους.


Είμαι τα κόκκαλα το σκεύος και η σποδός

Και Είσαι το μύρο που ευωδιάζει τους τάφους.


Είσαι ο νάρθηκας που με ευθυγραμμίζει

Σε ευθύτητα ημερών

Και ισιώνει κάθε παλινωδία μου.


Είμαι ο τριγμός του κάθε φόβου

Και Είσαι το θρόισμα στις καλαμιές του λόγγου.


Είμαι το άνισο ον

Παλινωδώ, οδυνούμενος στην συντριβή

Φόβοι και σπαράγματα με έχουν διατρήσει

Κι ίσως να μ’ αγκαλιάσει μία του βλέμματός Σου ακτίνα

Σε θερινές οπώρες βλάστησέ με…


Κύριε είμαι συντρίμματα

Και Συ μαζεύεις τα κομμάτια μου

Την κάθε αυγή πεταμένα στους νερόλακκους.


Κύριε εγώ είμαι ο άγριος βίαιος άνεμος

Και Συ Είσαι ο θρόος.


Κύριε χωρίς Εσέ θα είχα χαθεί στην ερημία των πόλεων

Στην πιο ταραγμένη ώρα των ανθρώπων.


Κύριε είμαι το κανάτι που συντρίβεται

Και Συ το συναρμόζεις.


Κύριε είμαι το θολό μεσημέρι

Η άδεια νύχτα

Και Συ γεμίζεις με άστρα

Το άδειο

Και σκιάζεις τους πόνους του φωτός.


Κύριε είμαι τα μαρτύρια που κάθε μέρα μου δίνεις

Και Συ είσαι η δόξα μου.


Μα είσαι το πρώτο φως και σαν φως ξεπλένεις τα σκότη

Εσύ που είσαι το παρήγορο σκοτάδι


Κύριε είμαι μια βέργα απότιστη

Επέβλεψε Του βλέμματος Σου τη δρόσο

αενάως

Και εγώ θ’ ανθίσω

Κι ύστερα την πυρκαγιά

Ν’ αναληφθώ προς Εσένα

Όλος χρυσό.


Κύριε είμαι το βογκητό

Που παραμιλώ, έρμαιος σαν γυρίζω

Στην διαδοχή των ημερών και των νυχτών

Την άδεια, κι Είσαι το νόημα που σκεπάζει

Τους τραυλισμούς της αδέξιας φωνής.


Κι Είσαι η σιωπή που μου μιλά

Και που θωπεύει τα βάσανα των αυτιών μου

Και βαλσαμώνει τους τρόμους των ματιών.


Κύριε πύκνωσε τα βλαστήματα στους θείους αρμούς

Επισύναξε τη δρόσο Σου επ’ εμού

Να φύγει η μέρα η κοπιώδης η αστάλαχτη.




Κύριε είμαι η βέργα η απότιστη

Που Εσύ την εβλάστησες με την απρόσμενη χαρά

Και εξάστραψες το πρόσωπό μου λευκότερο χιόνος

Μέσα στου θέρους τις ανάλγητες ανηφοριές.



Στις δροσερές σκιές απογευμάτων

Κάμε το πνεύμα να φυσήξει Κύριε

Ανάλαφρο, όπως Εσύ γνωρίζεις

Και φέρε Κύριε ειρήνη, ειρήνη στις καρδιές μας.


Πατέρα που Εσύ γνωρίζεις τις ψυχές

Δείξε μου τόπο, καθάρισε τη μνήμη

Απ’ όλα μου τα μαρτύρια



Κύριε κι αν δεν απέλθουν τα μαρτύρια από πάνω μου

Στρέψε τουλάχιστον το βλέμμα μου

Στα φωτεινά τοπία Σου και στους ουράνιους αντικατοπτρισμούς

Του κόσμου που ετοίμασες γι αυτούς που όρισες

να σταυρωθούν προτού να λάμψουν.



Κύριε προστάτεψέ μου την προσευχή

Άστη νε άθικτη μέσα στο στήθος μου

Κι ύστερα λευτέρωσέ την

Απρόσμενα ωσάν πουλί

Στο ιδικό Σου ορίζοντα

Εκεί που θα λάμπει το πεπρωμένο

Αναστάσιμο

Μες τους ροδώνες του ανέλπιστου.

ΡΟΥΧΑ

Ξεβράκωσε τις ντυμένες ιδέες σου,

δώσε σε μένα τα γεννητικά τους όργανα

Να τα φάω να τα χωνέψω.

Αλλά είσαι δειλός και βλάκας

ποτέ δεν θα γυμνωθείς

πάντα με ρούχα βαριά

ντυμένος θα' σαι

θα τα φοράς όπως όλοι τους.

Όλοι αυτοί είναι πάντα φασκιωμένοι ζεσταίνονται, σκάνε

μέσα σε ποτάμια βρωμερού ιδρώτα

Γιατί έτσι το θέλησαν

οι άλλοι πέρα απ' αυτούς

Αυτοί που έχουν τα ρούχα.

Αναγνώστες

ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ

ekpoiisi@yahoo.gr

ποίηση στην εποχή της εκποίησης

ποίηση στην εποχή της εκποίησης