η ποίηση στην εποχή της

η ποίηση στην εποχή της

ΠΟΙΜΕΝΙΚΟ ΤΑΞΙΔΙ (Β.Α.)


Δέσαμε το μουλάρι μας
απ’ των αιώνων τα τραχιά ριζά
κάτω από αρχαίο χρόνο κοιμηθήκαμε
με τον παλιό τοξότη
σε δασό ανταμωθήκαμε
κι απ’ τις γεροντικές τις αντηλιές
το μονοπάτι πήραμε και κατεβήκαμε
ως τις παλιές φτελιές.
Χνάρι το χνάρι απάνω σκαρφαλώσαμε
μέχρι του λύκου τη φωλιά
σ’ απόμερη απόκρυφη μικρή σπηλιά
προγγίξαμε
μικρά αγριοπερίστερα
και ύστερα
ήπιαμε αυγές και δειλινά
στ’ αγαπημένα της ψυχής μας τα βουνά
φύσης τον πόθο λίγο να δροσίσουμε
τον αναμμένο
μέσα στο κατακαλόκαιρο
με το νεράκι της κρυόβρυσης στο πλώχερο
ντυμένο με νυχτιάς τα γνέματα
μες σε δασιά ισκιά πλατανορέματα
κι αλλού γεμάτο αστράκια
και απάνεμο τον πίναμε
όταν την πρωινή σελήνη σβήναμε
στο λυκαυγές της νέας μέρας
που ’φερνε  ο ακτινόφωτος αέρας
μαζί με το πρωτόλαλο πουλί
από του λόγγου την αυλή
κι απ’ της πλαγιάς τα άγια κυπροκούδουνα.
Κι αλοχωρίτικα και τ’ άλλα κούδουνα
μια νέα δημιουργούσαν συμφωνία.

Στις φυλλωσιές με τα κρυμμένα αηδονίσματα
πο’ πάνω στήσαμε εικονίσματα
τελώνιο του λάγκαδου
να μην το συντυχαίνουμε
σαν στρατοκόποι αλλαχού πηγαίνουμε
λεφτοκαρυές γκορτσιές κοιτάζοντας
και ποταμιές χωριά κι αυλάκια στάζοντας
σαν οδοιπόροι ανταμώναμε
κι όταν νυχτώναμε
πόσες μορφές τα θάμνα παίρνανε
κι οι κλάρες
από  τα κεδρά από πούρναρα από έλατα
που γέρνανε
σ’ ορίζοντες τους μυθικούς και μαγεμένους
και με τη δύναμη
της μυθοπλάστρας  της φυλής ιστορημένους.

Κι ακόμα το ταξίδι συνεχίζουμε
στης ιερής εκείνης της απλότητας ελπίζουμε
το αρχινισμένο το ταξίδι να τελειώσει.
Κι ύστερα μούλα νια να σαμαρώσουμε
σε νέο αιώνα
και την πραμάτια την καινούρια
να φορτώσουμε
για άλλες κορφές
για άλλες στρούγγες
άλλες ρούγες
εκεί ν’ αρμέξουμε
τα κάλυβα να κτίσουμε
με τ’ άστρι  το πρωινό να τα σκεπάσουμε
στου χρόνου μες στις στάνες
όλο να γυρίζουμε
με των βουνίσιων σταυραετών
τις τιμημένες
τις αθάνατες φτερούγες.

Κ Α Λ Α Ν Τ Α Π Ρ Ω Τ Ο Χ Ρ Ο Ν Ι Α Σ 2018 (ΧrIstoS)


(στους πολιτικούς αρχηγούς).

Από λαϊκή χορωδία

Εισαγωγή



Άργησα τα Χριστούγεννα

να βγω να σας τα ψάλω ˙

βρήκα τις πόρτες σας κλειστές

κι είχα εισπράξεις πενιχρές .



Γι αυτό για την πρωτοχρονιά

νωρίς θα σας τρατάρω

να σας προλάβω ανοιχτούς

μήπως και τα ρεφάρω.



Κι αν τότε σας τα έψαλαν

του έθνους οι ηγέτες

ο ‘‘Δίας’’ κι ο ‘‘Απόλλωνας’’

οι νεφεληγερέτες,

τώρα…

θα τους τα ψάλει ο λαός

σ’ ωραία χορωδία

τρίβοντας στα μούτρα τους

αιώνων κοροϊδία ˙

και …

θα τους τα ψάλει για καλά

να κλείσει η τραγωδία.



Πρόλογος



Τα κάλαντα που είπατε

τ’ ακούμε χρόνια τώρα˙

τώρα και μας ν’ ακούσετε

θαρρούμε ήρθε η ώρα.



Και θα τα πούμε λαϊκά

χύμα και τσουβαλάτα ˙

όσοι μας κυβερνήσατε

τα κάνατε σαλάτα ˙



σαλάτα μακεδονική

με δυο αυγά μελάτα

μη σας κοπεί η όρεξη

στα δείπνα τα χλιδάτα.



Κύριο μέρος



Αρχιμηνιά κι αρχιχρονιά

σπουδαίοι μας ηγέτες

που τη ζωή σας ζήσατε

αρχόντων υπηρέτες…



αρχιμηνιά και αρχιχρονιά

πουλήσατε κοψοχρονιά

τη χώρα την ομορφονιά

και ο μήνας έχει εννιά.



Καθίσατε επάνω μας

σαν την κακιά τη μόρα ˙ 

στον τοίχο μας εστήσατε

μας εκτελείτε τώρα ˙



να πάρετε σαν αμοιβή

αφεντικών διακρίσεις,

σε πονηρές off shor-ιες

μαύρες καταχωρίσεις,



λύτρα του ξεπουλήματος ˙

επαίνους και βραβεία˙

κι αφού εκαταργήσατε

την Κυριακή αργία,



βγάζετε τώρα στο σφυρί

τα σπίτια του κοσμάκη

χτισμένα με το αίμα του

και με ξερό ψωμάκι ˙



κι έχετε λάβει πρόνοια

εν πλήρη συμφωνία

να ξεπουλήστε μπιρ παρά

το μαγαζί γωνία.



Άλλα μας λέγατε πρωί

κι άλλα το ίδιο βράδυ

θέλοντας έτσι ύπουλα

να την ε βγάλτε λάδι.

Όμως…

τα ψέματα τελειώσανε

σας πήραμε χαμπάρι ˙

βρεγμένους θα σας κλείσουμε

σε καραβιού αμπάρι,



που θα σας πάει στ’ ανοιχτά

όλους τρελή παρέα,

όπως εκείνη η όμορφη

βάρκα του μπάρμπα Αντρέα



άμεσα αφού σαλπάρει ˙

το κρίμα να πληρώσετε

βαθειά θα σας φουντάρει

γιατί μας ξεπουλήσατε.





Τα ηνία θα σας πάρουμε

και για τη φρουτοπία

μόνοι μας θα σαλπάρουμε

στου Τομ την ουτοπία ˙



και πίσω μας αφήνοντας

μαύρη προϊστορία

θ’ αρχίσουμε να γράφουμε

αληθινή ιστορία ˙



χωρίς την εκμετάλλευση

ανθρώπων απ’ ανθρώπους

χωρίς πολέμους και στρατούς

χωρίς αφέντες και αστούς,



σε κοινωνία ισότητας,

γνήσιας αδελφότητας ,

πλέριας ελευθερίας

(κι όχι όπως της Τροίας…),



που σεις τη λέτε ανέφικτη

τη λέτε δυστοπία

μα είν’ η μόνη εφικτή

μοναδική ευτοπία….

ΛΟΓΙΚΗ ΚΑΙ ΕΠΑΝΑΛΗΨΗ (Χριστόφορος Τριάντης)

Σκληρές οι νύχτες.
Φωνές λογικής
ακούγονται από  παντού.
Στη γη σε θέλουν  καρφωμένο (σταθερά),
το είδος να διαιωνίσεις.
Υψηλή αποστολή των κανονικών ανθρώπων:
το ορθόν και λογικόν.
Παράξενο λένε όποιον του
λείπει η λογική.
Χαιρέκακα το ανακοινώνουν οι γέροι στα καφενεία
και οι γυναίκες
που ‘ναι  χορτασμένες
από έρωτα και τακτοποίηση
( το επαναλαμβάνουν).
Η επανάληψη έχει πάντα κάτι
το χρήσιμο (κι ωφέλιμο).
Ω , έλειψαν οι ουτοπίες
από τούτον τον κόσμο.
Και τους παράλογους
τους στοίβαξαν στους
ζωολογικούς σταθμούς
σαν θέαμα (αποκλειστικά)
για σχολεία
και καθωσπρέπει οικογένειες ,
με όνειρα κι αξίες (επαναληπτικά).

ΛΟΜΠΙ (Δραγούνη Βασιλική)

Ο τοίχος στην αίθουσα έχει μια κατεύθυνση
και μια διέξοδο. Εκτείνεται απεριόριστα,
ανεμπόδιστος από πόρτες.

Κανείς δεν περπατά εκεί. Η αίθουσα
είναι απέραντη. Μια σκιά προσπάθησε κάποτε,
μα ξεθώριασε στον τοίχο.

Το χαλί είναι πορφυρό με χρυσά κρόσσια
και το περίζωμα δεν έχει γρατσουνιές.
Τα δωμάτια πίσω από τις πόρτες
ήταν πάντα άδεια.
Υπάρχουν μόνο για τις ιστορίες.

Έτσι ήταν πολύ καιρό πριν.
Έτσι είναι και τώρα.

Νομίζω πως έζησα εκεί κάποτε
αλλά μόνο η μητέρα μου θυμάται
και δεν θα μου πει.

Να κι ο εαυτός μου στο τέλος του διαδρόμου
παίζει με τα παιχνίδια που ακόμα κρυφά
κρατώ προστατευμένα.

Νομίζω πως θυμάμαι.

ΜΕΓΑΛΟΙ ΝΑΠΟΛΕΟΝΤΕΣ

Όταν βρυχώνται λανθανόντων των καιρών οι λέοντες
και αναπλάθονται μεγάλοι Ναπολέοντες
με ψυχιατρισμούς κι άσοφα τεκτονήματα
πιασμένοι από οικτρά φτηνά ιριδονήματα

κάτι άσοφο πολύ έχει συμβεί στην πλάση
που κάνει και το παρδαλό κατσίκι να γελάσει.

Όταν τα υπόγεια ομαδηδόν ηλεκτρονίζονται
για να μπορούν τα ρετιρέ να ηδονίζονται
με ανοιχτή την πυγοπτυχωμένη σκέψη
τότε και συ καρτέρι  αστυσκλάβε για να φέξει.

Προσμένοντας μη δεις την  άσπρη μέρα
στου λυτρωμού την άδεια την ανέλπιδη γαλέρα.

Όταν σου τάζουνε καινούρια μια συνέχεια
για την παλιά αναμορφωμένη σου ανέχεια
λευτέρωσε τη φορτωμένη στην ψυχή σου τρέλα
κρατώντας του μυαλού σου την ομπρέλα.

Και το τραγούδι πες για τον καμένο πλάτανο
(με στόμφο με μεράκι με ρυθμό)
κι αύριο
( όλος χαρά)

ξαναχαιρέτα μας τον πλάτανο.

ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΠΟΙΗΜΑ

Κόκκινο έβαψα
τον ουρανό,
μέρες που μ’ έχασα
και μ’ απαρνήθηκα,
γελώντας αναίτια
τις έζησα.
Κόκκινο έβαψα
το νερό,
σε δάκρυα μ’ έπνιξα
και με διέσωσα,
ξεχνώντας τύψεις
με ξεγέλασα.
Κόκκινο έβαψα
το ποίημα αυτό,
με λέξεις μ' έσβησα
και μ’ ανέστησα,
γράφοντας μ’ αίμα
μ’ εκδικήθηκα.

ΑΝΑΜΕΤΡΗΣΕΙΣ

…από τους αδέξιους βηματισμούς…

Η αστέγαστη σιωπή και το φευγάτο βλέμμα,
κρυφή παραδοχή κι αστράτευτη εμπειρία.
Η αγανάκτηση, ανώριμη οργή και  ρήτρα,
αυτάρεσκη επινόηση, του φόβου αγυρτεία.
Σωριάσαμε τις μέρες μας ανώνυμες και υποτελείς,
μετρήσαμε τα χρόνια μας με σύμβολα και εποχές
και τώρα πώς ν’ αναμετρηθείς με  σχήματα και ίσκιους
και πώς ν’ αξιωθείς μακαρισμούς και προβλέψεις;

…στο ανένταχτο κρησφύγετο …

Οι παλιές μνήμες και οι ύστεροι αναλογισμοί,
γραφή επιθυμιών και ανάγνωση σοφίας.
Η προσφυγή στους ορισμούς και τις αριθμήσεις,
αίρεση αξιών και αντίστιξη ευθύνης.
Συνταχθήκαμε με αναλυτές και προφήτες,
αναρτήσαμε ιδέες ,αξίες και προτάσεις
και τώρα πώς ν’ αναμετρηθείς με μεταστάσεις
και πώς ν’ αξιωθείς την πρακτική της γνώσης;

…και τις απόκρυφες  ομολογίες.

Η χθεσινή επίσπευση, το κέλευσμα τ’ αυριανό,
επίγραμμα μοναξιάς και επιμύθιο ιστορίας.
Το δίλημμα, συνείδησης κενό και υποτροπή,
αφορισμού ανάκρουση, ανάγκη και μαρτυρία.
Πορευθήκαμε με προτεραιότητες και ανιχνεύσεις,
στασιάσαμε με σύνδρομα και αμφισβητήσεις
και τώρα πώς ν’ αναμετρηθείς με τη δεσποτεία του χρόνου
και πώς ν’ αξιωθείς τη λύτρωση της υπέρβασης;

ΤΙ ΚΡΙΜΑ ΝΑ ΣΕ ΛΕΝ ΛΕΝΩΡΑ!

        Μ' ένα μουνί στη θέση της καρδιάς πορεύομαι
                                                                        ασταμάτητος στη θέση μου σταυροπόδης
Χαϊδεύω το ξεβρασμένο σίδερο της θάλασσας
Η αλμύρα είναι οι πόνοι απ' τα κρίματα
                             Κρίμα που είμαστε διαφορετικοί
                             Και κρίμα που σε αγαπάω
Στης θάλασσας λοιπόν τα κύματα δακρύζεις τ' ακουμπάω
                             Κρίμα να σε καρφώνουνε στα νερένια σχεδιαγράμματα νυμφουσών
σα πλαίσιο σε κάθε εικονοστάσι
                    μέσα σου να ζουν νεκροί
                                                        διάφοροι
                                                             αγαπημένοι
Κρίμα να 'χεις όνομα ψυχή κατεργασμένη
                                    
Καθαγιάζοντας τα φυσικά φαινόμενα
Οι κάμπιες που 'στειλα σε αυτοκτονία
και τα δεκάδες μυρμήγκια που οδήγησα κι αυτό το καλοκαίρι στον πνιγμό
οι εκατοντάδες που τρόμαξα με το όρμηγμά μου
και οι χιλιάδες που λάθος μου να αγαπάω
                                    σαλπάραμε για ένα ταξίδι με ακαθόριστο τον προσανατολισμό
Κρίμα που χανόμαστε
                                         πριν ακόμα συναντηθούμε
Και κρίμα που 'σαι ελεύθερη
                                     λένε η ώρα
                                        λαιμού
                                           λυρί στεντόρια
                                                    Λενώρα!
Δεξί δάχτυλο στη πληγή πασαλειμένο
                                     λένε η ώρα του αναστεναγμου
είναι η πιο κρυφή η ώρα
Και τα παρακλάδια σου
                                         Μοσάντ, Τζεκιθράν, ο Φουσφορίλος ο γλυκός σατανιστής
Στα νησιά που θα κατακοιμήσουμε τις νύχτες
                                                                          υπνοβατόντας πάνω στις σελίδες
                                                                                    η ελευθερία μας
                                                                                                                                      Γυρίζει
                                                                                                                             Η Γη Γυρίζει
κι ο πλανοδόχος ακαθόριστος κι αυτός να πρασινίζει
                            την καρωτή τη ρίζα του
Το σκοτάδι λατρεύει το χρώμα
                                                        και τα άστρα
                                                        κρατάνε αυτό που παίχτηκε μεταξύ μας
                                                        κάρτα Ταρώ διπλωμένη τετράκυς
                                                        ζαρωμένη γέρικη υποστήριξη
                                                        στο τραπεζάκι
                                                        που χύνουμε τις ρακές μας
                                                                                                         στην Άβυσσο.

ΔΙΣΤΟΜΟ- ΕΝΑ ΠΟΥΛΙ ΠΟΥ ΤΟ ΛΕΓΑΝ ΑΡΓΥΡΗ

Πολλά σύννεφα  λίγα δέντρα
στα πουλιά στήσαν ενέδρα.
Μετά τη τελική κραυγή απλώνεται  η σιωπή!
Είν’ του Διστόμου η μυρωδιά
παιδιά που χάσαν την αγκαλιά
και αναστέναξαν βαριά
κι αναστενάζουνε βαθιά.
Τι τύχη είχε ένα πουλί
το βόλι δεν το είχε βρει
και πέταξε πολύ μακριά
για το Χορτιάτη και τα Καλάβρυτα.
Συνάντησε ήλιους σβηστούς
μαύρα ρούχα, δακρυσμένους αετούς
και μια αγέρωχη καρδιά
που κρατά ακόμη ψηλά
το πείσμα και τη λευτεριά!
Δεν άντεξε άλλο το πουλί
και πέταξε για τη ζωή
σ’ ένα αδέσποτο καράβι
κάθισε πάνω στο κατάρτι
τα μάτια του να ξεκουράσει
απ’ την βροχή την αρμυρή
πριν σε καινούριο κόσμο φτάσει.
Χρόνια μακριά στην ξένη γη
η θύμηση μοναδική
που του παγώνει την ψυχή
βαθιά το τρώει η επιστροφή.
Ο κόσμος του χαμογελά
μ’ ένα μειδίαμα απαντά
και χρώματα απ΄ την ίριδα
μες τη ζωή του αναζητά.
Κι έγινε τ’ όμορφο πουλί
ένα μικρό γλυκό παιδί
είναι ο Αργύρης που περνά
μες του Διστόμου τα στενά
κι όλο χαμόγελα σκορπά!
Ένας κυκλικός χορός απόψε αρχινά
είν’ του σαράντα τα παιδιά
σήμερα θα ‘ταν γηρατειά.
Είναι των πουλιών  λαλιές
που χάθηκαν με τις κραυγές!
Ζωή σαν φύλλο μες την βροχή τρέμεις
κλωθογύριζε στον ιστό της ανέμης.
Εμείς σε δοξάζουμε όσο μπορούμε
κι απ' του πελάγου την δίνη
θε να βγούμε.

Μελιδόνι -2- (Λόη Βασιλική)

για κείνους
το κυνηγητό της πεταλούδας
σε θόλους πλαστικούς
αφάνταστους
για άλλους
το αργό κύλημα του χρόνου
στις αρθρώσεις των στιγμών
που θα φέρουν μισάνοιχτα χείλη παιδικά
δαγκωμένα ώριμα σταφύλια

κάθε τρίωρο δαντελένιο
από το μπαούλο της αμνησίας
απλώνεται στης αντοχής το λαδωμένο σώμα
που κιτρινίζει ακόμα περισσότερο
τυπογραφικό λάθος ενός σακάτη χρόνου
στην ηρεμία
οι καστανές διακυμάνσεις του απρόβλεπτου
και η καμπύλη του προσώπου σου
αποθηκεύει γλυκύτητα στα βάζα του λεπτοδείκτη

Αναγνώστες

ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ

ekpoiisi@yahoo.gr

ποίηση στην εποχή της εκποίησης

ποίηση στην εποχή της εκποίησης