η ποίηση στην εποχή της

η ποίηση στην εποχή της

Παρακμιακός

Χορεύεις σαν μυστικιστής

κάτω απ’το αστρικό ντισκοφώς,

στροβιλισμένος από μια μουσική

που δεν αγγίζει καθόλου το πάτωμα,

αφουγκράζεσαι κάθε νότα

σαν κυρτωμένη λεπτομέρεια,

κάθε νότα κυματίζει αργά

μες στη στροφή σου.

Κι όσο εσύ προσπαθείς

να εισπνεύσεις ότι νιώθεις,

να θυμηθείς το ανθεκτικό

υλικό που είσαι φτιαγμένος,

αυτοί κάθονται ακίνητοι

εραστές της ζωής μπροστά σου,

με μάτια καρφωμένα

στο τραχύ γύρισμα σου,

κι όταν εσύ τους κοιτάς αγριωπά,

κι ο κόσμος λαμπυρίζει

απ’τους χρυσοπράσινους

κόκκους των ματιών σου,

αυτοί σπάνε στα δυο το κεφάλι τους

και σηκώνουν τα τούβλα του μυαλού τους,

χτίζουν τοίχους διαίρεσης προβάλλοντας

τη μορφή της καταστροφής σου.

Μέχρι να σε πετάξουν πιο χαμηλά,

πίσω απ’το διπλό σκοτάδι,

πίσω κι απ’τη σκιά σου,

αφανής, και ήσυχα καθισμένος,

στη καρέκλα της γωνίας

είσαι ακόμα ο τιμωρημένος.

Η ζωωδία του τετριμμένου

Με τη χαίτη ολόρθη

καλπάζει

στις λεωφόρους, η ζωωδία

Στην πρωινή καταχνιά

θολώνουν οι ματιές μας

Αφού οξειδώνεται, στην ψυχή

του ανθρώπου

το άγουρο όνειρο

Σπρώχνει η ανατολή

το σαρκίο μας

στη λαιμητόμο

Όταν, κατεβαίνοντας

στις υπόγειες

διαδρομές

της ημέρας η θυσία, η πρώτη

Πόσο γνώριμη αλήθεια

η πικρή γεύση

της αλλοτρίωσης

Συνθλίβεται η φαντασία

στο τετριμμένο

Καθώς σφραγίζεις ολημερίς

το αδιάφορο

Ανεξίτηλο το σημάδι

της μαχαιριάς

Απ’ τη βαθιά πληγή

της ματαιότητας

Δραπετεύει η ζωή

μπρος στην ανία

Σαν επιστρέφεις ανεκποίητο,

το τάλαντο

της δημιουργίας


Μας γνωρίζω από το πάθος που με βία σπάει τη διαφθορά, μας γνωρίζω από το όραμα για ελευθερία.

Στους Έλληνες πολιτικούς

Εσείς εκεί κάτω με τα μεγάλα προδομένα μάτια,

χωρίς εκείνη τη φωτιά που ανάβει

η πρώτη σπίθα της ανατολής,

με τα μεγάλα βήματα

που πατήσανε πάνω

σε δικά μου προδομένα

χνάρια,


θέλω να δω πώς


θα αποσυνθέσετε την ταυτότητα μου,

θα αποκοιμίσετε την ενόχλησή μου,

θα τρίξετε τα δόντια στην τέχνη μου,


πώς θα κλείσετε τα αυτιά μου στα ριζίτικα τραγούδια,

πώς θα μου κλέψετε το φιλότιμο και τη ζεστασιά.


Θέλω να δω πώς


θα ανοίξω διάπλατα τα μάτια μου στην ιστορία,

θα ανασυνθέσω την ιδεολογία μου,

θα αγαπήσω τη χώρα μου ξανά,


πώς θα υπερβώ το άδικο

που χρόνια πάνω μου

έχει κολλήσει।


Δ ε ν θ έ λ ω ν α δ ω


πως θα με κάνετε να μισήσω την πόλη μου,

θα με διώξετε από δω,

πώς θα με βάλετε άσπρο φονιά

στα μαύρα, κίτρινα

καφέ παιδιά.


Θέλω να σας δω γυμνούς να αναρριγάτε

ένας ένας εμπρός μου,

κι ο ιδρώτας όλου του κόσμου

να σας ζεστάνει,

για τελευταία φορά,

μέχρι να κοκκαλώσετε απ’το κρύο

που μας πεθαίνει.



Θέλω να σας δω γονατιστούς

μπροστά στην ιερή ελιά,

να σκάβετε με τα νύχια σας

έως τη σάπια ρίζα—


να εκκαθαρίσετε την εκκλησία,

να γεμίσετε τα άδεια ταμεία,

να ελευθερώσετε την παιδεία,

να φέρετε πίσω τον πολιτισμό.


Να φέρετε πίσω την Ακρόπολη.


Να μπαίνω με το φως του φεγγαριού,

να ζωγραφίζω με τα καθημερινά μου δάχτυλα

τις γκρίζες πολιτείες, της ανελέητης οξύτητας

το σκουριασμένο ήλιο, τη θάλασσα, τη θάλασσα,

το δάσος με ελάχιστα μωβ και μαύρα δέντρα,

το θεό βαθιά καρφωμένο στο μπλε ουρανό,

τη βροχή που βιάζει τα μάτια, δυναμώνοντας

το βλέμμα μου προς την Αθήνα.


Μην με κρίνετε άλλο ως αμελητέα ποσότητα—


θα σηκώσω το βλέφαρο,

θα θυμηθώ

πως δεν κοιμόμουν—

μια μεγάλη σιωπή,

ένας τεράστιος συνειρμός,

ένα κύμα που με σπρώχνει,

ένα ρεύμα ηλεκτρικό χωρίς το σήμα

του κινδύνου.


Μέρα ή νύχτα ένα κρυμμένο δρεπάνι

πάνω από τα κεφάλια σας.


ΔΙΑΛΕΙΜΜΑ

Στη μαύρη οθόνη μιας στιγμής,

πριν το διάλειμμα για διαφημίσεις,

είδα την άφτρα του τσιγάρου σου,

ν’ αναπνέει για μένα.

Μα ήταν ακόμη ένα διάλειμμα.

Μες τα γαλάζια μάτια σου,

νοιώθω μάταια ζωντανός.

Η ζωή, στη μαύρη οθόνη μιας στιγμής,

πριν το διάλειμμα για διαφημίσεις,

Θυμίζεις τη γριά,

που με ξεγέλασε στη πλατεία των Ανέμων

κι αγόρασα λαχείο, με λήγοντα μηδέν.

Διάλειμμα ελπίδας,

ως τη κλήρωση,

άλλωστε ποτέ,

δεν κοιτώ τον κατάλογο διανεμόμενων κερδών.

Σαν άφεση αμαρτιών,

η μαύρη οθόνη μιας στιγμής,

πριν το διάλειμμα για διαφημίσεις.

Μετά από ένα σύντομο διάλειμμα,

επανήλθε άγονος ο χρόνος,

ή μήπως

πέρασε καιρός;

Είναι δύσκολο να καταλάβεις,

όταν μετράς τη ζωή με τα λεπτά,

που διαδέχονται, ίδια, το ένα μετά το άλλο.

Σαν διαγραφή μνήμης,

η μαύρη οθόνη μιας στιγμής,

πριν το διάλειμμα για διαφημίσεις.

Αναγνώστες

ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ

ekpoiisi@yahoo.gr

ποίηση στην εποχή της εκποίησης

ποίηση στην εποχή της εκποίησης