η ποίηση στην εποχή της

η ποίηση στην εποχή της

ΤΟ ΟΤΟΣΤΟΠ

Στα ακαρνανικά βουνά το punto μου οδηγώντας

(θαρρώ πως στα ιταλικά punto θα πει «τελεία»),

στα ακαρνανικά βουνά, συχνά με σταματούνε

για να τους πάρω μέχρι το χωριό τους

ή και το δρόμο τους απλώς να λιγοστέψω.

Άλλος (ή άλλη) κουβαλά ένα δεμάτι φρέσκο

χορτάρι για τις γίδες του. Άλλος ένα δεμάτι

κλάρες ξερές ή και χλωρές το φούρνο να ταΐσει.

Άλλος ένα σακκί κουκιά, φασόλια ή καλαμπόκι.

Άλλος πεπόνια ή καρπούζια, άλλος τίποτε.

Κείναι κι αυτοί που κουβαλούν τον ουρανό.

Όλοι σαν μπουν στο αμάξι μου βάζουν και το φορτίο.

Μόνο αυτοί που κουβαλούν τον ουρανό

μόνο αυτοί δεν βάζουνε μέσα και το φορτίο.

Αφήνουνε τον ουρανό πάντα εκεί απέξω.

Κι όταν θα φτάσουν στον προορισμό τους

όταν κατέβουν απτο αμάξι μου

φορτώνονται τον ουρανό, ξανά, και συνεχίζουν.

ΕΓΩ ΚΙ ΕΣΥ … ΕΜΕΙΣ

Εγώ κι εσύ, κι εσύ, κι εσύ … εμείς

εμείς που γεννηθήκαμε χωρίς να μας ρωτήσουν

γίναμε μάρτυρες μιας αβύσσου ... την κοιτάξαμε

και τρομάξαμε !

ένα κερί ανάψαμε να γίνει δίαυλος μεταξύ μας .

Μα το κερί λειώνει … τελειώνει…


Και πάλι νυχτώνει και πάλι το σκοτάδι δεν έχει αυγή

για σκέψου γίναμε το ενυδρείο που του κλέψαν

το νερό …

Όμως μη μασάς εσύ κι εσύ κι εσύ δες τη φλόγα στο

τζάκι που φουντώνει , στο λέει το κούτσουρο ελιάς

άκουσέ το : κι αν έρθει η άπονη στιγμή να γίνω

στάχτη θάχεις κάτι να σου θυμίζει ότι η φλόγα ήταν

κάποτε φωνή, μια φωνή σημαίας!


Αργά αργά , δειλά δειλά ας σηκώσουμε αυτή τη

σημαία που θα φανερώνει ότι τίποτα δεν πεθαίνει …

φιλι πολέμου

μικρε μου πολεμιστη

σε φιλησα

πριν τη μαχη

το κρασι σου θα περιμενω

ωριμο

να με ξαναμεθυσει

οταν θα λαμπεις ξανα

πανω απο το (τ)ελος

του παρελθοντος σου

ΠΕΡΙΠΑΤΟΣ ΣΤΙΣ ΜΝΗΜΕΣ

Θωρρείς τις μνήμες που μου γνέφουν

παλιά συμβόλαια αγάπης

αποτυπώματα να μοιάζουν

στις κρύες φλέβες να φωλιάζουν …

χρέωσέ τες στο νερό που τρέχει, τρέχει

για να σβήσει

ότι ζωγράφισε ο πόνος

της πνοής την πρώτη δύση


όμως κι έτσι θεριεύει πάλι μέσα μου

το παρελθόν στις αξέχαστες ώρες

σε ένα ταξίδι ζωής, έτσι για να γνωρίσω εμένα

φωτιά και θάλασσα σ’ απέλπιδες φιγούρες


μίλα σιγά, ψιθύρισε αν θέλεις

μήπως ξυπνήσουν απ’ το λήθαργο της τρέλας

μίλα σιγά, μη φύγουν και μ΄ αφήσουν

μόνη εξόριστη σε ξένα χέρια


θωρρείς ότι θωρρώ … ακούς ότι ακούω

ζάλη να είναι ο καιρός

στο πέρασμα της νιότης

οι μνήμες σαν περίπατος σε σώμα κουρασμένο ….

ΕΝΥΔΡΕΙΟ ΑΣΤΡΩΝ

Οι νύχτες άθικτες

Από σένα

Θα παραμείνουν άγνωστες ορφανές και θερισμένες

Απ τη λάμπα του δρόμου.

Αιώνια έσταζαν φως τ άστρα

Στα ρείθρα των εποχών

Μέχρι να μαζευτεί το χρυσό

Για τα μνήστρα που κατεργαζόσουν, άθραυστα.

Από κει κι ύστερα

Οι νύχτες οι επόμενες κλείστηκαν

Μέσα σ ένα σώμα κέρινο

Και ένα ενυδρείο με άστρα..

Αναγνώστες

ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ

ekpoiisi@yahoo.gr

ποίηση στην εποχή της εκποίησης

ποίηση στην εποχή της εκποίησης