η ποίηση στην εποχή της

η ποίηση στην εποχή της

ΠΡΟΚΛΗΣΗ

                                                            Η  όποια   πρόκληση
                                                  φέρνει  απόκλιση
                                                  απ'  την  πορεία.


                                                  Γιά  να  σταθείς
                                                  θέλεις  εκπαίδευση
                                                  καί  εμπειρία.
                  
                                                  Κάποτε  όμως
                                                  μένεις  αμήχανος
                                                  με  απορία.


                                                  Δεν  είναι  εύκολο
                                                  να  διατηρήσεις
                                                  ισορροπία.


                                                  Πολλές  προκλήσεις
                                                  δείχνουνε  λύσεις
                                                  απατηλές.


                                                  Ο  νούς  γυρίζει.
                                                  Κάτι  βουίζει
                                                  σίγουρα  λές.


                                                  Το  θέμα  ζύγισε
                                                  με  ηρεμία
                                                  καί  ψυχραιμία.


                                                  Δέξου  την  πρόκληση.
                                                  Στάσου  αγέρωχα.
                                                  Δές  πού  βαδίζεις.


                                                  Να  μη  λυγίζεις.
                                                  Στάσου  υπεράνω.
                                                  Πές  δεν  τα  χάνω.


                                                  Στο  τέλος  πάντα
                                                  αποφασίζεις
                                                  ό,τι  αξίζεις.

Πρόζα μεγαλόπολης


Τα ανομολόγητα πάθη δεν χρειάζεται να αποκαλυφθούν,
Είναι πιο όμορφο να ταλανίζουν τα κεφάλια μας
Σαν άυλες αύρες αέρινων φυσημάτων στις φαβορίτες...
Κρυφοκοιτάζοντας τα πεταχτά βλέμματα των περαστικών
Αναμεταξύ των,
Από πεζοδρόμιο σε δρομάκι και από αμάξι σε ποδήλατο,
Χάνεται ο λογαριασμός, από τις σκέψεις που δεν ονοματίζονται...
Οι αγάπες και οι έρωτες ωσάν ρήματα
Ρημάζουν κάθε στιγμή τα λεκτικά συναισθήματα∙
Μόνον ο πόθος με την αέναη τριβή του με το πάθος
Χαρίζουν ειλικρινείς διαφορές στις διαπροσωπικές σχέσεις...
Ω! μα την εμπνευσμένη και πολλάκις μεταφρασμένη ειρωνεία...!
Η αγάπη δεν προτρέπει,
Μονάχα αντιπαραβάλλει-
Ο πόθος σπρώχνει με πάθος για έρωτα,
Όπως θα προχωρούσε μία χελώνα, ειρωνικά:
Δευτερόλεπτο και βήμα,
Ώρες και εκατοντάδες βήματα...
Με υγρά φιλιά,
Που δροσιά τους είναι τα λιωμένα ακατέργαστα διαμάντια,
Οπόταν ο/η σύντροφος διψάει.
Και βουτάει η γλώσσα της συν-αίσθησης
Σε πιο απόκρημνες και βρώμικες από το έρεβος
Λιμνάζοντες σκέψεις-
Σαν αυτές, που εκ των πραγμάτων,
Αναγκάζουν μονάδες χεριών να κουκουλώνονται,
Παλλόμενες κάτω από τα σκεπάσματα,
Τις σκεπές,
Τα τραπέζια,
Τους κόρφους,
Ενώ χείλη θα δαγκώνονται.
Σαν και εκείνες, που εκ των πραγμάτων,
Αναγκάζουν στόματα να στερεύουν σάλιου
Μόνο σε ελάχιστες συζητήσεις,
Μακριά από ματιές ρουφιάνων,
Αστικών θυμάτων,
Καλοθελητών,
Μακριά από την επαφή των τετριμμένων,
Ενώ μώλωπες πραγματεύονται την αντίθεση.
Ο ποιητής, αυτήν την στιγμή,
Τρέχει στου κορμιού του την ρωγμή.
Μόλις περάσει το φαράγγι της ύπαρξης αυτής,
Θωπεύει τα πνευμόνια του,
Τα ξεπεζεύει
Και αρκείται στο να μην συνεχίσει ουτωτρόπως.
Τρυπάει τους πόρους του με την πένα
Ή
Σφίγγει θηλιά προτάσεων γύρω από τον λαιμό του
Ή
Και τα δύο μαζί∙
Ασφυκτιά και
Σπαρταρά
Στο μείγμα 
Από τα δικά του τα υγρά...
Και φράγκα στον Αχέροντα να πέφτουνε
Τα κάλπικα
Και ρουφηξιές από το νερό του,
Με τους ομφάλιος λώρους,
Να πίνουν τα μπάσταρδα του Πανός.
"παπαί!
Βαβαί!
Βαβαιάξ!", αναφωνεί ο Αριστοφάνης,
Για τις νομότυπες ατασθαλίες κάθε αρχής
Και τα επιφωνήματα μετατρέπονται σε αναφιλητά και
Αναφωνητά...
‹‹Έλεος ,κατάντια των σημείων του καιρού,
χοάνη των προβλημάτων και των λύσεων,
των θυτών και των θυμάτων››
Και αποκάμνει ο ταυρομάχος, αφού
Τα τρυπημένα πόδια του ,από τα ματωμένα κέρατα,
Λυγίζουν
Και αίμα αναβλύζουν,
Ακόμα αίμα,
Άρρωστο
Και σκόνη σηκώνεται και με το αίμα έγινε το χώμα
Σβόλοι...
Έπειτα ένας θόρυβος
Πιάνει τον παλμό του εδάφους στην αρένα.
Όλα τα βλέφαρα ,των προηγούμενων χειροκροτητών,
Ανοιγοκλείνουν συγχρονισμένα.
Και ο νεκρός απεκδύεται τα ρούχα του
Και γυμνός επωμίζεται το ξόδι του...
Ούτε η ακροτελεύτια ανάσα του δεν ακούστηκε.
Βωβό τέλος,
Αίματα γεμάτο,
Μα το ζώο δεν στέκει κεφάτο.
Σπαρακτικό τέλος,
Με σημαίες εκδίκησης τα έντερά του...
Οι σβόλοι ενώνονται και σαν αμοιβάδα 
Γίνονται ένα,
Μαζί με τόσους άλλους σβόλους∙
Το παχύρρευστο αυτό κράμα αιμάτινης λάσπης
Γεμίζει κανάτες
Και από αυτές τα ποτήρια ξεχειλίζουν∙
Οι προπόσεις αναλαμβάνουν τα χείλη πιστών
Και αυτή η ειλικρινής θεία κοινωνία
Βαφτίζει σε χάλκινες ανάγλυφες κολυμπήθρες
Όσους δεν πρόλαβαν...
Αρκετοί δεν έχουν γεννηθεί μέχρις στιγμής!
‹‹πάυση με παυσίπονα,
λύτρωση με γαρύφαλλα,
ανάβοντας κεράκια στα νούφαρα
οι ρεμβατισμοί της λιμνάζουσας επιφάνειας
τα σπρώχνουν σαν σε τελετουργική πομπή››
Και στην γωνιά κάποιου οικοδομικού τετραγώνου
Μιας μεγαλόπολης,
Ζοφερής όσο η αχνή θαμπάδα
Τετρακοσίων φωτεινών/φθηνών παραθύρων,
Ζευγάρια από μάτια,
Αυτιά,
Χέρια,
Πόδια,
Με ξεχωριστό φύλο,
Τρίβονται για να ζεσταθούν ∙(με την πρόφαση του καλωσορίσματος...)
Όχι άποροι και άστεγοι∙
Και τα πουλιά ίσα που μόλις πατάνε
Σε πέντε επικίνδυνα εκατοστά από περβάζι,
Απλοί περαστικοί με ραντεβού την γωνιά...
Και τα πουλιά ίσα που μόλις πατάνε-
Απλοί περαστικοί με ραντεβού την γωνιά-
Σε πέντε επικίνδυνα εκατοστά από περβάζι...
Μόνο απέριττες λιβρέες δεν κρυώνουν
Μέσα στις βιτρίνες και τις αποθήκες
Σ’αυτήν την μεγαλόπολη...
Και τα πουλιά ίσα που μόλις πατάνε
Σαν άστεγοι και άποροι
Και τρίβονται για να ζεσταθούν.
Αυτές είναι οι ανάσες από την φάτσα της μεγαλόπολης:
Η εικόνα μιας σονάτας, που προσπαθεί να 
Κατρακυλήσει σε ραγισμένα πεντάγραμμα,
Καθώς στην παρουσίασή της, ο διευθυντής της ορχήστρας
Τυφλώνεται από την μπακέτα του.
Το μουσικό χαλί των ΤHIS MORTAL COIL
( song to the siren…)
Παρακινεί τα αγγίγματα με χρώμα νέφους
Να αρχίσουν να μετακινούνται από τα πόμολα 
Των έξω πόρτων,
Των στάσεων λεωφορείων .
Από τα χερούλια των αμαξιών,
Ακόμα και από τους ιστορικά ρημαγμένους τοίχους
Των οικοδομημάτων.
Μία κίνηση στα αριστερά και στα δεξιά
Ενός οδηγού, μονάχου στον κεντρικό δρόμο
Κάποιου εμπορικού κέντρου,
Θα διαπιστώνεται με ένα διακριτικό και
Ανεπαίσθητο παρουσιαστικό
Ωσάν κύμα παλμού, στις επιφάνειες
Των καταστημάτων και των πολυκατοικιών∙
Σαν μια απειλή του χώρου από τις ακαριαίες
Καμπύλες του... 
Αυτή είναι η ανάσα του χωρόχρονου∙
Γεμάτη χρωστικά, μπετόν, νέφος,
Σκουριά, σκόνη και ανθρώπινες ανάσες
Και χαλασμένες οσμές, κάθε στιγμής,
Στην μεγαλόπολη.
Μια γκριζόμαυρη φιγούρα
Προχωρά αργά με μάτια κλειστά...
Είναι η νεκρή γυναίκα που αντίκρισε ο Νερβάλ
Ανάμεσα στις κάσες μιας εξώπορτας-
Παίζει με την κιθάρα του Neil Young-
Στον κάθε βηματισμό της,
Οι νότες σωριάζονται στο έδαφος,
Κατά την διάρκεια του σόλο της,
Βρέχονται από ελάχιστες στάλες∙
Αρκετές, ώστε να θαμπώσουν τον αχνό φωτισμό
Από τα ανοιχτά παντζούρια,
Θολώνοντας τα κλειστά παραθυρόφυλα.
Μία νύχτα είναι,
Ύστερα από μία ακόμα ματαιόδοξη αλλαγή,
Ενός ακόμα χρόνου.
Η νεκρή φιγούρα αφήνει πίσω της
Μυριάδες "παγωμένες" σκιές του
Μακρόσυρτου περπατήματός της.
Οι άκρες των μαλλιών της ζεσταίνουν τους αστράγαλούς της
Και διαγράφουν πορεία στην υγρή άσφαλτο.
Η άσφαλτος ερεθίζεται και ανασαίνει
Από τις σιδερένιες ρωγμές των φρεατίων.
Στο διάβα της γκριζόμαυρης γυναικείας μορφής,
Οι λάμπες χλομιάζουν την έντασή τους
Και άλλες από σεβασμό σβήνουν,
Οι κάποιες άλλες ρισκάρουν τρεμοπαίζοντας.
Η κιθάρα τώρα παίζει μόνη της,
Στην πλάτη της μορφής.
Η γυναίκα σκουπίζει τον ιδρώτα της 
Μουτζουρώνοντας το μέτωπό της.
...παύση, άνευ μουσικής...
Μονάχα ένας χαρακτηριστικός μονότονος βόμβος
Από ένα αναγνωστήριο εξομολόγησης,
Από ένα τσούρμο σκυφτών κεφαλιών σε προσευχή.
Η πορεία της μορφής συνεχίζεται προς τον συνοικισμό της πόλης∙
Οι πόρτες ανοίγουν και
Πίνακες ανθρώπινου μεγέθους ξεπροβάλουν
Με φιγούρες ζωγραφισμένες από τις 
Μελαγχολικές πινελιές του Μπέικον.
(κουρασμένες ατάκες θα μπορούσαν να γεμίσουν την σιωπηλή τούτη ατμόσφαιρα)
Οι ματιές τους
Σαν πυροβολισμοί από διακριτικό σιγαστήρα,
Τραυματίζουν η μία την άλλη και
Σαν χάρτινοι χαμένοι πέφτουν μπρούμυτα
Και γίνονται χαλάκια υποδοχής...
Δεν γνωρίζω για ποιούς επισκέπτες∙
"για όποιους", ψυχοραγώντας θα ψιθυρίσει κύκνεια
η αποσυντιθεμένη μορφή του πάπα Ινοκέντιου Ι΄(νομίζω...)
Και πάλι νεκρική σιγή,
Εκτός από το βασανιστικά αργό σπάσιμο κολώνων
Από την κινητικότητα συστάδων με μωβ πασχαλίτσες.
Κάποιο μακρινό τρίξιμο από ξύλινες ρόδες
Πλησιάζει
Και γίνεται έντονα ενοχλητικό.
Η γκριζόμαυρη μορφή στέκει και αφουγκράζεται
Την παρουσία της εικόνας:
Ένα βρεγμένο ξερακιανό άλογο
Σέρνει ένα σκουριασμένο κλουβί πάνω σε μεσαιωνικό κάρο∙
Όμως, όχι δεν ακούγονται οι αλυσίδες,
Μήτε η οχλαγωγία των αναμάρτητων θεατών!
Το ισχνό τετράποδο με κάποια έντερα να αναστενάζουν 
Μέσα από την διάτρητη πληγή του 
Λυγίζει τα πόδια του και
Κουλουριάζει με άλγος πλάι στην άφωνη μορφή.
Οι αναθυμιάσεις από τα χνώτα του επιβεβαιώνουν την υγρασία τής
Βραδιάς και την κατάστασή του.
Το κλουβί είναι άδειο,
Κλειστό και
Το λουκέτο βρίσκεται μέσα του, σπασμένο.
Πάνω στα σίδερα του κλουβιού,
Ακούγονται οι ύστατες τριβές των παλαμών από
Όσους πέρασαν στιγμές αλύτρωτες
Λίγο πριν την λαιμητόμο,
Την αγχόνη 
Και τον πύρινο στύλο...
Λίγο πριν το τέλος!
Νιφάδες,
Μυριάδες,
Έκπτωτες χρωματίζουν το έρεβος της ατμόσφαιρας,
Ξαφνικά:
Τα κουρασμένα βλέφαρα ασπρίζουν,
Το ζώο εκπνέει τον επιθανάτιο ρόγχο του.
Και το χιόνι ζεσταίνει με το ψύχος του
Το αποθανόν κορμί.
Ένα δάκρυ στο μάγουλό της
Χωρίζει το αριστερό της ισχνό μηλαράκι
Στα δυο.
Πέφτει ανάμεσα στα γόνατά της.
Ξηρή σιγή-
Καμία ανθρώπινη πνοή-
Ξηρή σιγή-
Ακόμα καμία ανθρώπινη πνοή
Ανησυχητική ησυχία, σιωπή...
Ο ζοφερός ορίζοντας από το βάρος των
Στιγμών,
Πέφτει κατακλύζοντας όσα εκτυλίσσονται
Στον κεντρικό δρόμο του συνοικισμού...
Μονάχα οι στέγες των σπιτιών,
Εξαιτίας της οικοδομικής τους περηφάνιας,
Καταφέρνουν να εξέχουν της επιφάνειας του κατακλυσμού.
Στην επιφάνεια αναδύονται οι ξεβαμμένοι 
Πίνακες του Μπέικον,
Ωσάν σωτήρια ξύλα για τυχόν ναυαγούς,
Τελευταίους έμβιους οργανισμούς.
Το κουφάρι του αλόγου είναι καταδικασμένο
Να προσπαθεί να αναδυθεί, χωρίς να μπορεί∙
Οι αλυσίδες δεν είναι τόσο σκουριασμένες,
Είναι ποτισμένες με ιδρώτα αγωνίας,
Έξαψης,
Περιφρόνησης πολλών διαιρεμένων αιώνων.
Και η γυναικεία μορφή του Νερβάλ...;
Η γκριζόμαυρη μορφή, εκείνη,
Η αφτιασίδωτη παρουσία αυτή
Έμεινε άφωνη εξαιτίας της γνώσης για
Την επικείμενη κάθαρση.
Κουλουριασμένη
Με το κεφάλι της ανάμεσα στα γόνατα
-υπομονετικά-
Αράζει στον πυθμένα της γήινης εκ-πτώσης
Της ατμόσφαιρας.
Ο Άτλαντας γέρασε και απόκαμνε
Και έτυχε πρώτος της εξαφάνισης τής
Ζωής.
Κλονίστηκε μαζί του και η εμπιστοσύνη της λογικής...
Μερικές σταγόνες άλικο στην κάτω γωνία τού
Καμβά και
Πάνω στα λευκά πλήκτρα του οργάνου και...
Ο Satie αποκοιμιέται με τα gnossiennes,
Ο Gerard οραματίζεται ζωή κατά την διάρκεια μιας
Κρίσης του,
Ο Bataille εκσπερματώνει, καθώς σφίγγει τον λαιμό του,
Ο Pessoa επιθυμεί να πεθάνει φυματικός στην φούστα
Της Οφελίας,
Ο Camus γλιτώνει, μόνο αυτός από το αυτοκινητιστικό δυστύχημα-
Γλιτώνει της εμμονής του,
Ο Debord ξερνάει στις φυλακές της πολιτιστικής βιομηχανίας...
Η καλειδοσκοπική κλειδαρότρυπα τυφλώνεται,
Ο φορέας κολασίμων παθών νυμφεύεται χρηστά ήθη...
Πόλεις άχρωμες, άχρονες
Βουλιάζοντας στην λήθη της απομνημόνευσης.
Η ιστορική συνέχεια λανθάνει...

Ή ΤΑΝ Ή


                                                                                     στον μπαμπά μου

Ήταν ένας άνθρωπος κάποτε
κάθονταν στην κόκκινη εξοχική του καρέκλα
Κάθε βράδυ τον κόσμο ατένιζε
το αραιοκατοικημένο χωριό
με το λιγοστό φωτισμό του
τα ταπεινά σπίτια του

΄πόσα καράβια σάλπαραν
χωρίς εμένα
πόσες γυναίκες βρέξαν τα χείλη τους
σε άλλες αγκαλιές΄

κι αυτός εκεί με τον πόθο άσβηστο
τη μνήμη ζωντανή
παραμυθάς, ονειροπόλος κι ένας γάμος
χωρίς έρωτα, αδιάφορος
συγκυρία της στιγμής
άβουλο ον στα τερτίπια της μοίρας

έτσι γλυτώνεις τη φυλακή καμιά φορά
και ξέρεις τί εστί Καπελάρης
Ξύλο πολύ και δεμένα κεφάλια
εξευτελισμός για το τίποτα
Σωφρονισμός από υπεροψία
εξουσία φασίζουσα
σε μια ιδιότυπη  'δημοκρατία' 

Ήταν ένας άνθρωπος κάποτε
σκεφτικός, προβληματισμένος
στη γροθιά του κρατούσε τα θέλω του
στη ματιά την ελπίδα
Ανοιχτός στα ερεθίσματα
δουλεμένη μορφή, απροσπέλαστη
σαν το ροζιασμένο της δέρμα
μιας άλλης εποχής, σκεπασμένος με τρίχωμα
ικανός για ένα βήμα ακόμα

Στο μπαλκόνι του εκεί μες το σούρουπο
με το γρύλο, το τριζόνι, τον απόηχο του τζίτζικα
τα λιλά και τα μωβ της Βελούτσας
Κάπου εκεί  αντικρίζει ένα πέλαγος
ένα άλλο χωριό ξεχασμένο
Σαν παιδί είχε ζήσει στις πέτρες του
στη δυστυχία, στη φτώχεια, στον πόλεμο
πως σκαρφάλωνε βλέπει, ως τα ζώα του
στο γαλάζιο νερό να αμολήσει

'ένα καΐκι αν έφτιανα κάποτε
και Καμπλάφκα, και Κάλαμο και Καστό
και τα γύρω νησιά θα γυρνούσα'

με τα ψάρια στα μάτια του
το γυαλί απ το κύμα να ρέει
πόση αρμύρα τη σκέψη να καίει
και το ταξίδι που πότε του δεν έκανε

Ήταν ένας άνθρωπος κάποτε
στριμωγμένος από φύση να πλέει
για την ψυχική του την άνεση
τους άλλους, τα παιδιά κι όσα έρχονται
και τριμμένο το ρούχο να λιώνει
ώσπου να φέρω το φτηνό το πουκάμισο
απ' τον άλλο εραστή του Στελάρα,
κι η χαρά, η λαχτάρα του, για το δώρο και μόνο.

Μα την πίκρα σ' αυτόν που δεν άκουγε
θα τη βγάλει μη φορώντας το ρόλεξ ή
το ακριβό του το ένδυμα
Ξέρει την τέχνη της τυραννίας
από μικρός κι από αρχαίος
Βασανισμένος σωστά, βασανίζει

Ήταν ένας  άνθρωπος κάποτε
χτισμένα τα σπίτια, φορτωμένα με πέτρες
στους  ώμους
πληρωμένα με φωτιά από χυτήρια
λαμαρίνα που χύνει και δίνει, μες τα μάτια το σχήμα της
Μια κουκέτα μια κουβέρτα
ρύζι κιμάς και τηγάνι
το κομπόδεμα σφίγγει γερά
ως την Κύπρο
ο Ντενκτάς το απάγγειο του δίνει, σε Τούρκο

Ήταν ένας άνθρωπος κάποτε
τα σπατάλησε όλα για άλλους
και το αντίτιμο....
Ξεροκέφαλα τέκνα, θλιμμένα
και το χώρισμα πόρτα δεν άνοιξε
ούτε γάμους κανίσκια κουλούρια
με σφαχτά οι γωνιές του σπιτιού γεμισμένες
κι ούτε νοιάστηκαν τη χαρά που περίμενε
για τα στόματα ή βλέμματα, ποιος ξέρει

Ήταν εκεί κάποτε
δε μιλούσε πολύ για τί θέλει
για το δίκιο και τ' άδικο φώναζε
Δε μιλούσε πολύ κι όταν έφευγε
με κοιτούσε μονάχα μην κλάψω
και τα χείλη σφιχτά τα κομπόδενε

Ήταν ένας άνθρωπος κάποτε
στηριγμένος γερά στο ανάστημα
και  τα σπλάχνα σαθρά τον λυγίσαν
μα και πάλι ορθός ξαπλωμένος
Μία μέρα κοιμήθηκε σπίτι του
το μπαλκόνι θλιμμένα ζητούσε
και με ένα ωχ διψασμένο ξεψύχησε
προς τον τοίχο του σπιτιού που ριγούσε

Ήταν ένας άνθρωπος κάποτε
γελαστός μες το χώμα βουλιάζει
Ποιος το ξέρει αν η ζωή τον αντάμειψε
ή αν προδομένο σκυλί τον αφήνει

Ή ταν σίγουρα, κά ποτε
μα τώρα ποιος μπορεί να μου πει
τί θυμάται
ή αν πέρα απ' τα σύνορα της μνήμης μου βρίσκεται
κι αν η ενέργεια αιώνια υπάρχει 

Καμιά μολυβιά δεν απομένει στο μπλε τετράδιο.


Θέλω να βάλω τις λέξεις σε σειρά
μα αυτές δεν υπακούν, χορεύουν
κι αναποδογυρίζουν μες στα σχήματα,
με κοροϊδεύουν και πλακώνουν
η μία την άλλη, ή σε απόσταση
συγκεκριμένη
ισορροπούν από μία παύση.

Τι χρώμα έχει η πρόταση που απελπισμένα
προσπαθώ να καρφώσω στο χαρτί,
οι πρόκες που τρυπούν τα γράμματα;
Τι χρώμα έχει η  λ έ ξ η  αυτή;

Δεν είναι κόκκινη σαν φλόγα μες στο στόμα,
ασημένια σαν σφαίρα προς το πάθος,
μαύρη σαν καταδίκη,
διάφανη όπως τα πλατιά γυαλιστερά μας μάτια.

Δεν είναι λευκή σαν μια νέα αίρεση για την αλήθεια,
λευκή σαν τα διαλυτικά υλικά
που αγαπώ ν’απλώνω πάνω σου.

Είναι πολύχρωμη και όρθια
σαν την παιδικότητα.
Είναι άχρωμη και όρθια
σαν μια ενήλικη πράξη.

«Χαίρε, ω χαίρε...!»


χαίρεω ψευδαίσθηση του πραγμοποιημένου χρόνου,
με τους τόσους υποτακτικούς και σακελάριους
που ανεβάζουν και κατεβάζουν αριθμούς 
πλήττοντας και αναθεωρώντας τα σημαίνοντα του πόνου

χαίρεω ψευδαίσθηση της τυποποιημένης δημιουργικότητας,
με τους τόσους θιασώτες και κομπάρσους
που καταστρέφουν και φτιάχνουν συμπεριφορές
προάγοντας και κατακρεουργώντας ιδέες εκφραστικότητας

χαίρεω ψευδαίσθηση της παμφάγου δημοκρατίας,
με τους τόσους υποστηρικτές και αδιάφορους
που αποφασίζουν και εξουσιάζουν κουλτούρες
εγκιβωτίζοντας και περιορίζοντας τα σημαίνοντα της ελευθερίας

χαίρεω ψευδαίσθηση της ανάπηρης επικοινωνίας,
με τους τόσους εγωιστές και κακεντρεχείς 
που τεμαχίζουν και αλλοιώνουν λέξεις
προσάγοντας και προσαρτώντας τιμές στην ουσία της αδιαφορίας

χαίρεω χαίρε ανυπακοή και επί μέρους περιθωριοποίηση,
που δίνεις αξία στα πάθητην αμαρτία και την οίηση

χαίρεω ψευδαίσθηση της επίπλαστης ανάγκης,
με τους τόσους διαφημιστές και αγοραστές
που παράγουν και αναπτύσσουν ζωτικές επιθυμίες
δημιουργώντας και διατηρώντας κλωνοποιημένες συνήθειες ζωής

χαίρεω ψευδαίσθηση της ματαιόδοξης υστεροφημίας,
με τους τόσους αθάνατους και αγύρτες της ιστορίας
που αλυχτούν και εκβιάζουν την λήθη
πλιατσικολογώντας και διαστρεβλώνοντας κομμάτια της αλήθειας

χαίρεω ψευδαίσθηση της αναγκαιότητας της θρησκείας,
με τους τόσους δολοφόνους και δημαγωγούς
που καραδοκούν και προσηλυτίζουν αθώους αμαρτωλούς
κυριαρχώντας και καταπατώντας τα σημαίνοντα της πνευματικής ανεξαρτησίας

χαίρεω ψευδαίσθηση της ανύπαρκτης υποκειμενικότητας,
με τους τόσους εντεταλμένους και ενταγμένους
που πειθήνια και απερίσκεπτα ακολουθούν
συμπράττοντας και συναυτουργώντας στην επιβολή της αντικειμενικότητας

χαίρε ,ω χαίρε ανυπακοή και επί μέρους περιθωριοποίηση ,
που δίνεις αξία στα πάθη ,την αμαρτία και την οίηση…   

Αναγνώστες

ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ

ekpoiisi@yahoo.gr

ποίηση στην εποχή της εκποίησης

ποίηση στην εποχή της εκποίησης