η ποίηση στην εποχή της

η ποίηση στην εποχή της

ΑΛΗΘΙΝΟ ΠΑΡΑΜΥΘΙ


Λένε πως σε παλιό καιρό πάνω στην Αφροδίτη
Ήτανε μία  ήπειρος τη λέγαν Αθηνά
Σε πεδιάδες   πράσινο κυμάτιζε χορτάρι
Περήφανα αλλού έστεκαν πανύψηλα βουνά
Μα όπως νύχτα έπεσε στου ουρανού τη ζήση
Κι έγειρε πλάι ο ουρανός ως να ξαναξυπνήσει
Κι η Αφροδίτη έχασε το πράσινο χορτάρι
Τα καραβάνια τράβηξαν τότε κατά τον Άρη
Κι είχανε γνώσεις  μέταλλα άπό Αριήλ  Μιράντες
Από Ευρώπες Ιαπετούς Τιτάνες Καλιστώ
Τα πιτσιρίκια φόραγαν παντέλονα τιράντες
Σε Κρόνους Δίες έψαχναν κάποτε το σωστό
Στον Άρη στήσαν κατοικιά κι αντίσκοινα μεγάλα
Κι έκαναν τα πρέποντα και τούτα και τα άλλα
Και οι αιώνες διάβαιναν σε κειόν τον ψηλορείτη
Και διάλεγαν και συντροφιά κορίτσι από σπίτι.
Μα παραεκπολιτίστηκαν και σήκωσαν τη μύτη
Συλλογικό ασυνείδητο
Π’ άλλαξε τον αστρόχρονο
Κι έφερε τον κομήτη

Μα πριν να γίνουν όλα αυτά  να ρθει η ανάντια ώρα
Να ερημώσει που 'λαχε των Αρείων  η χώρα
Βγήκαν στην αρειόσφαιρα στους αστεροειδείς
Και φόρτωσε στο σάκο του καθένας τους δυο τρείς
- Μικρό κομμάτι απ' αυτούς και ισχυρό οξύ
Αντίδραση  λεν έκαναν σχεδόν πυρηνική-
Και τα φορτώσαν στους αετούς  ξαναγυρίσαν πάλι
Επειδή  όμως έφτανε η ώρα η μεγάλη
Γνώση και τέχνη παρελθόν τα κρύψαν σε κεφάλι
Που κτίσαν του πολιτισμού του Άρειου το μνήμα
Και όποιος κάποτε εύρισκε στο πρώτο του το βήμα

Προβάλλαν ολογράμματα του Άρη ζωής οι αιώνες
Από τα πρώτα στα έσχατα  του Άρη οι εικόνες
Κι έδειχνε την καταστροφή σ' οθόνης κει την άκρη
Και μία άρεια κορασιά που στα λοξά ματάκια της
Καυτό κυλούσε δάκρυ

Κι όσοι απομείναν στους αετούς μπήκανε δίχως μπάντα
Τον άρειο κόσμο χαιρετάν στην πίκρα τους για πάντα
Και κατά δω ροβόλησαν στη μαγική σελήνη
Και από κει κατά τη γη για να βρουν την ειρήνη

Κύλησαν χρόνια και καιροί τα αρχαίο τσελιγκάτο
Αντάλαξε στρουγκόλιθο με μαλιαρό ένα γάτο
Και ο καθένας τους κοιτά όλο κοιτάει να πάρει
Και μου θυμίζουνε αυτά τα έσχατα του Άρη
Κρόνων Διών και Ουρανών πάλι ποτέ λαμψάντων.

Ελπίζω ακόμα σε αρχές των ένθεων σοφών
Που τ’ αστροσκάφος θα κρατούν μετά κυβερνητών
Πως  θα κρατήσουν τίμια του κόσμου την πορεία
Να μην τελειώσει  άδοξα του κόσμου η ιστορία.

Βελλερεφόντης

Μια μέρα συνάντησα στον δρόμο
έναν γέρο, που όταν με είδε
ταλαιπωρημένο μου είπε
έναν τρόπο να έρθω κοντά σου

Ποιόν δρόμο να διαλέξω
Για να ακολουθήσω
Ποια λόγια να πιστέψω
Μαζί να τα κρατήσω

Που μ' οδηγούν οι ώρες
Που θα νυχτώσω πάλι
Πέρασα τόσες μπόρες
Δεν θα αντέξω άλλη

Σε ποια βουνά από πίσω
Έχεις κρυφτεί καλή μου
Με ποιόν τρόπο να σε πείσω
Να μπεις μες τη ζωή μου

Κάνω κολπάκια μαγικά
Μα τίποτα δεν πιάνει
Με τραυματίζει η μοναξιά
Και το απολαμβάνει

Τα πέλματα μάτωσαν
Κόκκινα ίχνη αφήνω
Τα όνειρα με πρόδωσαν
Στην μόρα όλα τα δίνω

Βάζω στιχάκια στη σειρά
Μήπως και βγει τραγούδι
Να σου το στείλω με φιλιά
Κι ένα όμορφο λουλούδι

Φτιάχνω φτερά στους ώμους
Κι απ την κορφή πηδάω
Από ψηλά με φόβους
Γελάω καθώς πετάω

Σε βρίσκω γίνεται η γη
Λευκή ,κι ο ήλιος μαύρος
Του Γλαύκου ο γιος με οδηγεί
Στο πιο μοιραίο λάθος

Γενιά μου

Ήρθε η ώρα,
να δεις  τον εαυτό σου
απέναντι στη φουρτουνιασμένη θάλασσα.
Είναι τα χρόνια που τα όνειρα σε προσγειώνουν
υπό απειλή ξυπνάς και σου φωνάζουν
«μύρισε  την αστραπιαία μυρωδιά των ανθών
πέρνα μέσα από τα φύλλα
αναδύσου μέσα από τα τριαντάφυλλα
κοιτά το σκύλο κατάματα».
Τώρα άνεργη στην αυγή των γκρίζων κροτάφων
χάραξε την ιστορία της περιπλάνησης.

Γενιά μου,
Εκεί είναι ο νέος κόσμος κρεμαστός στο κενό
με χιλιάδες όμορφες μορφές.
Με μετανάστες ντυμένους  γιασεμιά
που γεμίζουν  τις τσέπες τους με στίχους,
σπάνε σε χίλια κομμάτια,
ενώνονται με τα δέντρα και τα άστρα.

Γεννήθηκες ελεύθερο ασκέρι
με αέρα φωτιά από τα σωθικά της πόλης.
Τα μάτια σου γεμάτα δάκρυα τρένα
με αισθήματα να ρέουν λάβες από τη δύναμη της καύλας.
Μάχες μέσα από το ηλεκτρικό ρεύμα του εγώ
με τη πραγματικότητα.
Δειπνοσοφιστές με κατεύθυνση στο διασπασμένο.
Είναι η γεύση μας η νοστιμιά του Σύμπαντος;

Γενιά μου,
δεν υπάρχει θέμα, δεν υπάρχει κέντρο.
Άδειο ποτήρι το αύριο.
Λαμπερό, φωτεινό.
Από εκεί που άρχισε η ζωή,
το Είναι ζωσμένο με δυναμίτη.
Οι κόσμοι σε αλλεπάλληλες εκρήξεις ελεγχόμενες
αυθόρμητες, ακατάστατες.
Όταν γνωρίσεις το ζεστό
θα προσπαθήσεις να ξαναγνωρίσεις τότε τον κόσμο.
Ολόκληρο, με το αίμα στις φλέβες
να τρέχει στην ίδια τροχιά
με τους κομήτες, τα αστρικά νέφη,
την ολοκληρωμένη σκοτεινή υλη.

Μέσα από την Πανσπερμία
σου μιλώ,
από τα υπόγεια του γαλάζιου ουρανού.
Είμαι η λύτρωση μου μέσα στις μάζες της ανατροπής,
απογυμνωμένος από αισθήσεις
απολαμβάνω τον αίθριο χώρο της ύπαρξης,
μαζί με παθιασμένους ανθρώπους
 που τους βαραίνουνε οι λέξεις.
Περιγραφές της σκιάς τα ποιήματα σου
περιφερόμενα
στο ουσιώδες τίποτα
νηφάλια  εξτρεμιστικά, απεικονίζουν
τον ωκεανό  μέσα μας.

Η ιστορία γράφεται  με επίθεση
από την γενιά
που δεν έγινε ποτέ γενιά.

Θα υπάρχεις όταν έχω αδειάσει;


Μη μου μιλάς για τα ποτάμια.
Ότι δεν μπορείς να πιάσεις το ρυθμό τους,
να απλώσεις βαθιά τα μακριά σου πόδια,
να τα διπλώσεις σε τρίγωνα.

Εγώ παραπαίω στις γραμμές αυτές
και βάζω φωτιά στις βιβλιοθήκες.
Εγώ ονειρεύτηκα τον εαυτό μου
σαν πεταλούδα μέσα σε φέρετρο.

Δες σχισμές που αφήνουν οι λέξεις ανάμεσά μας,
ενώ γράφω αυτό το ποίημα ολόγυρά σου
και σου φωνάζω έεειι τώρα είμαι εδώ,     
μα καθώς πετάω ύστερα,
με εξαφανίζω.

Μη μου μιλάς για τα ποτάμια.
Αυτά κι αν δεν γυρνάνε πίσω.

«Ταξίδι Ποιητή»

Χαμένα όνειρα
κάστρα μου,
στάχτες του καλοκαιριού
σκέψεις ανείπωτες,
φιλιά χιλιοδοσμένα
φυλακισμένα σε ένα κορμί,
χώμα ξεραμένο,
σπόροι που γυρεύουν
απεγνωσμένα
το χάδι του ήλιου,
πουλιά παγιδευμένα
στο αχνό φώς
του φεγγαριού,
ψάχνουν κλαδί
μα μάταια
τάχει συνεπάρει
τ’όνειρο
και μιας γλυκειάς
νεράϊδας το φιλί,
είναι μαγεμένα
απ΄τη δύναμη
της απουσίας,
η απουσία
πιο δυνατή
απ΄την παρουσία,
τ΄όνειρο,
ελεύθερη πράξη
καρδιάς φυλακισμένης,
λύτρωση
δυναμικής απραξίας,
φλόγες αδέσποτες
δίχως το περίγραμμα του τζακιού,
ταξίδι αχαλίνωτο
στις κορυφογραμμές
του ρίσκου!
μα η γλυκιά πτώση
εξ ουρανού,
δεν ήταν εντολή,
ήταν επιλογή,
η μνήμη του νερού
έγινε λόγος
και ο λόγος
πράξη, 
τώρα ούτε που θυμάμαι
πως ξεκίνησε
το προπατορικό αμάρτημα
σε τι έφταιξα εγώ
για την περιέργεια
της Πανδώρας,
όμως θυμάμαι
πάντα
το παραλήρημα
του ταξιδιού,
την ευτυχία
που σκορπάει
τα κύτταρα στον αέρα,
δίχως πυξίδα,
πού το καλό
πού το κακό,
πού πάνω
και πού κάτω.
Θυμάμαι
Και πονάω,
συχνά μου νοσταλγός
του απείρου
θα μείνω ταξιδιώτης!

Μαρία Παπανδρεοπούλου (Η Μαρία της Ελαίας)

ΕΛΛΑΔΑ


«…Και δεν πειράζει Γιάννη μου που φεύγ’ η νεολαία
σε άλλες χώρες. Μόνο εδώ; Παντού είναι ωραία».

Φίλος πασόκος μου ’λεγε. «Κι εξάλλου η Ελλάδα
όντας ιδέα, όπου πας, άσβεστη είναι δάδα…

Να ζεις μπορείς όπου στη γης και να ’σ’ ένας Σωκράτης
ελληνικά να σκέπτεσαι κ’ ελληνικά να πράττεις».

 «Σίγουρα» είπα «ο λόγος σου δεν έχει ψέμμα ή δόλο·
μα γίνετ’ ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ αν ζεις στο Βόρειο Πόλο;

Εδώ «παν μέτρον άριστον», βουνά και παραλίες
και μες στο μέτρο πάντοτε έχει θερμοκρασίες.

Της ποικιλίας είν’ εδώ ο τόπος κ’ η εστία
που κάνει τον Πολύτροπο και τη Δημοκρατία.

Δεν είν’ ιδέα η Ελλάς, μα κλίμα, περιβάλλον,
γλώσσα που πλούτον σαν κι αυτής καμμιά δεν έχει άλλον.

Εδώ ερωτεύεσαι το απτό, το σύμπαν έχεις σπίτι
και ξεκινά η ανάγνωση απ’ τον Αποσπερίτη,

σε όλα τ’ άστρα εκτείνεται, μ’ ευφρόσυνη ευκολία
φτάνοντας στον Αυγερινό πού ’ναι η χρυσή τελεία.

Εδώ θεός αθάνατος κι άναρχος είναι η Φύση
άκτιστη κι αψεγάδιαστη τα πάντα έχει λύσει

μες στου ρυθμού της τα δεσμά τα εράσμια κ’ είναι δρόμοι
της λευτεριάς αλάθευτοι της φύσεως οι νόμοι.

Εδώ η ομορφότερη ενδυμασία πού ’χεις
είναι τ’ ολόγυμνο κορμί ως το ’κανε ο Τσαρούχης

και οι αγγειοπλάστες μας, οι γλύπτες, κ’ οι ξωμάχοι·
εδώ γυμνοί πηγαίναμε ακόμα και στην μάχη.

Εδώ δεν έχει τύραννο θεό που με διώξεις
όλους τους απειλεί. Εδώ, της Φύσεως τις όψεις

έχουμε για θεούς, ω ναι, έξη ωραία ζεύγη
της Αρμονίας οι αρμοί, τίποτε δεν ξεφεύγει

απ’ της Ανάγκης το ρυθμό που όντας δαχτυλίδι
στον εαυτό της ρέοντας πάντοτε ξαναδίδει

αυτό που παίρνει. Και σκοπό άλλο αυτή δεν έχει
απ’ το να τρέχει ακίνητη κι ακίνητη να τρέχει.

ΑΝΑΓΚΗ    

Βγήκα από το σπίτι για κάποια λεπτά της ώρας,
Αγόρασα εφημερίδα μα δεν ξέρω αν θα την ανοίξω,
πήρα τηλέφωνο σ’ ένα φίλο αλλά δεν ήταν σπίτι,
πήρα τη μάνα μου αλλά δεν προλάβαινε να μου μιλήσει.
Γύρισα,
έβαλα δυνατά μουσική και περιμένω τους από κάτω
να μου κάνουν παρατήρηση.
Πρέπει ν’ ακούσουν τις δικαιολογίες μου.
Κάποιος πρέπει να μ’ ακούσει.

Αναγνώστες

ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ

ekpoiisi@yahoo.gr

ποίηση στην εποχή της εκποίησης

ποίηση στην εποχή της εκποίησης