η ποίηση στην εποχή της

η ποίηση στην εποχή της

Απουσία (Αλέξης Δάρας)

Η προετοιμασία κράτησε μέχρι την αρχή

της επόμενης προετοιμασίας,

ο ειρμός είχε προ πολλού τεμαχιστεί,

μια άδεια πλατεία γεμάτη κόσμο

απ’ τη μια το φως αυτών που έφυγαν

απ’ την άλλη το φως αυτών που έρχονται

κλεισμένος ο ήχος

το κοινό δε θεαματίζεται,

κανένας δε δίνει την προσοχή του

όχι γιατί την φυλάει

αλλά γιατί δεν έχει.

Απ’ όταν άρχισαν οι νευρικές κινήσεις

οι κρούσεις πολλαπλασιάστηκαν

και οι υπήκοοι της εταιρίας

απέμειναν άοσμοι

χωρίς συμπτώματα, πλην πτώματα

εισπνέουν ζιζανιογόνα που επικάθονται

στη φυσαλίδα της ψυχής

μέσα σε αφρούς λήθης

που σαν σύννεφο γεμίζουν το στάδιο

εξελικτικής απομάκρυνσης

από τον εαυτό κι από αυτό

που χύνεται καυτό

στην παγωμένη ερημιά της απουσίας,

η εξουσία αποτελείται από την απουσία μας

κι εμείς από τη συνουσία μας,

απρόσκλητοι κι ανήκουστοι,

όσο πιο ανυποψίαστοι για τη μεγαλοσύνη μας

τόσο πιο σταθερά συγκεντρωμένοι

σ’ ό,τι φέρει η στιγμή

που ο χρόνος αδυνατεί να μεταφέρει

σ’ ένα ταξίδι έξω από το κενό μας.

ΣΚΙΕΣ ΑΠΡΟΣΩΠΕΣ (Σάκης Στρογγύλης)

Πες πως προκύψαμε αιφνίδια εδώ

δίχως ονόματα και δίχως ιστορία...

Σκιές απρόσωπες σ’ απέραντα τοπία...

κάποιο τυχαίο δειλινό αρχές Σεπτέμβρη...

 

Σκιές απρόσωπες, πλανώδιες στη ρέμβη

κάποιου αγίου-λέει- που πέρασε απο ‘δώ

και στ’ όνομά του έχει χτιστεί το εξωκκλήσι...

 

Την ώρα αυτή που ο ήλιος γέρνει προς τη δύση

πισωφωτίζοντας λαθραία το βουνό

για να μπορούνε καθαρά να διακρίνονται

οι μυτερές του κορυφές και τ’ άγρια δέντρα

και σ’ ένα αόριστο ορίζοντα να ορίζονται

καθώς σκαλίζονται σαν σχήματα ακέραια

από καλέμι αόρατο στου κόσμου τον καμβά...

 

-Έλα κοντά και θα με δεις να σχηματίζομαι

από ένα μίγμα αρωμάτων και χρωμάτων

με το χρυσό περίβλημα της αντηλιάς...

Μόνο γι’ αυτό έτυχε ξάφνου να υπαρχώ...

γιατί σουρούπωνε και φύσηξε νοτιάς

κι ομοθροΐσανε οι φυλλωσιές αντάμα-

θάμα ήτανε και έμεινε κρυφό...

 

Μόνο για αυτό

πήρα ολόκληρος να γίνομαι...

γιατί κελάρυζε καθάριο το νερό

κι εσύ δειλά με κρυφοκοίταξες να γδύνομαι

για να πλυθώ ανυποψίαστος στο ρέμα

κι ήταν το βλέμμα σου ένοχο και ντροπαλό-

πόθος υγρός μέσα σε κόρες διεσταλμένες

που εντός τους άυξανα κι εγώ, διαστελλόμουνα

και σκαλιζόμουν απ’ τ’ αόρατο καλέμι

με το κατάφωτο επίχρισμα του ήλιου...

Περιγραφόμουνα σε στίχους ενυπνίου

νέος και μπρούτζινος για να μ’ ονειρευτείς

σαγηνεμένη, ολόδοτη κι επιρρεπής

να με καλείς

κρυμμένη πίσω απ’ τα φυλλώματα

για να σε πάρω ξαναμμένος επί τόπου

πάνω στις πέτρες, τα χορτάρια και τα χώματα

αποδομώντας μου το σχήμα του ανθρώπου

σε μίγμα διάχυτο χρωμάτων, αρωμάτων

κι αποσπασμάτων ιστορίας πιθανής

που όλο μέλλεται και όλο αποκλείεται

στ’ αναποφάσιστο του κόσμου πεπρωμένο-

 

όπου όλα υπάρχουνε μαζί και δεν υπάρχουνε

γιατί εκεί που συντελείται ο χωροχρόνος

δεν έχει μείνει πια κανείς να τα ονομάσει...

 

Μόνο το θαύμα να ξεγίνει αποκλείεται,

ο τόπος σείεται και αναδύεται

μέσα σου όλο μου το είναι ν’ αγαλλιάσει...

 

Μόνο γι’ αυτό έτυχε ξάφνου να υπάρχεις

γιατί μας βρήκ’ η νύχτα μες στο πουθενά

κι έγιναν θαύματα μεγάλα κι αφανέρωτα,

γιατί αχόρταγα σου κάνω ακόμα έρωτα

με την ορμή της απαρχής αυτού του κόσμου

και σκαν’ σαν έκρηξη μες στ’ άπειρο αξημέρωτα

από εντός μου

 του συμπάντου οι αχοί...

 

Μόνο γιατί με υποδέχεσαι εσύ,

γι’ αυτό αυξάνομαι και πολλαπλασιάζομαι

στα διαρκώς διευρυμένα όριά σου...

κι έτσι που σμίγουν η θωριά μου κι θωριά σου,

σαν ένα όν γιγαντωνόμαστε μαζί

και τη γραμμή ο ένας τ’ άλλου προεκτείνει

κάνοντας δίνη επιτόπια, συνεχή

γύρω απ’ του κόσμου τον πυρήνα που θερμαίνει...

 

Τρέμει και πάλλεται τ’ αόρατο καλέμι

και ανεξέλεγκτα τραβάει τη γραμμή

σμίγοντας δέντρα με κορφές, νερά και χώματα,

σχήματα ακέραια, χορτάρια, πέτρες, σώματα

απ’ άκρη σ’ άκρη κι από γή σε ουρανό...

Διατρυτό κεντάει με τέχνη στα τοιχώματα

αυτού του κόσμου το ανάμεικτο υλικό

και αδιαίρετα τα πράγματα ορίζει

στο μετερίζι αυτό

όπου όλα τ’ αφανέρωτα

ξεκαθαρίζει με ρυθμό...Σου κάνω έρωτα!

-έρωτα αχόρταγο ακόμα – σκέτο έρωτα

στου χωροχρόνου τ’ αδυσώπητο κενό

και του συμπάντου οι αχοί μας ονομάζουν.

 

...........................................................................

 

 

Κοντά ξημέρωμα και όλα ησυχάζουν...

κρατάει το τέμπο η κουβέντα η ψιλή

των μεθυσμένων γρύλων στο σκοτάδι...

 

Στο εξωκκλήσι ερημιά...περίπου τίποτα...

Καλό σημάδι!

Μέσα στο τίποτα εκκολάπτεται το πάν.

Κ ΕΝΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙ (Δήμητρα Σαμοΐλη (demi sam))

«Εγώ θα ζω πάντα πάνω στις σκάλες, στα καλντερίμια κ στα σκοτεινά σοκάκια.
Από ψηλά να κοιτάω έναν κόσμο που αργοπεθαίνει.
Κάθε μέρα να είναι μια γιορτή.
Κ κάθε πόνος μια υγρασία του τοίχου.
Εγώ θα ζω σαν στίγμα πάνω σε άσπρο δέρμα.
Αυτό που όλοι θέλουν να ξεφορτωθούν.
Κ εκείνα τα ταξίδια που δεν έκανα ποτέ, να με χτυπούν κατάμουτρα, γελώντας τρομολάγνα.
Εσύ να με κοιτάς από μακριά, χορεύοντας στου κόσμου τον ρυθμό.
Νομίζοντας πως όλα λύνονται με τυχάρπαστο θυμό.
Με ένα γάντι μαύρο κ τακούνι κόκκινο, πίσω από κάτι σκουπίδια να μιλάς.
Κ να πιστεύεις πως ότι σκουριασμένο, πέρα το πετάς.
Κ όταν νιώθεις μοναξιά, τότε εκείνο πάλι τραγουδάς.
Ένα παλιό ρεφρέν που έμαθες μικρή.
Κ η επανάληψη του σε έφερε εδώ.
Μία καταστροφή τόσο αγαπητή.
Εγώ μικρός κ άδειος, που να σε βρω.
Λιώνω στις τρύπες, δεν έχω τίποτα να πω.
Αν κάτι ήξερα από εκείνα τα παλιά
Είναι πως του κόσμου τούτου, νικάει η απονιά.
Να ψάχνω στίχους κ φωτογραφιες να κοιτώ.
Να με βουλιάζουν όλο κ πιο βαθιά.
Μέσα σε αρχέγονα κ τρύπια μυστικά.
Για έναν κόσμο που κρυφοκοιταει κ γελά.»

ΔΟΥΝΑΙ ΚΑΙ ΛΑΒΕΙΝ (Δημήτρης Π. Κρανιώτης)

Σκάψαμε με τα χέρια
το χώμα της ανάστασης
(μήτρα ζωής η γη
υιών και θυγατέρων)
ποτίζοντας ρίζες
που αλωνίσαμε
(δούναι και λαβείν
κατά φύσιν
κεκτημένα),
ξεθάβοντας νεκρούς
που αφορίσαμε
(δούναι και λαβείν
παρά φύσιν
τεκταινόμενα).

Απών... (Δημήτριος Καραγκούνης)

Είναι καιρός να σταθείς κάτω απ' τα χείλη του χάους και να ακούσεις
 την βραδιά που μαζεύει τα τελευταία της φώτα σκορπίζοντας
 με ίσκιους την ακροθαλασσιά..

Ταξίδεψες με όλα τα καράβια γυρεύοντας τη σκιά σου ..
 ποιο πλεούμενο απόμεινε ακόμα να πάρεις και ποιά ακτή σε περιμένει
 σαν το παιδί που κρατά στα χέρια του τον άσπρο γλάρο έτοιμο
 να στον δέσει κατάστηθα μια μενεξεδένια Κυριακή σ' ένα πρωινό
 υπέροχα ζεστό..

Οι ναυαγοί έριξαν την μεγάλη άγκυρα στην λευκή άμμο και η σιγή
έδεσε κόμπο την ψυχή τους
 μόνο τότε πήρε το πρόσωπό τους ο ουρανός και σκάλισαν οι άγγελοι
το όνομα τους στο φοινικόδεντρο και απόμειναν τα χέρια σταυρωμένα
χαράζοντας το δρόμο της θύελλας για να προφτάσουν
τα μελλούμενα ..

Η ελπίδα τους ζυμώθηκε με το μέρος..

'' Σ’ αγαπώ τόσο όσο αξίζει το δάκρυ ενός Αηδονιού..
 μπορεί να σου φαίνεται ασήμαντο,
να ξέρεις όμως ότι όταν το πουλί αυτό δακρύσει.. πεθαίνει''.. 

Λευκά σουδάρια (Γιάννης Ποταμιάνος)

Πυρπολημένος ο ξανθός Ιούλιος
                                        μπαρουταποθήκη
Χειροβομβίδες
                     τα πυρομαχικά των πεύκων
Μυστική θυσία ετοίμαζαν οι Ιερείς
                                      με θυμιατό ρετσίνι
Γαύγιζαν τον ήλιο τα τελώνια
      οι άνεμοι ακόνιζαν τα μαχαίρια τους
                                                    στα βράχια
Σπιλιάδες και ριπές ανεμοστρόβιλου
           στις κοιλάδες θέριεψαν οι φλόγες
Οι σπινθήρες αναμείχθηκαν με τ’ άστρα
                                         τέτοιος χαλασμός
Που να ‘βρεις μονοπάτι για τη θάλασσα
                                           μια τέτοια νύχτα
Όλα μια φλόγα
                κι ο καπνός μαύρος καβαλάρης
            να τρίζουν τα κόκαλα των πεύκων
Στην πνιγμονή της στάχτης
    ο παφλασμός του κύματος παρηγοριά

Πυρομανής άνεμος
                  κατά μήκος του μαντρότοιχου
κι εσύ ξοπίσω απ’  το σκυλί
                                 με το χαμένο ένστικτο
Δέος, βρισιές καραγωγέα,
                                       συρματοπλέγματα
            δεν υπάρχει μονοπάτι στα κρεμνά

Δυνατός ο άνεμος, έπιασε τόπο η θυσία
Ορθόπλωρος απέπλευσε
                                   ο στόλος των Αχαιών
μα θα επιστρέψει
                         απ’ τα στενά του Καφηρέα
Κι εσύ Κάλχα ας τραβάς τα γένια σου
                             προβλέποντας εκατόμβη

Χωρίς οίκτο η δύση πυρπολεί
                                      τις κορυφογραμμές
Χωρίς λέξεις η ασύμμετρη φλόγα
                                        τα λέει με το κύμα
Νηπενθής ο άνεμος
                μεταφέρει την ασύνορη κραυγή
Στης αγωνίας την ακτογραμμή
                                 πυρώνονται οι βράχοι
Κι εσύ χαμένος στα συρματοπλέγματα
                                 αδαής της χωροταξίας
αναρωτιέσαι τα πως, τα πότε, τα γιατί
                   της πυρκαγιάς και του ανέμου

Έτσι:
Απολογισμού πρώτο

Και τούτο το καλοκαίρι
άλλη μια σκιά στην ακτινογραφία
                               του πνεύμονα της πόλης
Η αρχαία σκουριά επιμένει
                να σαπίζει της πατρίδας το σκαρί
Το ρετσίνι ψάχνει τη φωτιά του,
                    κρώζοντας φεύγουν τα πουλιά
Τη νύχτα θρηνούν οι σκύλοι
                               το χαμένο ένστικτό τους

Απολογισμού δεύτερο

Πρόσωπα ορφανά,
      καλυμμένα με λευκά σουδάρια,
                                            κι εξετάσεις DNA
Στάχτη και καπνιά
        οι φλόγες έφτασαν στη θάλασσα,
                                    τι άλλο μένει να καεί;

Απολογισμού τρίτο

Μυρωδιά θανάτου, πόνος άφωνος
                     παράλυτες φωνητικές χορδές
λέξεις μισές ακρωτηριασμένες
               με τα σωθικά τους να καπνίζουν
                                 στα συρματοπλέγματα
πώς να μιλήσεις;

Απολογισμού τέταρτο

Παίζει στο κύμα ο ασημένιος γλάρος
με άλλη μονάδα αυτός
                     μετράει το μπόι του θανάτου

Απολογισμού ακροτελεύτιο

Κι αυτοί άδουν τυμβωρυχόντας
                              καταμεσής στις στάχτες,
ερίζοντας για το στέμμα και το σκήπτρο

Όταν ραγίζει ο εγωισμός (Δέσποινα Πλευριά)

Όταν ραγίζει ο εγωισμός

στάζουν σταγόνες αίματος από τις οποίες γεννιέται ζωή

όπως από τις σταγόνες

αίματος του φοβερού Ουρανού

γεννήθηκαν οι Γίγαντες - λιγότερο φοβεροί 

θεοί από τον πατέρα τους

μα πιο ζωντανοί

ΑΡΜΟΝΙΑ ΚΑΙ ΟΛΟΚΛΗΡΩΣΗ (Γιώργος Αλεξανδρής)

Της ψυχής μου το άδειο κατώφλι
είναι γεμάτο από το βλέμμα της απουσίας σου.
Οι θύμησες,  ρεμβασμός και θεία λειτουργία,
ρυθμικός  χορός και θυσία  στης μνήμης το βωμό
και η νοσταλγία κρυφή σπονδή στο χρόνο
να έχουν και πάλι τα όνειρα αρχή και χρώμα.

Της ψυχής  σου τ’ ανοιχτό παραθύρι
λιοστάσι είναι και φεγγαράδας γιόμα.
Το βλέμμα σου αγγέλου γλυκοκοίταγμα και χάδι,
ταξίδεμα ηλιού στ’ ουρανού το γαλάζιο
και τ’ αυγινό σου γέλιο αντίδωρο και χάρη
στον ίσκιο του κρυφού καημού και της ελπίδας.

Απλωσιά της αγάπης και χαράς η ζωή,
πολύφερνος δρόμος στην ομορφιά και τη μαγεία.
Οι  λογισμοί του νου και της καρδιάς οι χτύποι,
βαθύ προσκύνημα με σεβασμό και γνώση
στο κάλεσμα, στ’ αντάμωμα, στο γιάτρεμα του πάθους,
πιο πέρα απ’ το γραμμένο μας και τις απαντοχές μας.

Του έρωτα τραγούδι το γλυκομιλητό σου,
μακρύ ταξίδι λυτρωμού και η σιωπή σου.
Ανταύγειες του μέλλοντος καταφυγές κι αναπολήσεις,
λαμπρίσματα οι προσμονές κι οι πόθοι αρμονία,
να έρχεσαι απ’ το αύριο παραδοχή και πίστη
και ταίριασμα να φτάνεις και ολοκλήρωση ζωής.

ΤΟΥ ΑΠΡΙΛΗ ΜΥΣΤΙΚΟ (Β.Α)

 Τ’  Απρίλη σμίγει η ψυχή με τ’ ουρανού τα φρύδια

που απόψε αργά γυρίζουνε σε γάλανο ουρανό

πάνω από πολυχρώματα των οριζόντων φίδια

που γέννησε το γέρικο της φύσης δειλινό.

 

Και μια γρια τρελούτσικη μονολογάει παρέκει

τραγούδι  βρυσοτράγουδο  χυμένο στον καιρό

αγράμπελη για σκέπη της μες στα μαλλιά της στέκει

στον κόρφο της δυο σπούργιτα στήσανε το χορό.

 

Κι από την κάτω ποταμιά απόηχο αφήνει

καμπάνα γέρος που χτυπάει του χρόνου ζαραλής

βέλασμα ένα μοναχό στα λόγγα μέσα σβήνει

κι ένα άλλο από φτωχικό απόμακρης αυλής.

 

Κι ύστερα οι ήχοι χάνονται μες του Κυρίου τα Πάθη

τ’ αηδόνι την Ανάσταση Κυρίου διαλαλεί

κόβονται οι λίγες φωταυγές με του Έσπερου τη σπάθη

βαθύτατο ένα μυστικό κοντά του με καλεί.         

ΑΝΘΡΩΠΟΙ-ΠΟΥΛΙΑ (Φαίη Ρέμπελου)

Τα πουλιά δεν έχουν ρίζες '

Θυμήθηκε με νοσταλγία την εποχή που ήταν δέντρο '

η μάλλον δεν ήταν -δεν ήταν ποτέ '

ένα μικρό νέο και ρωμαλέο πουλί ερωτευμένο με τον έρωτα,

ερωτευμένο με την αγέλη του.

Αχ ναι,την αγέλη του!

Πως μπόρεσε ο άνεμος να τα πάρει όλα πίσω, μια τέτοια συντροφιά '

την ζωή μας ολάκερη -

που να πετάξεις;

Μολυσμένοι οι ουρανοί απ'την κακία και την απληστία των ανθρώπων '

κι αν ποτέ υπήρχε θεός

θα ήθελε για δικαίωση

να βλέπει στα πρόσωπα τους την χαρά

και όχι ψεύτικες γκριμάτσες για σέλφι.

Πού να πετάξεις;

Για πόσο;

Νιώθεις μια μοναξιά που μαβίζει το μπλε τ' ουρανού.

Πέτα.

Πέτα και ότι και για όσο γίνει

ΑΙΘΕΡΕΣ (Καρίνα Βέρδη)

Από περιέργεια

Να δεις που φτάνει το άπειρο

Κι αν ο Θεός τσακίζει τις σελίδες του

Σε ό,τι λάθεψε

Αν είσαι εκτόπλασμα ή απλώς σε λίγωσε η ομορφιά

 βρήκες κάτι πιο επιστημονικό να μπερμπαντέψεις

 το «κλινικά νεκρός»

 

Πεζοδρομώντας τώρα στους αιθέρες

Η σκόνη φοράει ψηλοτάκουνα και καπνίζει ένα αστέρι

ΧΑΛΚΙΝΟ ΣΟΥΡΟΥΠΟ (Παλαιολόγος Χαλίδας)

Κι αν θέλω τώρα στη χώρα των ηρώων

να ακούγεται η φωνή μου

Μαλαμοχάραμα αρχίζει

μαυρίζει ο ουρανός.

Βαθιά σ' ευχαριστώ αρειαγαπημένη

που χάθηκε όλος μου ο εαυτός σε σένα

Τόσες φορές γεννούσες  

το πάθος το παράφορο

Τα τραύματα του κόσμου όλα δικά σου

Τώρα γυρίζουνε πολλοί

που ορφανοί μαζεύουν άνθη

Στολίζουν σάπιο σκηνικό

Και τα θηρία να ξεσκίζουν τη φωνή σου

Τελικά οι θεοί κοιμόνταν πάντοτε

Και τώρα ότι καλύτερό μου

Ξεφτίλα, οθόνες και θάνατος

Ελλάδα Αθήνα Κόλαση

Κουρσεμένη και θεοστόλιστη πόρνη,

γλυκιά μου φιμωμένη

Σε χαιρετώ

Στο μεσοστράτι γαβγίζουν

του χαμού οι κομπανίες

«Λένγκω, Λένγκω, Λένγκω μου σπαράζεις την ψυχή

γιατί μ’έμαθες και ξέρω ν' ανασαίνω όπου βρεθώ 

να πεθαίνω όπου πατώ»

Ο χάρτινος (Βασίλης Καπράλος)

Ο χάρτινος-1

Δε φύσαγε ευνοϊκός, ήταν αντίπαλος κι αυτός…

Το βάρος, που τραβά η ουρά, τα μυστικά του τα φτερά.

Και τον βαστά ένα σκοινί, στην κεφαλή και τον κινεί.

Του έχει οριστεί η ποινή· να τον φοβούνται οι ουρανοί·

κι όλα του τα εμπόδια, -κρυφά- πολεμοφόδια…

Είναι φτιαγμένος με χαρτί, μα την ψυχή του την κρατεί.

Και με την όψη του αγνή, τον αγκαλιάζουν οι ουρανοί. 


  Ο χάρτινος-2

Μήτε το βάρος λόγιασε, στα πόδια κρεμασμένο,

μήτε και στο λαιμό η θηλιά, τον έχει φοβισμένο.

Και πήρε και τον άνεμο, που κόντρα ψιθυρίζει

και σύμμαχο τον έκανε, κι εκεί ψηλά ‘νεμίζει. 

ΑΞΙΟΚΡΑΤΙΑ (Γεώργιος Βελλιανίτης)

                                                   Ο  κατάλληλος  άνθρωπος

                                                   στην  κατάλληλη  θέση !

                                                   Ό,τι  μπορούνε  κάνουνε

                                                   να  φύγει  από  τη  μέση.

 

                                                   Σήμερα  τρέχα  γύρευε.

                                                   Άντε  νε  βρείς  την άκρη.

                                                   πολλοί  είν'  αυτοί  που  μένουνε

                                                   με  πίκρα  καί  με  δάκρυ.

 

                                                   Οι  κρατούντες  μακάριοι

                                                   αβέρτα  λύνουν  δένουν.

                                                  ΄Οσοι σ'  αυτά  είν'  αρχάριοι

                                                   εκτός  νυμφώνος  μένουν.

    

                                                   Να  πάμε  γρήγορα  μπροστά,

                                                   παιδιά,  να  ετοιμαστούμε.

                                                   Με  χίλια  τρέχετε  εσείς,

                                                   εμείς  να  δοξαστούμε.

 

                                                   Οι  άχρηστοι  βολεύονται.

                                                   Ο  κάθένας  τα  χάνει.

                                                   Στο  τέλος  όλα  φαίνονται

                                                   πως  είναι  μία  πλάνη.

 

                                                   Δεν  τελειώνει  όμως  εδώ,

                                                   αυτή  η  ατυχία.

                                                   Οι  εξυπνάδες  οδηγούν

                                                   'ισια στη  δυστυχία.

Αναγνώστες

ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ

ekpoiisi@yahoo.gr

ποίηση στην εποχή της εκποίησης

ποίηση στην εποχή της εκποίησης