η ποίηση στην εποχή της

η ποίηση στην εποχή της

ΠΡΟΣΚΛΗΣΗ

Πλησίστιοι και με τον καιρό
στη πλώρη κόντρα,
περάσαμε σαράντα κύματα
και πάμε όρτσα, γι άλλα τόσα.
Ας ανταριάζει δρόλαπας,
πορεία για το Θιάκι εντός μας.

Η ΜΕΓΑΛΗ ΩΡΑ

Σε ξεχασμένες διαδρομές τα όνειρά μας…
Στα σκλαβοπάζαρα του κόσμου τα παιδιά μας…
Πόση ασχήμια και σκοτάδι γέμισε η ζωή!
Μας στοίχειωσαν μαύρα φαντάσματα
 δουλείας  το δρόμο της ζωής,
που ‘ναι  ο δρόμος των θελήσεων τ’ ανθρώπου.

Ανήλεη ανάγκη, που καις-σφυρί καυτό-
τη θέληση και τη ματώνεις !
Ανήλεη δολιότητα του κούφιου ανθρώπου!
Τι γυρεύατε λάθη ξένα να φράξετε το δρόμο;

Ξανά ζητούν καρδιές ,ζωές να εισπράξουν…

 Ζωή  δεν παραδίδουμε σε άπονων τα χέρια.
Ζωή δεν παραδίδουμε σ’ ανθρώπων την οργή.
Τώρα είναι η ώρα του ανυπότακτου,
του ανυπόκριτου του λόγου…  Αυτόν  υπηρετούμε,
καθώς ήρθε η ώρα να αλλάξουμε τον κόσμο
με απόφαση κι υπομονή, με πάθος και με γνώση.

Τώρα  είν’ η ώρα του λαού,  είν’ η μεγάλη  ώρα.


Ζωή που μας  στερήσανε…  παίρνουμε πίσω τώρα. 

Ο μωβ άνθρωπος

Χτες βράδυ ένας μωβ άνθρωπος
κάθισε στον εξώστη
του ονείρου μου

δεν ήταν σίγουρος για το μέλλον του
διαλογιζόταν αιώνες τώρα
είχε πετρώσει ζωντανός

τα πόδια του ρίζες
που φλέβιζαν τη γη
το στόμα του χώραγε
την Αφρική

κανείς δεν έπρεπε να τον αγγίξει
οι μαγικοί κρεμαστοί κήποι γύρω του
οι ταξιδευτές που τον θαύμαζαν
ο ήλιος που ήτανε δικός του
το φτερό της πεταλούδας
καθώς ξεμάκραινε
λίγο πριν το χάος

κανείς δεν έπρεπε να τον αγγίξει
αν εκείνος έσπαγε σε χιλιάδες κομματάκια
ο κόσμος όλος θα πνιγόταν
σ’ένα μωβ σύννεφο σκόνης

μείνετε μακριά
ούρλιαξα στα αγέννητα αστέρια
μα ο αντίλαλός μου φώτισε
μόνο τα πεθαμένα

μείνετε μακριά
δεν αντέχει αυτά τα χέρια
στέκει ατάραχος εκεί
Νύχτα υγρή.
Καθώς ερωτοτοπούσα με το σκοτάδι
παρεμβλήθη το φως
-αιώνιοι συνοδοιπόροι-
για να κρύψει όσα μπορούσα να δω.
Ποιανού το είδωλο που με κοιτά;
Πίσω από το κερί δεν υπάρχει καθρέφτης.

Ψυχή μου σκοτεινή.

Ψυχή μου κινούμενη αενάως,
αιώνια δεμένη με το σκοπό
να ευτυχήσεις.

Αξιομακάριστη η διπλή κοψιά του μαχαιριού της τύχης,
η αστραφτερή μεριά του προετοιμάζει πάντα
τη στροφή του.
Όσες φορές κι αν ξαναζήσω 
θα πληγώνομαι.
Η δύναμη, η ομορφιά όπλα που σκουριάζουν,
τί απομένει όταν τα φυσίγγια σωθούν;

Ο ήλιος θα σμίγει πάντα με τη θάλασσα.
Η ακρογιαλιά θα είναι πάντοτε εκεί.
Στο κύμα θα πυκνώνω το μπλε του ουρανού.
Ο αέρας θα τροφοδοτεί τα πανιά μου.
Στα φύλλα των δέντρων το τραγούδι μου,
στο σάλεμα των χόρτων ο χορός μου.
Το άρωμά μου εγκλωβισμένο σε ρόδα ματωμένα
και το δάκρυ μου δροσοσταλιά στις αιχμηρές τους άκρες.
Η θύμησή μου διεχυμένη σαν αχλή στον ορίζοντα.

Ψυχή μου απέραντη σαν πέλαγος
άμορφη κι εύπλαστη σα νέφος απαλό.
Ψυχή μου ελαφριά όπως η νύχτα
κι ονειροπόλα σαν ανατολή.
Ποιός θεός θα σε γαληνέψει;

Το όλον και το τίποτα τόσο κοντά.
Σαν ένα.

Σ’ αυτή την πόλη



Στη μεγάλη λεωφόρο βαδίζουν
             όλοι μαζί κι ο καθένας μόνος
Όλοι βλέπουν
τα ίδια δένδρα, τα ίδια πρόσωπα
                             τους ίδιους δρόμους
Σ’ αυτή την πόλη
ο καθένας έχει τ’ όνειρό του
                                κι όλοι μαζί το ίδιο
Ο καθένας ζει το δικό του εφιάλτη
                             κι’ όλοι μαζί τον ίδιο

Σ’ αυτή την πόλη
                    οι μυλόπετρες της μέρας
                                          μας αλέθουν
όλους μαζί και τον καθένα μόνο του                     
Σ’ αυτή την πόλη
τα σκυλιά κι οι άνθρωποι
                          έχουν θλιμμένα μάτια
Σ’ αυτή την πόλη
                            άνθρωποι και σκυλιά
    ψάχνουν αποφάγια στα σκουπίδια
Σ’ αυτή την πόλη τη σκληρή
                     αυτό που δίνεις παίρνεις
μοναξιά στη μοναξιά
               φτώχεια στη φτώχεια
                               θάνατο στο θάνατο

Αυτή η πόλη πρέπει ν’ αλλάξει
Στη μεγάλη λεωφόρο πρέπει
                                        να βαδίσουμε
              όλοι μαζί κι ο καθένας μόνος
με τα ίδια όνειρα γραμμένα
                                     στο μέτωπό μας
με τα ίδια συνθήματα
                       γραμμένα στα πανό μας
Αυτή η πόλη σου επιστρέφει
                                           ό,τι της δίνεις
αγάπα τη να σ’ αγαπήσει
                      κάψε τη για να σε κάψει
να φυτρώσουν στ’ αποκαΐδια της
                                               λουλούδια
Αυτή η πόλη είσαι εσύ
                     άλλαξε λοιπόν, ν’ αλλάξει
Βγες επιτέλους στη μεγάλη λεωφόρο
μ’ ένα όνειρο στο μέτωπο
                               έτοιμος για να καείς

Σ’ αυτή την πόλη οι ήρωες είναι
                                      άνθρωποι απλοί
προχωρούν σκυφτοί στα σκοτεινά
                            του φόβου μονοπάτια
Ο ήρωες σ’ αυτή την πόλη
                φοβούνται αλλά προχωρούν
είναι πολλοί
         μα δεν διστάζουν να γίνουν ένας

Σαν έρθουν οι καιροί
σ’ αυτή την πόλη οι άνθρωποι
           γίνονται δέντρα, γίνονται δάσος
ριζωμένοι βαθιά στο χώμα
δρασκελούν πολλά χιλιόμετρα ιστορίας
                                                σε μια νύχτα

Σαν έρθουν οι καιροί
Αυτοί που δεν έχουν τίποτα να χάσουν
                               θα δείξουνε το δρόμο
Αυτοί π’ αρνούνται τη ζωή
                                     που τους χαρίζουν
και διαλέγουν μόνοι το δρόμο τους
                                     και το θάνατό τους
Αυτών το μπόι, θα μετρήσει η ιστορία,
                       με τη μεζούρα των αιώνων

ΓΡΑΜΜΑ ΣΤΟ Γ. ΔΡΟΣΙΝΗ

Το πυροφάνι έμεινε στο κύμα
ο σταλακτίτης σε βαθιά μέσα σπηλιά
και του νερού το διάφανο το βήμα
νεκρή εικόνα μες την αντηλιά

οι νυχτερίδες φτερωτές κυράδες
σε έναν κόσμο που στα λήθεια σπαρταρά
μες σε βαθιούς και νόμιμους Καιάδες
καμακωμένη αργοσβήνει η χαρά

μα όσο κι αν ανώφελα σταλάζει
μέσα απ' τα μούσκλια των καιρών βρύση κρυφή
και της κακίας ακονίζονται τα νύχια

στα πολυτρίχια και στις φώκιες κάτι αλλάζει
σε ξεροβράχου θαλασσόδαρτη κορφή
και στης χαμένης ύπαρξης τα μύχια.

Αναγνώστες

ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ

ekpoiisi@yahoo.gr

ποίηση στην εποχή της εκποίησης

ποίηση στην εποχή της εκποίησης