η ποίηση στην εποχή της

η ποίηση στην εποχή της

Ταυτότητα

Νιαγάρας
και με ξεπλένει
Νεογέννητος βγαίνω
μέσα απ’ τις στάχτες
του δεύτερου θανάτου

Σαν κάποιος
που ξεκαθάρισε
με τον εφτάψυχο Μινώταυρο
και νάτος πάλι
ο εμπαίχτης βασιλιάς
πλανόδιου θιάσου

Κομμάτια
πίσω μια κομματική ταυτότητα

Κατηφορίζει
τις αγγελίες εφημερίδας
Νεοϋορκέζικης πολυκατοικίας
ανηφορίζει τα πατώματα
Στέκεται στο ανατολικό διαμέρισμα
που έχει θέα θεό τον Χούδσωνα
Κραδαίνει από ψηλά
το επίπονα επίτομο
ογκώδες λεξικό του Ελευθερουδάκη

και της Ελευθερίας
κλείνοντας το μάτι
το στέλνει να κατρακυλήσει
φαρδύ πλατύ στον ποταμό
που ορμητικός βγαίνει στον Ωκεανό
και το μοσχοπουλά στα ψάρια

Πρόλαβα και διέσωσα μια χούφτα λέξεις
που τις φόρεσα κατάσαρκα

Λέξεις
που τα πουλιά να τις καλούνε
άκουγα στον ύπνο μου

και εκείνη την κλητική προσφώνηση:
«Σύντροφοι…»
που άλλοτε
αν και με παρρησία μαρμάρωνε
τις καπνισμένες αίθουσες
παρωθούσε
σταχτοθήκες να κοιτούν λοξά
Για την οποία τρέφω
σχέδια
αποπροσανατολιστικά
περίπλοκα
Μα τι πιο απλό
τι λέω
παρά στα
εξ ων
συνετέθη να τη διαμελίσω

Σ - ίγμα
Σςς σέγα
ξυπνάς το κρυολογημένο σέλας
ρουφώντας τη μύτη
ονειρεύεται
σε λευκά χνάρια από ελλειπτικές
σπιράλ διαδρομές ουράνιας προπέλας
Σελίς
με τι φροντίδα
σου γδέρνουν την επιδερμίδα
πένες μαινόμενες κοινωφελείς…
ζηλεύουν το ίχνος
που χαράζει το μπλε γάλα
ρυάκι αφρώδες εκβάλλει
σε κοιλάδα
όπου ανθίζουν δάκρυα
καλπάζουν αναφιλητά
ευγενούς κοπέλας
από πανούργο εραστή
εγκυμονούσα κι εγκαταλειμμένη
παραπαίει
σ’ αγαπώ [σ]πάω να συλλαβίσω
κρατάτε με
καλοί μου φίλοι επαναστατώ
δε μπορώ άλλο
το βλέμμα το θανατερό
που της στέλνουν διψασμένοι
χίλιοι ζόμπυ
Ναζωραίοι
εν χορώ
ύ - ψιλον
Και το φτυαρίζω του Βουκεφάλα
που στις μέρες μας
δε βρίσκει αναβάτη
ν - ι
Νίκο,
δεν βρίσκω τίποτα παντοτινά
κανονικό για σένα
τ - αφ
Tough shit
Ταυρομάχος γίνε της ωρυόμενης κότας
ρ - ο
Και μου ’ρχεται να ουρήσω
Ροές των άστρων παρασταθείτε μου
ο - μικρον
Ένα διάφραγμα χαρίζω δις
στην άγνωστη φεμινίστρια
φ - ι
Αυτό του γραμματικού Θεόδωρου
Να το ποτίσει
[λαγήνι] δέντρο να γίνει
οι
Μόν’ η δίφθογγος όμικρον ιώτα
ας μη χωρίσει
και με κουμπάρο αλήτη
ας γίνει βέρα
όσων δίγαμοι
αγαπούνε κι ο[κ]νει .. ρεύονται

Το αμάρτημα του πατρός μου

στον Πάνο Κουτρουμπούση

Πού έφταιξα πατέρα
και με φόρτωσες πενταετή
με τόσες ματωμένες σου αναμνήσεις;

Μέρες του ’63
προμηνύανε μιας χούντας τα μαντρώματα
κι εσύ δεν είσαι πλέον καπετάνιος στα βουνά
και στα λαγκάδια με τον Άρη

Όσο για τη Μακρόνησο
την λεν Long Island!

But father thanks
Στο κέντρο του κόσμου
– ω, Νέα Υόρκη –
όπου μ’ έστειλες να μορφωθώ
σ’ αυτούς
που δώσαμε του Προμηθέα το φως
και μας επέστρεψαν μια λάμπα
της σκέψης άγγιξα τα λάφυρα
κι αφού χλεύασα
τις βεβαιότητες των πολλών
τους νόμους αφουγκράστηκα
των αναλογιών
σπούδασα
την αμεριμνησία

αλληθώρισα
στη δυσκαμψία
χαμογέλασα
στη μαλακία
σήκωσα
ψηλά τα χέρια στη βλακεία

κι όσο πιο ευφάνταστα γινόταν
γνώρισα το κάλλος το εκρηκτικό
αλλά και τον Calas τον αναρχικό
δίχως του τάδε γλείφτη
τα εκ μέρους
και του δείνα

Εδώ να δούμε τι θα δούμε
στην ημετέρα
μπανανία που επέστρεψα
το motto καλά ΚΡΑΣΙΆ κρατεί ακόμα

Κ.Δ.Ω.Α

«Κτηνώδης Δύναμη,
Ωγκώδης Άγνοια»
Κι ότι αρπάξει η βήτα όψη τους
άδει κατά πόδας ο χορός
Τι λέμε τώρα…

Active Member

«Αρέσει δεν αρέσει
πάντα θα το σκάνε τα πουλιά..»
Φώναξε
κατηφορίζοντας με δρασκελιές
απ’ την κορφή του όρους
σε τροχιά σύγκρουσης άνευ ορίων
με τους πλατύποδες της πεδιάδας
ανακρίνοντας τα μάτια τους
στο φως μιας δάδας
βουτώντας μέσα στις καρδιές
ρωτώντας με δάκρυα:

«Ελλάδα,
που ανθίζεις ξεροσφύρι
αγκάθι πίσω απ’ τις γραμμές
ανάμεσα στις νότες
παλίμψηστο
από
διπλοπαρκαρισμένα
ψεύδη
Πατρίδα,
αξίζει πάντα να πληρώνεις
να δεις το τέλος της
παρτίδας;

Ασφαλίζεται
η ανικανότητα;
Επιβραβεύεται
η δολιότητα;
Η μπαμπάκιας
ο μαμάκιας,
η ύαινα και τ’ άλλα παιδιά;»

Ελέω διαδικτύου
η Φαντασία
σε νοσηρές διαδρομές
παραδίδει
το μέλλον των γυναικών
εις μέλος Μινωταύρου

Αφού τους ιπτάμενους Ολλανδούς
αντικατέστησαν ψηφοφόροι ιπτάμενοι
τι κι αν επαίρονται πως πάτησαν στον Άρη

Μόνο το σημείωμα κάτω απ’ το βράχο
θα λύσει το μακάβριο γρίφο.

Τη μπαναλιτέ αγάπησες πολύ και
φόρτωσες στ’ όνειρο
να κυνηγάει το θαύμα

Ξοπίσω σου
η συμμορία των βακτηρίων
διαδηλώνει σε στάση λωτού.
Καμιά σχέση
με τους νοσταλγούς των θρόνων.
Το γάρ πολύ της θλίψεως
γεννά κακές συγκρίσεις.

Γδυθήκαμε να δούμε ποιοι είμαστε
στον ποπ ήχο ενός φελλού σαμπάνιας
«Τι πρέπει να κάνουμε
στη συνέχεια, δάσκαλε;»
«Μα εγώ νόμιζα πως εσείς
ήσασταν οι δάσκαλοι»

Ο ΒΑΛΤΟΣ

Πώς να ξεφύγω απ’ τον βάλτο.
Ότι αγαπώ είναι πάνω του.
Γίνομαι Χριστός.
Περπατώ στην επιφάνεια, αν μπορώ
Μην εναποθέσω το βάρος του σώματός μου,
Πάνω του.
Εκεί είναι η παγίδα.
Θα 'μαι ανάσα πουλιού,
Βλέμμα μωρού παιδιού και σώμα σε έκσταση.
Όπως ήμουν όταν τον γνώρισα.
Έτσι θα 'μαι και τώρα που τον κατέχτησα.
Αγαπώ την ελευθερία του
Μένω μακριά όταν βουλιάζει λίγο
Ξέρει μόνος του να σωθεί.
Αν αλλάξω τα υλικά του,θα χάσει την ισορροπία του,
Ακόμα και αν αντικαταστήσω το σίδερο με φύλλα χρυσού.
Δεν θα κλείσω τις ρωγμές στο σώμα και την ψυχή του.
Θα ‘ναι σαν πληγή καλυμμένη που έχει γίνει σήψη από κάτω.
Άστες ανοικτές. Θα πονάνε.
Κάθε μορφασμός πόνου είναι βήμα ζωής.
Θα φύγω όταν το βλέμμα μου θολώσει από το δάκρυ.
Μην ξεγελαστώ.
Ποτέ το άγγιγμά μας δεν θα ΄ναι το ίδιο.

Ο χρόνος αμείλικτα λιγοστός
Αμείλικτα ειλικρινής
Άστεγος, με ψυχή διωγμένη
Σε άψαχτο ύψος εναέριας σπηλιάς.

Η δόξα αλύτρωτη,
Εξαιτίας καθημερινών ένοχων κινήσεων
Που αντικαθιστούν την πραγματική ευτυχία,
Ξεσκεπάζεται την νύχτα,
Με μορφή γυμνού λείου κορμιού και κλαίει.

Η κίνηση μιας βλεφαρίδας,
Είναι ο χρόνος που χρειάζομαι,
Για να λατρέψω την ζωή μου,
Ή
Να την καταστρέψω για πάντα.

Η γενοκτονία

Μεγάλη γενοκτονία σήμερα
στον κήπο μου
Σιδερόφρακτοι καβαλάρηδες
θέρισαν τις μαργαρίτες
Ξάπλωσαν στο χώμα άλικα αιδοία,
οι ακρωτηριασμένες παπαρούνες
Γαντζώθηκαν της τριανταφυλλιάς τα νύχια
στ’ άρματα,
ουρλιάζοντας αντίσταση
Όμως κουρεύτηκε η κόμη της αταξίας
χτενίστηκαν τα δέντρα
Ο χλοοτάπητας ευθυγραμμίστηκε
Σαν μπάλα του μπιλιάρδου
κυλάει πλέον η ματιά
Γλιστράει στην πρασινάδα
αδιάφορα
Τρόμαξαν τα πουλιά,
Δραπέτευσαν τα έντομα
για βρώμικους παραδείσους
Μαράθηκε και ο έρωτας
στην ανία της ομοιομορφίας
Κυρίαρχη τώρα η καθάρια απουσία
Απερίσπαστοι οι περίπατοι
Πίνεται σε μεγάλες γουλιές,
άκρατη η μοναξιά
Και η άνοιξη έγινε μονόχρωμη
ανάμνηση
Η άνοιξη είναι πλέον μια ειρωνεία
Από το διπλανό οικόπεδο, μας χλευάζει
Σκορπώντας χρώματα και αρώματα
Κάθε ηλιοβασίλεμα κροταλίζω
το μαστίγιο της αυτοκριτικής
Ωστόσο στο καμαράκι
του κήπου μου φυλάω υποκριτικά
τα κοφτερά μαχαίρια
για την καινούργια άνοιξη
Ας μην το κρύβουμε
Είμαστε αμετανόητοι δολοφόνοι
Θυσιάζουμε ανενδοίαστα την ομορφιά
Στον βωμό της τάξης


Αμετανόητος Προμηθέας

Απ’ τις γαρδένιες στα γιασεμιά
Περιπολούσε το ολόγιομο φεγγάρι
Όταν ξαφνικά ένοιωσα την απουσία του
Έλειπε και πάλι το συκώτι μου
Επιταχύνθηκε η μαρμαρυγή των αστεριών
Θόλωσε το φεγγάρι
Καθώς πλήρωνα με τα σπλάχνα μου
το τίμημα
Ύβρις μου η αμφισβήτηση της τάξης
του ουρανού
Η φωτιά που ελευθέρωσα, πυρπόλησε τα νέφη
Ανατράπηκαν οι προαιώνιες ισορροπίες
Καθώς φωτίστηκε το σκοτάδι της αμάθειας

Με την ηδονή της προσφοράς βάλσαμο
στα σωθικά μου
Άφησα το φεγγάρι αιχμάλωτο
στην τροχιά του
Να μετράει τους κύκλους
της αέναης ακινησίας του,
Και με το βάρος της έλλειψης
στα σωθικά μου,
αφέθηκα στην αγκαλιά του μορφέα

Φυγάδευσα τον Ενεστώτα στον Αόριστο
Καβάλησα το παιδικό μου ποδήλατο
Και δραπέτευσα στις γειτονιές των παιδιών
Ώσπου στο καλντερίμι του ουρανού
Άκουσα τον ασύμμετρο καλπασμό
των αλόγων του Φαέθοντα
Και κάπου στο βάθος αφουγκράστηκα
τον αμείλικτο κεραυνό του Δία
Να επαναφέρει στην πορεία του
το εξοστρακισμένο άρμα του Ήλιου

Όλα πια, στη θέση τους
Κι εγώ αρτιμελής αλλά αμετανόητος
Προμηθέας
έστησα τον πάγκο μου στην αγορά,
για να προσφέρω και πάλι
το αναγεννημένο συκώτι μου
προσάναμμα στην πυρπόληση
της νέας τάξης των θεών

Οι Ονειρολάγνοι

Τη νύχτα συνήθως ξυπνούν
Τα νυχτόβια πλάσματα
Οι Δράκοι και οι άγγελοι
Οι κένταυροι και οι γοργόνες
Οι Μέδουσες και Ερινύες
Τρίζουν τα όνειρα,
Αναδομείται ο χωρόχρονος
της φαντασίας μας
Σφαδάζει το κορμί, στριφογυρίζει,
διαλύεται
Εναέριες πτήσεις
Φωνές και πόθοι σαρκοβόροι
Απωθημένοι στο δισάκι του
ασυνείδητου
Μεταμφιεσμένοι οι έρωτες
της μέρας
που τρύγησαν τα χτυποκάρδια μας
Φουσκώνουν τους αδένες
οι εκρηκτικές ονειρώξεις
Και ξυπνάμε το πρωί
μέσα στις ενοχές μας
Κρύβουμε στην αθέατη όψη μας
Το άλλο πρόσωπο του Ιανού
Ξεπλένουμε, βιαστικά τα ίχνη
των ανομολόγητων πόθων μας
Και βγαίνουμε στον ήλιο
της καθημερινότητας
Κρυφοκοιτάζοντας με προσμονή
τη δύση του
Ας μην το κρύβουμε
Διψάμε
Για νύχτες, γεμάτες όνειρα,
ουράνιες πτήσεις και λαγνεία
Είμαστε,
σεμνοί ιπτάμενοι ονειρολάγνοι

Σύσταση συμμετοχής

Εμβόλιμες καρφώνονται επιδέξια εγκάθετων
τακτικές διαίρεσης του δυναμικού πολλαπλάσιου
ενεργειακού πεδίου που επικίνδυνα σταθερά
διογκώνεται απειλώντας τον χωροχρόνο
ωφελείας εκείνων που επίμονα ευελπιστούν
προς εγκαθίδρυση και διατήρηση βασιλείας
αλλότριας προς την ονειρική σου πραγμάτωση
αέναα διατηρώντας ηνία ελέγχου εθισμένοι…

Πιάσε το τώρα αυτό κι άπλωσε το με τα δικά σου χρώματα
στον καμβά του μυαλού σου και παίξε μαζί του
φτιάχνοντας τις δικές σου εικόνες.

Ακολουθεί έκθεση έργων σε δημόσια θέα εκτός τειχών,
τρομοκρατούνται οι κατέχοντες τις γκαλερί του κατεστημένου
ανησυχούν οι εθισμένοι βολεμένοι κριτικοί
το κοινό εκβάλει στο προσκήνιο…

Let's Fucking rock And Fucking roll

Μια πρώτη διευκρίνηση. Η γλώσσα είναι σχετική και ελάχιστα καλόβουλη για να την πιστέψεις και στο τέλος (εάν υπάρχει αυτό το μπουρδέλο που λέγεται τέλος) να μας ενώσει μέσα στην ροζ καρδία του συγχρονισμού. Άρα ας ξεκινήσω κάπως έτσι. Σημείο έναρξης και επαναπροσδιορισμού θα είναι η κοιλιά, η δική μου και η δική σου, οι περιστροφές της, οι αναταράξεις της, τα αέριά της, οι μουδιασμένοι της κόμποι θα δίνουν κάθε φορά το τέμπο και το στίγμα μιας ανακλαστικής έλξης ή άπωσης. Μια συμβολική αμοιβάδα μέσα στο αόρατο σώμα μιας αόρατης αμοιβάδας, το απόλυτο σόναρ μωρό μου. Θα στήσουμε λοιπόν αυτί στα τοιχώματά της και με κλειστά μάτια και σταθερή αναπνοή θα ιχνηλατήσουμε και τις πιο ανεπαίσθητες δονήσεις, τους ήχους του βυθού που εννοείται ότι αποτελούν την μετεστραμμένη φωνή όλων των επιφανειών, προς κάθε επιφάνεια και προς κάθε κατεύθυνση. Εκεί θα σχιστεί το παραπέτασμα, εκεί δεν θα υπάρχει κανένα ψέμα να ειπωθεί. Όχι δεν θα είναι ο παράδεισος και βέβαια δεν θα χρειαστεί να αποδημήσουμε για να ενωθούμε, ones and for all, με το γελοίο άυλο πυρήνα που μια μέρα μας έφτυσε και τώρα μας υποδέχεται, ξανά, ανάμεσα στα πόδια του για να γίνουμε ένα με τα κολπικά υγρά του. Και τα πράγματα έχουν κάπως έτσι, η γλυκιά ήττα των λέξεων έρχεται με την παιδική είσοδο του γεγονότος και την ηλιόλουστη καταιγίδα της συνειδητοποίησης, όταν σπάει το τακούνι της πρόθεσης και πέφτει στο φρεάτιο της πράξης, όταν το κάθε λάθος θα κοιταχτεί στον καθρέφτη και, επιτέλους, θα βγει για δείπνο με την αξιοπρέπεια του να είσαι αυτό που ήδη ήσουν και αν μη τι άλλο έμελλε να γίνεις, αυτό που ήδη ήσουν, χωρίς μετάφραση, χωρίς συμβολικούς στροβιλισμούς και μοναχικούς εναγκαλισμούς στο δωμάτιο της θλιμμένης πριγκηπέσας, ψηλά, ψηλά στο τελευταίο δωματιάκι του πύργου.

Δεν μπορώ άλλο

Φόρεσε το ρούχο του ανθρωπάκου
κι άσε τη στολή του σπουδαίου
δε σου ταιριάζει, δε γεννήθηκες γι’ αυτήν.
Δεν υπάρχεις γι’ αυτήν. Δεν μπορείς να την υπηρετήσεις.
Το ύφασμα του ανθρωπάκου
για σένα υφάνθηκε. Φτηνό, απλό
χαλεπό, εκκολαπτικό, μυθοποιητικό,
πρόχειρο, βασανισμένο, δανεισμένο,
χωρίς στυλ, μύχιο, υφέρπων πολύχρωμες συγκρούσεις
με τους μεταμορφωμένους αγοραστές του
που λέγουν δήθεν πως κι αυτοί απλοί είναι
σαν κι εμάς τους θεατές τους, ίδιοι,
με όνειρα κοντινά, πέρασμα στη γλώσσα την εσώτερη
φθαρμένη από την κριτική της άγνοιας
που θέλησε να τους βγάλει από τους αφανείς
και φωτεινούς σηματοδότες στο σπίτι μας
να συλλαβίζουν μεγαλόπνοα πολιτιστικά μονοπάτια
ιδιότυπα, λαϊκίζοντα γυμνά, χυδαΐζοντα ερωτισμό έντασης
κι όχι υπόθεσης, δραματουργίας,
οι μισοθαμμένες φιγούρες του απόγειου
του πολιτισμού του όλα ή τίποτα
που γύρισε στο τίποτα, από εκεί όπου ξεκίνησε.
Καιροσκόποι, δημόσια θεάματα εσείς
κι εμείς, στο ιμάτιό μας
να το διαρρηγνύουμε όπως μας έμαθε
φωνή βοώντος εν τη ερήμω.

Βουλιαγμένο κενό, χαλασμένη τροφή

Να ειπωθούν σε μάκρος. Αλλιώτικα.
Χτυπήματα κάτω απ’ τη μέση. Μίσος.
Ρήγμα μεθοδευμένο. Στις σχέσεις των ανθρώπων.
Οι γειτονιές πέθαναν. Μόνοι μας απομείναμε.
Μόνοι μας τριγυρίζουμε. Στα κουτιά.
Τηλεόραση. Υπολογιστής. Επικοινωνία με τον εαυτό μας.
Φωτογραφίες, σωρό από πληροφορίες και τίποτα.
Χαζέψαμε από όλα και ξεχάσαμε το χέρι ο ένας
να ακουμπά του άλλου
σε μια βόλτα αγκαλιά και να κοιτάς τον ουρανό
με το κεφάλι σου γερμένο στον ώμο.
Μηνύματα, κι άλλα μηνύματα. Τηλέφωνα σταθερά, κινητά.
Συνέχεια.
Μα, τι λέτε σ’ όλα αυτά; Ανούσια πράγματα. Αστειότητες.
Που θα πας; Τι θα κάνεις; Είδες στην τηλεόραση…;
Μπήκες στο site…; Έλεος.
Η ζωή μας ζωή άλλων και τα ενδιαφέροντα
ενδιαφέροντα άλλων. Η δημιουργία, κι αυτή άλλων.
Κι εμείς ο κυκεώνας του τίποτα. Κενό. Μαύρο σύννεφο.
Στον ωκεανό της αχρηστίας. Στο βάραθρο του ανυποψίαστου.

Όλα είναι για το καλό και όλα για το κακό.
Ο χαρακτήρας που τα δοκιμάζει αλλάζει.
Η μορφή μας τετραγωνίστηκε. Έφυγαν οι καμπύλες.
Λυπάμαι. Στο τιμόνι σε παρασύρει η ταχύτητα.
Στην οθόνη η ακινησία.
Παντού υπάρχει η δικαιολογία.
Νοστιμιά.
Λίγο να βράσει. Μια στιγμή.
Σούπα και να τινάξεις λίγο πιπέρι.
Πρίγκιπας στην άκρη. Σκιώδης. Σακούλα με σκίτσο ελέφαντα.
Σ’ ένα σταθερό σημείο μια προσοχή του χρειάζεται.
Ένα όχι με βάρος πιο μέσα απ’ τα μάτια.
Ασχήμια σ’ ένα δάχτυλο που σπρώχνει πλήκτρα κι εικόνες από λάθη.
Σταλάζουν τα γρήγορα και να που κι αύριο
δεν ήξερα τι είδα χτες, σ’ ένα ξανά και ξανά πάλι τα ίδια φτάνει,
πες ότι γύρισες συμπεριφορά, ότι σε σκούντησε αόρατο δίλημμα
πνευματικό χάρισμα αντίστασης σ’ ό,τι ωθεί τα μπρος στα πίσω,
τα πίσω στα μπροστά,
ένα εκτελεσμένο μισοκαμένο νεανικό αντίο, στα λόγια
ζήτα ό,τι σου δίνουνε είναι το ρητό αλλά μην τ’ ακούς.
Δώσε ό,τι σου ζητάνε λένε άλλοι,
όποιο απ’ τα δύο με κίνδυνο να’ χεις γεράσει πριν γεράσεις.
Μετέωρος βήμα στο βήμα, μονόχρωμος.
Τα απαραίτητα τα κρατάς μόλις γεννήθηκες.
Τα υπόλοιπα, εορτολόγια, θυσίες περιττά.
Φρίκη στα καζάνια. Ντροπή. Λίγο ακόμα και θα τους πίστευα.


Οικονομικός φρενήρης ρυθμός…
Στάσου για να καταλάβω. Φταίει η ψυχή του ανθρώπου;
Φταίει. Οι απόψεις του αλλάζουν; Όλα αλλάζουν…
Κάτι για να κρατηθώ;
Μόνο η τέχνη. Καλή τύχη.

Στα ερείπια ψάχνεις λέξεις να σε βγάλουν απ’ την αφάνεια.
Μικρές νομάδες από έννοιες έντονης ώχρας.
Θόρυβος από πουλιά του διωγμού. Δύο όψεις. Σαν το κέρμα.
Όσο και να το ρίξεις θα σε ξεγελά.
Γελασμένος σ’ ένα μικρό δυάρι, κουρασμένος.
Ξεφύλλισμα από χίλιες σελίδες χαρτί από μελάνι.
Πολύχρωμες εικόνες.
Λιακάδα απ’ τον πλούτο της εσωτερικής γαλήνης.
Οι τύψεις για συμμετοχή. Ενοχές για ανοχή.
Δεν τελειώνει ποτέ η διαφορά μας. Συνεχίζεται.

Γέμισα,
γέμισα από κόσμο, από ψυχές
από στρώματα, σεντόνια και γραμμάτια.
Από αποτσίγαρα, κάγκελα και τσιμεντένιες πλάκες.
Γέμισα από τρένα, λεωφορεία και σταθμούς.
Από ταμπέλες, γράμματα και νόμους. Από καπνισμένα
φορέματα, από δειλά χρώματα, από στριμμένες συμπεριφορές.
Γέμισα από ανάγκες, αντιρρήσεις και ευχές. Από επιθυμίες,
Γνώμες και τριβές. Γέμισα από φανάρια, τσίγκους,
πλυμένα αλουμίνια, φλογερούς πυλώνες, αντλίες νόησης.
Γέμισα από φρεσκοβαμμένα παγκάκια, από αινίγματα,
από ανάρπαστα χαρτάκια κρεμασμένα σε κίτρινα ξύλινα
κουτάκια με δυο μάτια κουκουβάγιες να ρωτούν τι θέλετε;
Γέμισα από ασκούς ευδαιμονίας, από χρωματισμένους
αστυφύλακες, από γυμνούς απόστρατους και στρατευμένους
πολιτικούς, από λυπημένους περαστικούς.
Γέμισα από ένα + ένα, από αφαιρέσεις και διπλούς υπολογισμούς.
Γέμισα από εσάς. Γέμισα από ζωή.
Κουράστηκα.
Θα λείψω για λίγο.
Φεύγω.

ΑΝΗΜΕΡΩΤΟΙ

Βγάλε βόλτα το μάτι του σκύλου σου
και άσε το συκώτι της σφίγγας
να περιφέρεται παράτολμα στην αυλή μας
Οι διαλεκτοί συνάδελφοι πρέπει
να βαφτούν στα χρώματα της αρεσκείας μας
χωρίς αντίρρηση
. γιατί μέλλον δεν θα υπάρξει.
Τα έντομα ξέρουν και παραλαμβάνουν
την αλληλογραφία τους
Εμείς όμως όχι
μείναμε ανημέρωτοι απ' την
τελευταία λέξη της μόδας
γι' αυτό άλλωστε φοράμε ακόμα ρούχα.

ΜΠΕ! Ε! Ε!

Φώναζαν όλη μέρα
μπε Ι ε! ε!
με προσπάθεια άρχισα να φωνάζω
η ζωή του προβάτου πονεμένη.

Πρόσεχε τους τρόπους τους το
Βλοσυρό βλέμμα τους
το πονεμένο
μάθε τους και κτίστους
στο κλουβί τους μόνοι
εκεί που τους αρμόζει.

Το χαμόγελό μου τραυλίζει,
στις προσταγές του εγώ μου
που ήρθα και δεν ...
Οι μέρες περνούν
κάθε στιγμή πετραδάκια στη ζωή μας
κτίζουν το θάνατό μας.


Οι νέοι τσαρλατάνοι

Περιλουσμένοι από ιστορικές ανατάσεις

από νέους τρανούς σκοπούς

αγοράζουμε μελλοντικές ορέξεις

χορεύοντας σε ρυθμούς γνώριμους και μη.


Καθώς οι νέοι τσαρλατάνοι περιτριγύρισαν

ακούστηκαν φωνές από μέσα

μικρές πάνω, βροντερές βαθιά,

και εμείς ανάμεσα και περίτρανα αλαφιασμένοι

υπομένοντας τα θέλω να αναβλύζουν,

ξύνοντας τις αδιάφορες στιγμές ακόμα.

Μερικά ανύπαρκτα μπορεί

θέλουν να πιρουνιάζουν την κάθε στιγμή μας.

Ξενδιάντροπα ανεχόμαστε

τις κάλπικες ανατάσεις του νου

αναπάντεχα συντριβόμαστε στις βολές των όπλων

ανεξέλενχτα σημαδεμένοι.

Περνούν οι σημαδευτές μέσα από τρύπιες μελωδίες

ακούγοντάς’ τες μόνο τις ώρες τις σιωπής

της σιωπής του υπέρτατου συγχρονισμού,

μετρώντας τόνους αγωνίας

καραδοκούμε ψίχουλα ανέμελου καταυλισμού ψυχής

εξοικονομώντας παρατάσεις χαλαρού βίου.


προσωπείο

Οι μουσικές χτίζονται πάνω σε μουσικές
τα λόγια πάνω σε λόγια
η αγάπη πάνω στην αγάπη
και πάνω στη έλλειψη της
τα πάντα χτίζονται πάνω στην έλλειψη
αυτού που είναι ήδη εκεί
και ο λευκός θόρυβος των φόβων μας
ως αυτεπάγγελτος σκύλος-οδηγός
εξουδετερώνει την ηδονική αδιαφάνεια του
ενώ αυτό αόρατο
φέρνει βόλτες επαναληπτικές
πάνω και μέσα στο σώμα μας
Οι τοίχοι κτίζονται πάνω σε αυτό το ενοχλητικό κενό
που τα μάτια μας
ώς άθροισμα όρασης
όλων των υπολοίπων διαθλασμένων οράσεων
μας χωρίζουν από την έλλειψη ασφαλούς συνόρων
που είναι ήδη εκεί
ώς άθροισμα
ως άθροισμα της διαίρεσης της ακεραιότητας μας
υιοθετούμε τα μάτια που δεν μπορούν να δουν το κενό
την απλή σύσταση του διαφανούς λευκού.
Τα πάντα κτίζονται πάνω σε κάτι ώσπου η αρχαιολογία ως τέχνη της γνωριμίας μας με το πρώτο επίπεδο του χώματος να διαλυθεί μέσα στην συστοιχία των κτισμάτων, και από εκεί να αντανακλάται από τα μόρια όλων των τοίχων
και ως μηχανικός μονόλογος
στην έλλειψη βαρύτητας του διαστήματος
να έρχεται και να φεύγει
παλινδρομικά
χωρίς να ζητάει κάτι
διότι οι αντανακλάσεις μας δεν ζητούν ποτέ τίποτε
καθότι εμείς έχουμε διαγράψει την λίστα
όλων αυτών που κάποτε
ζητούσαμε τόσο επίμονα
ακριβώς στον ίδιο ρυθμό
που χτυπάει η καρδιά μας
Εσύ όμως δεν ήσουν ποτέ από τσιμέντο
και δεν είσαι μια πόλη,
παρά η θολή αντανάκλαση της.
Η τέχνη των ματιών είναι να βλέπουν καθαρά,
διότι μπορούν,
τίποτα παραπάνω,
και η τέχνη του στόματος να εκφέρει το τώρα
πάνω στην επιφάνεια των κυμάτων
αυτού που είμαστε μέσα του
αυτού επωάζουμε μέσα μας
του χρόνου
που μας καλεί
φιλικά
και φιλήδονα
οι χτύποι της δικιάς μας καρδιάς
να συντονιστούν
με τους χτύπους
της καρδιάς
της θάλασσας
που σαν θέατρο
μας προϊδεάζει
για την ίδια μας
την γλυκύτητα

Τα γεγονότα

Τα γεγονότα κατέρχονται ραγδαία εκ του λόφου
που απειλεί συστηματικά το οπτικό μας πεδίο
φορτωμένα στην ερπυστριοφόρο βαρύτητα.
Κάθοδος ιδιαιτέρως επείγουσα
γιατί μαζί τους κατεβαίνουν μπουλούκια ολόκληρα
άλλοι κρατώντας σύριγγες, μικροτσίπ, σφραγίδες
άλλες με χάπια, κάμερες, κατοικίδια αισθήματα
άλλοι με πριόνια, μετρητές, τηλεαναφλέξεις
άλλες με γνήσιες απομιμήσεις αντιγράφων,
ανάμεσά τους κυκλοφορούν τα γεγονότα
έρχονται αλλά ποτέ
δε φεύγουν τελείως.
Δύσκολο ν’ ανεβείς το λόφο.
Ή και ωραίο παιχνίδι.
Της επίμονης ύπαρξης.
Πείραμα μέσα στο πείραμα.

Η ΒΟΛΤΑ

Πηγαίνοντας μια βόλτα να πάρεις λίγο καθαρό αέρα
θα κάτσεις σ΄ ένα παγκάκι και θα θυμάσαι τον καημένο τον πατέρα,
που ζει μες στα μεταλλεία
με τη βρωμιά και τη δυσοδία.
Θα έχεις τύψεις που δεν του πήγες τόσο δα φαΐ
για να νιώσει κι εκείνος πως είναι ημέρα Κυριακή!

Μα κι εκείνος θα θυμάται κάτι τέτοια
όταν θα κάθεται από τη κούραση επάνω στα πακέτα.
Θα πιάνει το γκασμά θ΄ ανάβει το φανάρι
και θα περνά το λεωφορείο για δήθεν να τον πάρει.
Θα βάζει τη μπουκάλα τώρα πια στην πλάτη
και θα νομίζει πώς κοιμάται σ΄ εκείνο το κρεβάτι.

Μα, νά! Έγινε κιόλας μία έκρηξη και πέσαν οι σανίδες,
τόσο εύκολα και γρήγορα λες και ήταν σερπαντίνες.
Οι μάνες κι οι γυναίκες ξεφώνιζαν να πάρουν θάρρος
μην λιγοψυχήσουν κι έρθει ο μαύρος χάρος.

Το παιδί με τα σκισμένα παντελόνια
θυμόταν πάντοτε του γέροντα τα λόγια
"Μην κλαίς παιδί μου να πάω στη δουλειά μου,
να πάρω τόσα λίγα δα λεφτά
για να φύγουμε πέρα μακριά".

Μα, νά! Το κάρο πάει τώρα πια μπροστά.
Με τ΄ άχυρα στρωμένο κουβαλάει ένα κουρελιάρη πεθαμένο.
Απο πίσω ακολουθάει το παιδάκι
και σκοντάφτει από πετραδάκι σε πετραδάκι.

Τ΄ ονειρό του τώρα πια είναι να πιάσει κι αυτό δουλειά
να πάρει μερικά λεφτά να φύγει απ΄ το νοτιά.
Μ΄ αυτό το όνειρο θα ζεί αυτός και τα παιδιά του,
όταν θα πάνε να πιάσουνε δουλειά
και θα δουλεύουν μέσα στη μαύρη ολονυχτιά.

ΕΚΡΗΞΗ

Κάποτε το ποδόσφαιρο ήταν ο βασιλιάς.
Τώρα όμως είναι τα ναρκωτικά.
Όλοι κοιμήθηκαν και ο διάβολος κάνει τσάρκες.
Όλοι μπήκανε στον πειρασμό και σβήσανε τα φώτα.

Κάποιοι κλέψανε μες στο σκοτάδι το κορίτσι εκείνο.
Ήταν οι νταβάδες με τα χρηματοκιβώτια.
Αυτοί σπάσανε την παρθενιά της φύσης.
Αυτοί καταντήσανε την γή μπουρδέλο.

Έγινε η φύση πόρνη και όλοι παραπονιούνται.
Τα χρηματοκιβώτια γεμίζουν και δεν ακούνε πια κανέναν.
Η φύση επαναστατεί, μα αυτοί είναι τόσο δυνατοί!

Ήρθαν και οι πελάτες και αρχίσανε το σκάψιμο.
Τους δίνουν χρήματα, μα εκείνοι το πληρώνουν.
Αυτοί σπάσανε την παρθενιά της φύσης.
Αυτοί καταντήσανε την γή μπουρδέλο.

Ο ουρανός δάκρυσε και η γή βασανίζεται.
Τώρα η φύση γίνεται ό,τι θέλουνε οι μάγοι.
Ο ήλιος εξωργίστηκε και ανθρώπους θα σκοτώσει.
Το φεγγάρι λυπήθηκε και θα μεταναστεύσει.

Τάστέρια θα σβήσουνε γιατ΄είναι τα δάκρυα τ΄ουρανού.
Η πόρνη θα πεθάνει κι ας την εξετάζουν.
Αυτοί σπάσανε την παρθενιά της φύσης.
Αυτοί καταντήσανε την γή μπουρδέλο.

Θ΄αποπλανήσουνε πλανήτες για να τους βιάσουν.
Μπουρδέλο τελικά θα γίνει όλο το σύμπαν.
Τα χρηματοκιβώτια να γεμίζουν κι ας είν΄αυτοί καλά.
Αυτόν το στόχο βάλανε με αίσθημα καταστροφής.

Ο κάθε νταβατζής σκοτώνει ο ένας τον άλλον.
Άδικα όλα θα χαθούν κι ας ήταν όλα αγνά.
Αυτοί σπάσανε την παρθενιά της φύσης.
Αυτοί καταντήσανε την γή μπουρδέλο.

ΖΩΗ

Γράμματα, γράμματα, φακέλοι και ευρουλάκια
ζωή ένα τίποτα , ρόδες και δεντράκια.
Φύλλα , καρέκλες και φανάρια
ζωή ένα τίποτα, ταράτσες και καθρέπτες.

Στολίδια , μπογιές, γραφεία, ρολόγια, σανίδια κι αλυσίδες
ζωή ένα τίποτα, χάπια και σιρόπια.
Παπούτσια, γραβάτες και τραπέζια
ζωή ένα τίποτα, ξύστρες και μήλα.

Μελάνι και σφουγγάρια
ζωή ένα τίποτα, με μπόλικο αέρα.
Καυσαέριο κι οξυγόνο, σκυλιά και γάτες
ζωή ένα τίποτα, παράθυρο ανοιχτό.

Κιθάρες, ντραμς, ζακέτες και κρύο
ζωή ένα τίποτα ,φαντασία πολύ.
Μάτια ανοιγμένα, χέρια και μανίκια
ζωή ένα τίποτα ,κούραση και δρόμος.

Μπαλκόνια, τοίχοι ,πεζοδρόμια, φώς, αγωνία κι απελπισία
ζωή ένα τίποτα, πέντε κάγκελα.
Νύχια, χορός, φιγούρα και φιλία
ζωή ένα τίποτα, υπομονή και ρώτα.

Αφιέρωση, σουτ, νύχτα, αστέρια, πασούλες και ιδέες
ζωή ένα τίποτα, ελπίδες μόνο.
Κομπιούτερς, βιβλία, κασέτες και ιστορίες
ζωή ένα τίποτα, κεράκι αναμμένο.

Απάντησε, γράψε, λέγε
ζωή ένα τίποτα, σκούπες και μπρίζες.
Χάρακας, αριθμός και πράξη
ζωή ένα τίποτα, αγάπη κι έρωτας.

Πλέγμα προστασίας

Υφεσιακή έκρηξη αναμένεται φαντασμαγορικά
σκηνοθετημένη - καθώς προδιαγεγραμμένα
αυλάκια χαράζονται προς άνετη ροή λάβας-
οργή μυρίζει το χνώτο της ανοχής ενώ
σήματα χαμού κατευθυνόμενης πλοκής
αδυνατούν να αποσυμπιέσουν
συσσωρευμένη αίσθηση πνιγμού

Προσοχή στο πως σκέφτεσαι το αύριο σήμερα
η νοητική έλξη στο απευχόμενο καραδοκεί ως εθισμός
θύματα μιας εσχατολογικής αυτοεκπληρούμενης προφητείας
ριψοκινδυνεύεις περαιτέρω επιδείνωση

[…αυτό θέλεις?]

Αυτό που πέρασε δεν αλλάζει.
Αυτό που θα ‘ρθει σήμερα πλάθεται
το ενδιάμεσο φωτεινό μονοπάτι παραμένει αδιάβατο
πόση όρεξη έχεις για περπάτημα άραγε…

Σήκω κι αγάπησε τον δρόμο απ την αρχή…
Εκεί θα βρεθούμε με φλέβες φουσκωμένες
βροντερή της σιωπής η εκκωφαντική ενέργεια
μαζική η γιγάντωση της εναλλακτικής πορείας
το δίχτυ τώρα πλέκεται σφιχτοδεμένο…

Η έλλειψη οραματικού συντονισμού στομώνει την γροθιά μας.

Αφορισμός

Νωχελική ευελιξία χαρακτηρίζει
σκέψης ελιγμούς ακριβείας
διακριτή πλαγίως περιπλέκει
τους παρατηρητές της επιφάνειας
αφήνοντας αποριών κυματισμούς
για την ποιότητα της πορείας σου…

Κρεμασμένη ατέλεια μοιάζει
η αιώρηση των στόχων σου
βορά εκμεταλλευόμενη ασύστολα
από βολεμένους καρεκλοκένταυρους
αιμοδιψής φυλή αδίστακτη
πορεύεται απρόσκοπτα βυζαίνει…

Προσφέρεις υλικό σκορπώντας γενναιόδωρα
φωτεινές δονήσεις από άγνοια επιπτώσεων
καθώς αδυνατείς να εκτιμήσεις την ουσία σου
υποτιμάς το ουσιώδες υπερτιμάς το φαινομενικό
δαιμονοποιείς την διαφορετικότητα αβίαστα
θεοποιείς την συμβατικότητα συλλογικά.

Άξιος υπηρέτης κατώτερων κινήτρων
μονίμως τυλίγεις με αλυσίδες πολυτελείας
τα φτερά σου από φόβο ελεύθερης πτήσης
ενώ χαριεντίζεσαι με το τυράκι στην φάκα
που από βίτσιο μαζοχισμού έχεις επιχρυσώσει
για να αστράφτει δείχνοντας το μεγαλείο
της τραγικής σου επιλογής ύπαρξης.

Να ήξερες τι μπορείς να κάνεις….
Όλα θα ήταν αλλιώς.

Πνοής προανάκρουσμα

Είναι μέρες τώρα που κυλιέσαι
ακυβέρνητος ανάμεσα σε σκέψεις
λαμπερές χώνεσαι στα σκιερά
σοκάκια και λουφάζεις πριν βγεις
ξανά στο λιοπύρι της έγνοιας
ώσπου να βυθιστείς στην λήθη…

Αποκαλυπτική έξαρση προκαλεί
πυρετικές ανταύγειες καθώς
ανέλιξης πρόζα διακατέχει
στημένους διαλόγους καταμεσής
ευάλωτων ορίων αλήθειας που
επικίνδυνα τεντώνουν διαρκώς…

Ακυρώνεις συνεχώς την καθοριστική
καμπή της διάνοιξης του πεδίου σου
αφυπνίζοντας δυνάμεις άγευστες
μέχρι τώρα εθίζεσαι στην προσμονή
η μη αφύπνιση του φαντασιακού σου
θα μας φέρει μπελάδες χαοτικούς…

Τσακίσανε την αισθητική της οπτικής μας
δεν χρειαζόμαστε περαιτέρω φόβου πανόραμα
διψάμε για ενεργοποίησης όραμα.

Φύσηξε την πνοή που κρατάς δέσμια στα στήθη σου

Αναγνώστες

ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ

ekpoiisi@yahoo.gr

ποίηση στην εποχή της εκποίησης

ποίηση στην εποχή της εκποίησης