η ποίηση στην εποχή της

η ποίηση στην εποχή της

Αγάπη

Αγάπη
και χαμογελάς στο είδωλό σου σε κάθε τζάμι
Αγάπη
και οι νύχτες ξαφνικά δεν έχουν δόντια
ακουμπάς στο μαξιλάρι
και τα μαλλιά σου απλώνονται σαν κύματα -
κλαδιά των δέντρων για να γεμίσουν με λουλούδια
Αγάπη
Τι χρειάζεται γι΄αυτό
Ένα πρόσωπο
μέσα σε χίλια δυο άλλα
Ένα στόμα   μία λέξη  δύο μάτια
Ένα σύμπαν κλειδωμένο μέσα σ΄ένα σώμα
που έρχεται καταπάνω σου
Μια ζωή με τους δικούς της πλανήτες και αστερισμούς
που συναντάει την τροχιά σου
και στο σημείο συνάντησης
όλα τα άλλα σβήνουν
Ξεκινάς για το άγνωστο απ’ την αρχή
σαν να μην έχεις ζήσει κάποτε
το παρελθόν κοντανασαίνει ένα βήμα πίσω
οι χάρτες οι παλιοί έχουν πια σβήσει, θρυμματίζονται
και μένει μόνο ένας δρόμος ανοιχτός
μπροστά σου

Ολέθριοι σωτήρες

Όσοι ‘‘αγαπούν’’ και δέρνουνε
κάπου εβδομήντα χρόνια
και τρώγουνε  και πίνουνε
μ’ αχόρταγα σαγόνια,
πολιτικοί κι αφεντικά
με τους παρατρεχάμενους
κατώτερους κι ανώτερους
και υψηλά ιστάμενους,

αυτοί που μας κατάντησαν
στου σήμερα το χάλι,
μας χρέωσαν ως το λαιμό,
θέλουν και το κεφάλι
με τούτο να πληρώσουμε
αυτά που ‘φάγαν ‘κείνοι
και με μνημόνια απομυζούν
το αίμα μας σαν κτήνη…

όλοι αυτοί…
του τόπου μας
και του λαού,
άθλιοι ολετήρες,
πάλι τη μάσκα τους φορούν
και παίζουν τους σωτήρες
και αλυχτούν και κρώζουνε
σαν άγρια κοράκια,
για να τρομάξουν το λαό,
των αγορών γεράκια
ότι θα μας ξεσκίσουνε,
εάν δεν τους ψηφίσουμε.

Πάλι θα μας γελάσουνε
πάλι θα μας τρομάξουνε;;

Εγερθείτε αδέρφια καιρός …

ΠΛΑΚΑΔΑ Τ’ ΑΓΙΟΥ

Γυρνώ και ξαναγυρνώ στο ίδιο σημείο

Όπως στις παλιές μου αμαρτίες.

Αλλάζω φορεσιά, αλλάζω βλέμμα

Βάζω το χέρι στην τσέπη να μην ξέρει τι πιάνει

Και τι βγάζει κάθε φορά

Μ ένα λευκό κερί ανάβω και ξανανάβω 

Την καρδιά μου να λιώσει ο πάγος

Ν' ακουστεί το Φως

Μνημονεύω αυτούς που δεν ξεχνώ

Αποτίω τιμή στους πεσόντες πόθους

Παρηγορώ τ’ ακόρεστα πάθη μου

Κι αναζητώ το θάρρος της μετανοίας.

Ύστερα βγαίνω απ’ το πλάι

Την άλλη πάλι το ίδιο, την παράλλη

Και πάει λέγοντας

                   

Στην αρχή τό ‘τρεχα το φορτίο μου

Έπειτα το ‘νοιωθα

Μετά με κούραζε μα πάντα εκεί

Περνώντας τη μεγάλη πόρτα

Καθώς για να συναντήσω έναν

-τον καλύτερο φίλο μου-

Κι εκείνος να περιμένει καρτερικά

Τη στιγμή της αλήθειας μου

Κι εγώ ν’ αφήνω μια στάλα ιδρώτα ή δάκρυ

Απ’ την προσπάθεια ή τον καημό.


Στέκω παράμερα μεσ’ στο πλήθος

Κάθε φορά που βγαίνει το σεπτό του σκήνωμα

Κι αναπνέω συναίσθημα

Και δακρύζω ελπίδα

Κι αγροικώ την ταπείνωση του ασύστολου εγώ μου.


Ανώνυμος πιστός στη λιτανεία του

Και παραπέρα στην άλλη,

Στην καθημερινή του οράματος
Της ζωής μου.
Από την Εσπερινή υμνωδία «ΑΓΙΟΣ ΣΠΥΡΙΔΩΝ, ΜΕΓΙΣΤΟΣ ΩΣ ΤΑΠΕΙΝΟΣ», Κέρκυρα, 2013

Εφιάλτης

Ξύπνησα χαράματα
που διάολο ταξίδευα
όλη τη νύχτα
σε ματωμένους δρόμους
κι η ανάσα μου
ήταν κοφτή
μούσκεμα στον ιδρώτα
μέσα στο Δεκέμβρη
στεγνό το στόμα μου
κοίταξα δίπλα μου
το γνώριμο δωμάτιο
θαρρείς βομβαρδισμένο
σαν κάποιο χέρι ισχυρό
να τ’ ανακάτεψε
χώθηκα κάτω απ’ τα σκεπάσματα
έκλεισα τα μάτια
μ’ έπιασε ρίγος
και προσπάθησα να κοιμηθώ

να δραπετεύσω.

Τιμωρία

Πλάστη ξερές οι λέξεις μου με καίει η Eποπτεία
του δεκαπεντασύλλαβου στα ενδόμυχα ολοένα.
Αιτία.. η Κατάρα στο περιβόλι σου αυτό...
φλερτάρει το φιλότιμο με την αυτοκτονία.
***
Πλάστη την πένα μου απανθράκωσα με του θυμού
το φλόγιστρο λέξεις ξερές δες μάχονται να γίνουν ...
τώρα κρίνα, ντρέπομαι- εξαγριώνομαι
χιλιάδες οικογένειες τις γονατίζει η πείνα.
***
Πλάστη κι αν αγωνίζεσαι με Κίνητρα Αμάραντα
που δεν μπορεί ανθρώπου νούς να υπολογίσει πόσα
μια αδυναμία με καλεί στη λυρικήν τη πέτρα μου
να στέκομαι' με συντροφιά των Ίαμβων τα μέτρα.
***
Πλάστη το ξέρω και συγχώραμε που ξέσπασα
μα' τυραννάει την ψυχή μου' ετούτη η απορία
άξιος δεν είμαι να μπορώ ν'αντιληφθώ τι έφταιξε..
κι αιώνες τώρα η Πλάστιγγα γέρνει στην ''Τιμωρία'' .
Για τους αθώους νεκρούς

Ποτές σου δε μας μέθυσες ''Ζωή'' με τις λαγνείες
ανάστημα σου ορθώσαμε ''Δεν πάμε στους τρωτούς''
εστρέψαμε την πλάτη μας, ήταν πολλές οι αιτίες
ο βασικότερος ''Ζωή'' στις τόσες σου Αλχημείες..
Στο μονοπάτι πάμπολλους μετράμε αθώους νεκρούς..
***
Του δεκαπεντασύλλαβου παιδιά μη λησμονάτε...
μέσα στους στίχους κρύβεται μια προκοπή θλιμμένη
αν θέλετε να λέγεστε Έλληνες να τρυγάτε
του στοχασμού τα χώματα, Ω παρεξηγημένοι..
***
Στα μέσα όταν ουρλιάζουνε οι μετρικοί ανέμοι
προσφέρετε το απόσταγμα του στίχου ''Αιρετοί''
κι' ας τρεμοπαίζει μας, συχνά το Ιαμβικό λυχνάρι,
μέσα απ' αυτό ξεχύνονται πάλι πανάρχαια θάρρη...
''Για κείνους την κουρδίζουμε τη λύρα μας, αετοί!''

Αναγνώστες

ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ

ekpoiisi@yahoo.gr

ποίηση στην εποχή της εκποίησης

ποίηση στην εποχή της εκποίησης