η ποίηση στην εποχή της

η ποίηση στην εποχή της

ΛΕΡΩΜΑΤΙΕΣ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ (Μικέλης Αντώνης)

Στα χρόνια που ταξίδευα στην άπλα της θαλάσσης,
κατράμι, αρμύρα και μπογιές το σώμα μου γεμίσαν,
λιμάνια, νύχτες ’ξωτικές και οι χαρές της πλάσης,
τον έρμο κήπο της καρδιάς με πάθος πλημμυρίσαν.
Και πότιζαν, σαν φύτρωσε των πεθυμιών το δέντρο,
που μες στα φυλλοκάρδια μου απλώνει τα κλωνάρια,
χώνει τις ρίζες του βαθιά εις της καρδιάς το κέντρο,
σαν ψάχνω για τη συντροφιά, στα κόκκινα φανάρια.
Ματών’ η ρίζα την καρδιά φωτιά πετούν τα φύλλα,
και οι καρποί λερωματιές με τίποτα δεν βγαίνουν,
για να τους κόψω προσπαθώ, με πιάνει ανατριχίλα,
και σαν κοπούν σαπίζουνε μα τα σημάδια μένουν.
Στο σώμα τις λερωματιές τις έβγαλα με νέφτι,
μα της καρδιάς δεν βγαίνουνε βαθιά έχουν ριζώσει,
ένα αστέρι ξέκοψε στον ουρανό και πέφτει,
και καρτερώ της λύτρωσης αυγή να ξημερώσει.

Ανόστρου Κάσσιο* (Αρματά Ιώ)

Μιλώ στον κόρφο τον ψηλό μεσά στο supermarket
του κλαίω για το φορολογικό και τις γεμάτες κάρτες
τις  παίζω μες τη χούφτα μου σαν να’ ναι μαύρες χάντρες 
και ορέγομαι τον πλαγιασμό των ζόφων της βιτρίνας
αλλαντικά κι ωραία τα πουλερικά, τυριά, παστά και κρέατα
κορδώνουν την κοιλίτσα μου σαν πέτσινο ταμπούρλο                                                         

Ζητώ απ’ την καλλίγραμμη δυο φέτες με σαλάμι
Μου δίνει την λυπητερή και με κοιτάει με πλάνη
Της λέω για τη σύνταξή και τις βουλές του Τσίπρα
μ’ απλώνει με τα χέρια της δυο κεφάλια ξύγκια                                                              

«Για σούπα, κρεατόσουπα» μου γνέφει  και γελάει
Ευχαριστώ Μιλαίδη μου, σας βρίσκεται μήπως, τυχόν
και δυο κιλά μυζήθρα; Με σφίγγει το στομάχι μου
μονάχα με τα ξύγκια. Κι η σούπα· η καλύτερη
δίχως νερό και αλάτι, δεν πήζει βρε κυρούλα μου
άμα χρωστάς και νοίκια. Συγνώμη για τα θάρρητα
βαστώ και την ουρά μου, πηγαίνω και ξανάρχομαι σαν έρθει η σειρά μου.                                                                                                         

Στυλώνω τα ποδάρια μου ξοπίσω απ’ το καρότσι
το σπρώχνω προς το διάδρομο εκεί που πάνε όλοι
Ανάθεμα τις βιγκενιές και τη χορτοφαγία
Πότε  γαμώτο ακρίβυνε της μπάμπος το φασόλι;
Θα πάρω το γιαούρτι μου που λήγει κάθε τόσο  
και ανάθεμα για χρήματα αν πρέπει να σκοτώσω                                                  


Τρολάρω στην ταμειακή την μπροστινή κυρία
με φίσκα το καλάθι της μου δίνει τη σειρά της
ρολάρω το καρότσι μου και βγάζω την πραμάτεια
δυο γιαούρτια στραγγιστά, δυο φέτες με σαλάμι
και σπρώχνω μπρος στα φανερά τα ξύγκια, τη μυζήθρα
μου ρίχνει μια βουλιμική ματιά η σάπια η ταμίας 
«Μου τα δωκε η Μιλαίδη μου, ρωτήστε την αν θετε»
και αρπάζω μες την αγκαλιά και χώνω το πεσκέσι
του μπίγει αυτή τα νύχια της, σαν βρέφος το κρατούσα
και ακούω ένα τιτίβισμα να κρώζει για βοήθεια
“Security! Security!”                                                                       
το show off

- Μάλιστα. Μήπως να κάναμε καιρό, τη σούμα να πληρώσω            
και για τα δυο σαλάμια σας ό,τι έχω να τα δώσω;
- Μα πώς; Και τα γιαούρτια σας;
- Αυτά είναι απ’ τα ληγμένα
- Ναι αλλά τα διαλέξατε και τα’ χω μετρημένα
- Ωραία, στα χαρίζω αυτά. Πόσο έχουν να στα δώσω
- Μα δεν τα θέλω Κύριε, παλιά και ξινισμένα
- Τον Μπράβο τι τον έφερες; Πώς θέλω να θηλάσω;                                           
- Να δώσεις τα στοιχεία σου, να κάνει τη δουλειά του
- Θα πάρει δυο απ' τ' αρχιδία μου να βγάλει τα μισθά του
Τι με κοιτάς και χαίρεσαι; Θα έρθει κι η σειρά σου
Να δω άμα βγεις στην σύνταξη που θα' ναι τα βρακιά σου.
Και βγάζω τις τιράντες μου,γλιστράει το παντελόνι                                                          
γουρλώνει αυτή τα μάτια της, μπρος το τραχύ μου πόδι

Ε, μα δεν άντεξα και εγώ. Πριν πάει να φωνάξει
βουτάω τον λαιμάκο της τον μοσχοαναθρεμμένο
κι όσο και αν την λυπήθηκα που ξέπνοα κελαηδούσε
την έσφιγγα τα χέρια μου κι ας με παρακαλούσε
 “Security! Security!”                            

*Ανόστρου Κάσσιο:: «το δικό μας τυρί» στα βλάχικα

SIRNTANIA (Καραγκούνης Δημήτριος)

Αποσπάσματα ...
- Πού είσαστε φτωχοί μου σύντροφοι και έχω απομείνει μοναχός μου?
- Χορταριασμένε τόπε.. στείρε! Οι σύντροφοι σου έκαμαν παιδιά και έχουνε φύγει από χρόνια τώρα.
 Μονάχος σου γελάστηκες και ξέκαμες τα πάντα, ρίχτηκες στις ηδονές και ξέχασες τον όρκο.
 Κοπάδι γκρεμίστηκαν οι Ερινύες από τον Ελικώνα και οι Μούσες σου γύρισαν την πλάτη.
 Καρτερείς το τίποτα με την ψυχή στόμα και αυτό είναι καταδίκη σου και ορισμός.
 Το μέτωπο παράτησαν, ξεδίψασαν την δόξα. Έχουνε βόδια και έχουνε περβόλια να κοιτάξουνε.
 Οι πανοπλίες κρεμάστηκαν στον τοίχο η αξίνα το σκεπάρνι το υνί ήτανε ποιο αναγκαία στο άλογο έζεψαν σαμάρι αλετριού. 
Το κορμί του σιταριού σπούνε στην πέτρα.
- Δεν έχει ήλιο εδώ , ουρανό δεν έχει. 
Τα πλοία όλα χάθηκαν ο αρχηγός απόθανε οι άντρες πεινούν, τι πρέπει να κάνω ?
- Του μοσχαριού το κέρατο ανέμισε σαν σπάθα, υστερνό του γύρισμα στου λεπιδιού την χώση… 
φέρσου σαν ήρωας! τούτο σου απόμεινε μονάχα...

OIKONOMIA-ΧΡΕΟΚΟΠΙΑ-ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ (Μιχαλόπουλος Γεώργιος)

Οι τρείς εύθυμες χήρες των Μνημονίων,
κόρες των θεσμών,ανηψιές των τοκογλύφων.
Ατυχήσασες στον γάμο με τα διαπλεκόμενα συμφέροντα,
κάνουν βίζιτες σε δανειστές,
πεζοδρόμιο στις Βρυξέλλες,
τι κρίμα να χρεοκοπήσουν τα νιάτα τους,
μια χαρά κοπέλες.
ΠΡΟΣΟΧΗ 
Στην επικείμενη κηδεία της ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ,~θεός του καπιταλισμού σχωρέστην~,
θα επιτραπούν καταθέσεις στεφάνων μέχρι 60 τριαντάφυλλα.
Απάνω μου είχα πάντοτε,στην τσέπη καλά κρυμμένο,
ενα παλιό χαρτονόμισμα,της δραχμής αγαπημένο.
Οι τοκογλύφοι σκότωσαν γενιές για να το πάρουν,
μα τελικά τους έχεσα,
κοντεύουν μαζί μου να σαλτάρουν.
Σ έχω κάνει ευρώ,
μια φορά να σε βρώ,
στο πορτοφόλι μου πίσω,
σ έχω βάλει σκοπό να σου πώ μετρητό,
θέλω να σ αγαπήσω.
Δεν είμαι παρά ένα ασήμαντος κόκκος άμμου
στην απέραντη Σαχάρα του Ρομαντισμού.
ΜΗΝ ΞΕΧΑΣΕΤΕ ΟΣΟΥΣ ΥΠΟ ΦΕΡΟΥΝ ΖΥΓΟΝ
Το κράτος οδηγεί την χώρα στην χρεοκοπία,
όπως η νύφη τον γαμπρό σέρνει απ το πρώτο φιλί στην εκκλησία.
Πότε θα εκδοθεί το διαζύγιο μνημονίων?

ΣΕ ΣΑΣ ΜΙΛΩ (Γερογιάννης Γιάννης)

Σε σας μιλώ, που δε σας φτάνει το ψωμί
σε σας, που ξεπαγιάσατε
σε σας, που σας το κλέψανε το Δίκιο και λουφάξατε.
Σε σας μιλώ, που τρέμετε τα φώτα και τους ίσκιους
που είδατε το αίμα και ουρλιάξατε
Ανίκητο θηρίο ο φόβος και δε νικιέται
με φωνές και με γαβγίσματα.
Στο σπίτι, αμπαρώσατε το σύρτη
και κλείσατε γερά και την αυλόπορτα.
Σηκώσατε παντιέρα μ’ υπομονή και σύνεση.
Αδράξατε τη μέρα και σε μια χούφτα ήλιο,
συνάξατε απόσταγμα και συμβουλές για επιβίωση.
Αδιαφορείτε όμως, για το φόβο των γειτόνων σας
λες και ο ήλιος, σταματάει στο κούτελο της μάντρας σας
οι νύχτες άγριες, σας ξύπνησαν
του σκύλου τα γαβγίσματα
και κάθε μέρα καταπίνετε, λυγμούς και ταπεινώσεις.
Θεριό ανίκητο ο φόβος
κι άμα δε ρίξεις τουφεκιά, σε σημαδεύει.
Τη θέση τη δικιά μου, δεν επήρατε
μέσα στα αγκάθια, κοντά μου δε βαδίσατε.
και το κεφάλι σκύβετε, γεμάτο ταπεινώσεις.
Σκυφτός λαός, θα ζει στης καταφρόνιας την ταπείνωση
κι ο θαρραλέοι στους αιθέρες και τα νέφη
με Λογική οι άνθρωποι εργάζονται
και σβήνουνε τους φόβους και τα ψεύδη.
Να σημαδεύετε το φόβο, κατακούτελα
και στην καρδιά, αντί για φόβο,
Βάλτε την Ελπίδα.

Αναγνώστες

ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ

ekpoiisi@yahoo.gr

ποίηση στην εποχή της εκποίησης

ποίηση στην εποχή της εκποίησης