η ποίηση στην εποχή της

η ποίηση στην εποχή της

Κάλαντα πρωτοχρονιάς

Αρχιμηνιά κι αρχιχρονιά 
δουλεύουν ψιλοβελονιά
το μνημό-το μνημόνιο το τρίτο
τώρα που –τώρα που ‘πιασαν το μίτο.

Αρχή που θα βγει αρχηγός  
θεάρεστος καραδεξιός
στη Νου Δου- στη Νου Δου να διαφεντέψει
μήπως και- μήπως κα τη ζωντανέψει.

Τώρα οι θεσμοί μας έρχονται
και δε  μας καταδέχονται
απ’  την κρύ- απ’ την κρύα Εσπερία
κι είν’ σταλμέ- κι ειν’ σταλμένοι απ’ την Κυρία.

Βαστούνε νόμους στο χαρτί
θα μας τραβήξουνε τ’ αυτί
θα πληρώ- θα πληρώσει εφορία
μέχρι κι η- μέχρι κι η κουτσή Μαρία .

Και το χαρτί την έγραφε
τη μοίρα μας την έλεγε 
πως θα κό-πως θα κόψουν τις συντάξεις
μ’ αλλοπρό-μ’ αλλοπρόσαλλες διατάξεις.

Το νέο έτος που θα ‘ρθει
θα μας τη βγάλουν την ψυχή
θα μας κά- θα μας κάνουνε οσίους
όπως στους- όπως στους αγίων βίους.

Του χρόνου μας καλή αρχή
και ο Αλέξης  προσκαλεί
να γελά- να γελάμε κι ας πεινούμε
με χαρά- με χαρά να στολιστούμε.

Πρώτη φορά που κυβερνά
σε τούτη χώρα ‘‘αριστερά’’
ίσως και- ίσως και  να κάνει λάθη
μ’ απ’ τα λά- μ’ απ’ τα λάθη της θα μάθει.

Θα ζούμε βίον  τέλειον 
σύμφωνα  με  Μερκέλιον,
με αγά-με αγάπη με ειρήνη
και με α- και με ‘‘αριστεροσύνη’’.

                                ‘‘ ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ’’

                                            (μα Α-μνημονιακά)   

Οι Περίγελοι

Βλέμμα σαφές στο υψόμετρο του Στοχασμού 
τα iαμβικά χαρτιά σας θα αγναντέψω πάλι,
Έλλληνες Ποιητές ''Οδηγητές'', τη σκέψη ρίχνω 
στη φωτιά του Μέτρου να ψηθεί, σα ναναι ατσάλι.

***
Μια βάση διεκδίκησα και γω, τις φλέβες μου
τις Εθνικές κατέστρεψα,στη Γνώση εθισμένος....
Οι δυό κρόταφοι μου άσπρισαν-τους ρήμαξα
σε κάθε τι νοηματικά Πανάξιον σκυμένος.
***
Πολλά τα συναισθήματα, με φόντα πάντα κίτρινα
η λησμονιά' σας τσάκισε..Τόμοι-βιβλία
τι κι αν μου φθείρει τη ψυχή αυτό, αδιαφορώ..
Ποτές δε με προδώσατε.. Πνευματικά θηρία!
***
Όλο το βιός σας εξοδέψατε στα γόνατα ''Ποιητές''
ωμά μασώντας τα ''προφητικά γραμμένα''
έως και τα φθινόπωρα δεν άντεξαν ελύγισαν
εμπρός στα χέρια σας τα αλοιωμένα!
***
Σε μέρη μαγικά ταξίδεψα του Αλφάβητου,
σοφούς ανθρώπους γνώρισα μα καταποντισμένοι
ενός Κόσμου αστόχαστου'' οι ''Περίγελοι''
κυνηγημένοι και απ' τους πάντες, ξεχασμένοι.
Λησμονημένα σώματα

Γύρε το Βλέμμα Σου το Αμόλυντο, χέρι γυμνό
και δύστυχο σου γνέφει την σιωπή του
Δίψασε η πένα..κοινώνησε την μελάνι ταπεινό
σκούζει ο στίχος σαν αρνί προς στη σφαγή του.
***
Λησμονημένα σώματα δίχως ψυχή-ουσία είμαστε
στην απορία μας για λίγο, Ακιβδήλευτε Συ στάσου
και τα λαγούμια γίναν αφιλόξενα...
τυρανισμένοι τώρα πια σερνόμαστε μπροστά σου.
***
'Μπρός στο' καθρέφτη κάθενος, ''Τιμώρημα'' ένα στέκεται
Ίσο, τα χερια απλώνουμε παράλυμένα-κρύα,
ο γήινος εγωισμός μας εγονάτισε, πίσω
απ' ανθρώπων δάχτυλα κρύβεται η Μωρία.
***
Σαν ορφανά φαντάσματα Γονέα ψάχνουμε, 
έλα και τώρα πε μας.
Άστρα μυστήρια σιωπές. Εμείς...που όλα τα αναλύσαμε...
τα ξέρουμε! μα πώς να ξεψυχήσουμε
δε μάθαμε Χριστέ μας. 


ΘΑ ΞΥΠΝΗΣΕΙΣ

Θα ξυπνήσεις σε μια άλλη ζωή,
με το φίλτρο της καρδιάς σου
απαλύνω, λευκό, διάφανο,
να τυλίγει το μυθικό σου όνειρο.

Ο ταπεινός ουράνιος θόλος
σκοτεινιάζει άχρωμα
στο μουντό άυλο τοπίο
με τα αγριολούλουδα,
χωμένα σε βραγιές.

Η αύρα σου φωσφορίζει μαύρο φως
στην ατσάλινη υφή
καθώς απολιθωμένες σκιές
φωτίζουν την ψυχή σου.

Μια θαυμάσια διαύγεια
ολοκληρώνεται με τις έξι αισθήσεις,
καθώς τα φιδίσια μαύρα μακριά σου μαλλιά
πλέκονταν ομοιόμορφα στη σκέψη μου.
Μια φωτιά από ανάλαφρο χιόνι
φλέγεται μέσα στα σωθικά μου,
προερχόμενο από το φιλί σου,
καθώς έμεινε στα χείλια μας
αιώνια, όταν καιγόμασταν.

Άναψα απέραντα άσβεστα κεριά,
κατέβασα την κιθάρα σου,
τραγουδώντας ανάγλυφες μουσικές
που πάντα σε συγκινούσαν.

Οι σκιές των βλεφαρίδων σου
κείτονταν σε ύπνο ανάλαφρο
φωτίζοντας τα κρυστάλλινα κόκκαλα,
καθώς η απολιθωμένη φωτογραφία σου
κυματίζει νοερά στο προσκεφάλι σου.
  
Το πρόσωπό σου έλαμπε
βυθισμένο στο απόλυτο κενό
του πεπρωμένου μου,
καθώς η μυστηριώδης λεπτή λάμψη
εξαφανιζόταν στο απύθμενο
σκοτάδι της μοναξιάς μου.

Ο βουβός ήχος κάθε σταγόνας δροσιάς,
του μορίου της άκαυτης στάχτης,
παρασέρνει ατάλαντα
στο νερό το προσωπείο σου,
όταν ταξιδεύει το πνεύμα σου,
σε άλλες ζωές, αθάνατες.

Αναστάσιμες κορδελιάστρες

Αναστάσιμες κορδελιάστρες
Άπαχες
Λεπρές τύψεις προδοσίας
Ηδονικές , σαρδόνιες διακυμάνσεις
Ηθικής-παρανομίας.
Η γοητεία της περιγραφής έγκειται στο ότι δεν θέλεις να τελειώσει
Η αθηναϊκή βεγγέρα κι έτσι τραβάααει τραβάααει…
Ώσπου να ξημερώσει.
Δυστυχώς ,
Δεν υπάρχει άπειρο
Έρχεται πάντα το πρωί
Η καθημερινότητα σου τσακίζει τα κόκκαλα
Ενώ η νύχτα γεννιέται ώρα οχτώ και μέχρι να ξεφτίσει ,
Είναι μια μεγάλη ντίβα του πενταγράμμου
Που κάθε βράδυ γηράσκει
Αεί διδασκόμενη .

Πώς περιμένεις...

Δεν απομένει παρά μονάχα η σιωπή
όταν το Αδιέξοδο φορτώνει την Ψυχή,
σε ξεζουμίζει κι' είναι μέσα σου Σκιά,
χωρίς κορμί, χωρίς μυαλό, χωρίς καρδιά.

Φοβάμαι γιατί το ξέρω πως μόνος το δημιουργώ,
και το ενισχύω, όσο αναβάλλω και με πιάνει τεμπελιό,
μα δεν το καταλαβαίνω γιατί αισθάνομαι μόνος
κι' από πού θα παρακινηθώ...;

Όταν κλείνεσαι στο σπίτι, στη δουλειά
κι' επαναλαμβάνεις ίδιες συνήθειες αλλά παραμελείς
τα πιο σημαντικά,
εκείνα τα οποία, έχεις μείνει στάσιμος και γίνονται θηλιά,
πώς περιμένεις άνθρωπε, να νοιώσεις τα καλά...;

Στον Καθρέφτη

Τα φύλλα φθίνουν.
τα φύλλα δυναμώνουν.
Ο άνεμος ουρλιάζει.
Ο ήλιος κρύβεται,
ο ήλιος ανεβαίνει.

Κρατιέμαι. Κρατιέσαι;
Είμαι εδώ. Πού είσαι;
Θέλω να σου μοιάσω.
Όχι, μη με ακούς.
Ψέματα σου λέω.

Θέλεις να μου μοιάσεις.
Έχω αυτό που σου λείπει.
Τα φύλλα,
ο άνεμος,
ο ήλιος.
Εγώ είμαι.

Ο εαυτός που φοβάσαι.

ΚΡΥΣΤΑΛΛΩΝ ΟΝΕΙΡΑ

Έκτισες τόσο όμορφα όνειρα στην επαρχία
Μες την κρυστάλλινη τη διαυγή την ύπαρξή σου
Που τους πρέπει ένας καλύτερος κόσμος
Μακριά από τα λερωμένα πεζοδρόμια κράτα τα
Και τις πνιγμένες από νέφος μέρες
Οι κάπηλοι θα προσπαθήσουν
Να στ’ αρπάξουν
Να τα ξεσκίσουν
Μες σε χαμόγελα και κραυγές υστερικές
Θα σου πουλήσουν φτηνή πρόοδο
Για να τ’ αγοράσουν
Και ψεύτικα φεγγαρόφωτα θα βάλουν
στης νιότης σου τον ουρανό
Μην πλανηθείς
Τράβα το δρόμο σου
Ζήσε τα σιωπηλά σου τα Φθινόπωρα
Μια Άνοιξη παντοτεινή σε περιμένει
Μες τα βαθιά της ύπαρξης τα ψυχοδρόμια
Αν καταφέρεις βαδίζοντας τον

Τίποτα τα όνειρά σου να μη σκοτώσει.

ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ    

Θα σηκωθώ το πρωινό
δίχως αντίρρηση θα βάλω το σακάκι
στ’ αμάξι μπαίνω βιαστικός
πρέπει και σήμερα να σβήσω την ανάγκη.
Θα σηκωθώ και θα φτιαχτώ
με δίχως όρεξη θα φάω για ν’ αντέξω
και καλημέρα θα τους πω
το ρόλο τέλεια και σήμερα θα παίξω.
Θα σηκωθώ και προσοχή
στ’ αφεντικά μου με ευλάβεια θα δείξω
κι αν μέσα μου έχω άλλη ευχή
στης εργασίας τον απόηχο θα την πνίξω.

ΧΡΥΣΟΜΗΛΟ

24 παράξενες τσιγγάνικες φαμίλιες
θρηνούν
όταν γεννιέται ένα παιδί.

Γλεντοκοπούν επίσης
κάθε που 1ας δικός τους
φυτεύεται στη Γή.

Με τα ίδια έξαλλα ινδικά
παλαμάκια,
που ταξίδεψαν ως τη Σεβίλλη,
κατά τη Ρωμαϊκή κτήση της
Ιβηρικής Χερσονήσου,

Το Cante Jondo ανασυντίθεται
καθώς ο Lorca ισχυρίζεται
κι ο Γάλλος Goscinny δια χειρός
του επίσης Γάλλου Uderzo εικονογραφεί,

Ένα flamenco αρχαϊκό και πρώιμο,
βγαλμένο στα ίχνη της Zambra,
μιας δωρικής εμμηνόρροιας που πνίγει
το ζωώδη οίστρο της σε μια λακκούβα
από αίμα και χρόνο.

Αυτή η τρύπα βαθαίνει
βήμα – το – βήμα
περιστροφή – τη – στροφή,
καθώς μπήγει το πυρωμένο τακούνι
ή τη φτέρνα.

Στροβιλίζοντας ένα χορευτικό
γαμμάδιον˙
έξαλλο γλεντά το Ρατζαστάν,
καιόμενο κάτω απ’ την αναπάντεχη
ρόδα του ήλιου, κραυγάζει με μιαν
οιμωγή: “Jhankya Satiyaa, a Satiyaa! Jhankya Satiyaa, a Satiyaa!”

24 παράξενες τσιγγάνικες φαμίλιες
θρηνούν
όταν γεννιέται ένα παιδί.

Γλεντοκοπούν επίσης
κάθε που 1ας δικός τους
φυτεύεται στη Γή.

Υπάρχει μια χειρονομία βρώμικη,
ένα κατάπυγον που αργά υπογραμμίζει
μια γλώσσα που φτερουγίζει νομαδικά,
καθώς περιπαίζει τη μητρική μου.

Κάνοντας τον μέσο – δείκτη,
μπήγει βαθύτερα το νύχι,
ενώ Βησιγότθοι και γυφτοπούλες
παράδοξα εναγκαλίζονται πυρετωδώς,
και το βρώμικο νύχι σκάβει, σκάβει,
διανοίγει τον κρατήρα ως τον πάτο,
και τότε ο Χάρος ξυπνά, χασμουριέται κι
άχαρα προβάρει τη μαύρη κελεμπία με
τ’ ασημένια της κεντίδια από αραβικούς αριθμούς.

Το πρόσωπό του οστεώδες,
με τρύπια μάτια που δε λυπούνται

το χρυσό κοριτσίστικο δέρμα του
βερίκοκου, ούτε τα μάτια τα μελιά
και τα πράσινα,

Σκόνη γίνοντ’ όλα κάτω απ’ τις
ιαχές και τα παλαμάκια εντείνονται
εφιαλτικά, «Ά για για για για για για, γιατί με γέννησες μαμά;
Ά για για για για για για, σ’ αυτό τον ψεύτικο ντουνιά;»

24 παράξενες τσιγγάνικες φαμίλιες
θρηνούν

Γλεντοκοπούν επίσης
κάθε που 1ας δικός τους
φυτεύεται στη Γή.

Σκόνη οστών γίνονται, καπνός, αχλή
μετά το νταβραντισμένο μεθύσι,
κι έπειτα;
Σσσσσσσσσσσσσσσσσς…

Στην καρδούλα της Γής,
το κουκούτσι του χρυσόμηλου,
ξανά θα βλαστήσει.

Ποίηση

Το κυματάκι σιγαλό
όταν γλυκοφιλά την ήσυχη ακτή
και της φλοισβίζει στο αυτί
λόγια απαλά και τρυφερά
για να την ξεπλανέψει
και να εισχωρήσει μέσα της˙
και όταν πάλι ατίθασο
επάνω της ξεσπά τον άγριο θυμό του
κι αφρίζοντας βρυχώμενο
της ρίχνεται ακράτητο
και της ζητά να υποταχθεί
ή να μεριάσει να διαβεί
ωραία γράφει ποίηση
σαν του τυφλού του ποιητή
που ‘γραψε για του ήρωα
την ουλομένην μήνιν.

Ποίηση
και η γαλήνη της ψυχής
κι η ταραχή της

ποίηση.

ΙΣΤΟΡΙΑ ΑΓΑΠΗΣ

Λάτρεψε τον βασανιστή της
Δεν αφέθηκε σε γλυκερές αγκαλιές
Πάντα έκλαιγε το βράδυ.
Ο βασανιστής της,
λάτρεψε αυτήν που τον βασάνιζε
άπλυτος πήγαινε μετά, 
σε πιο βρώμικες συνουσίες
εφιαλτικά τα όνειρά του.

Επόμενη της νύχτας

Όλο το βράδυ θρήνησα
Έκλαψα σε χώματα και στάχτες 
Πάλεψα με μουσικές 
Νίκησα φωτογραφίες 
Έδωσα χρόνο στη νύχτα 
να με φέρει πίσω η ζάλη 
Πήρα δάκρυα για το δρόμο
Έδωσα στον φόβο εσένα να μην είσαι μοναχός 
Σε έβλεπα να φεύγεις
Η φιγούρα σου λιγνή κυρτή να σβήνει 
Το δεξί σου χέρι που πάντα είχα για πυξίδα χάθηκε 
Λέξη όμως δεν είπα 
Στο υποσχέθηκα 
Γιατί εκείνο το βράδυ το θυμικό μου τέρας σε είχε εξαγνίσει μια για πάντα 
Σε συγχώρεσα

Η σημασία του δέρματος των ονείρων είναι η ίδια

Αναμασημένα τα λογικά τόσο του Έρωτα όσο και του Αντέρωτα/
Έγιναν κοτσίδες τα νεύρα και οι θυμοί της Αρετής και της Κακίας./
Βαριά η ελαφρότητα του Είναι 
Όσο και το μεγαλειώδες βάρος του βαμβακιού/
Κρεμασμένα ανασαίνουν τα τοτέμ των προδιαθέσεων για την καταστροφή 
της συμπάσης πραγματικότητας, 
οπόταν ακροβατούν στις ράχες σου τα γαργαλητά ακροδαχτύλων
Και
…ναι…
το σύμπαν (ολόκληρο),κάποτε, θα χωράει  σε δαχτυλήθρες άλλων εποχών!

Από τα μεγάλα ρουθούνια της κάθε ημέρας φαντάζει να εκπνέουν χιονοστιβάδες χαμόγελα με ξεκάθαρα τα δόντια,
ύστερα από ύπνους, στριφογυρίζοντας στα γαλάζια σεντόνια,
χωρίς την αλμύρα της θάλασσας μα
με τα σάλια των δερμάτινων πλασμάτων που σχηματίζονται και μπουρδουκλώνονται ανορθόδοξα και τόσο ελαστικά την ίδια στιγμή…
παρόλο το παράδοξο στο άκουσμα…!


Τα χιλιόμετρα στην θάλασσα ταξιδεύουν πιο αργά από αυτά στον αέρα…
Και το σασπένς σκαρφαλώνει στην μύτη και την γαργαλάει,
με λόγους που ντύνουν προσμονή…περιέργως έντονη, όπως πρωτόγνωρη, που
σαν να επιστρέφει με μνήμη χρυσόψαρου/
και βιώνει πράγματα ήδη βιωμένα,
Με όμορφο θάρρος…/
Πλέον υπάρχουν απέριττες ντροπές, χλωμιασμένες από μόνες τους,
καθώς οι αφροί των κυμάτων σχηματίζουν φράσεις
σε θάλασσα κάπως αναστατωμένη·/
Τότε τα νεύματα από τα κασκόλ σημαίνουν ταχύτητα ανέμου.

{Ο ήλιος ξεραίνει την αλμύρα στα μάγουλα του πλοίου αφήνοντας τα να σκάνε σε καταραμένη επαφή όσο ο καιρός περνάει και το πλοίο ταξιδεύει στα περιπετειώδη χάδια της θάλασσας…

Οι μέρες σταματούν να ταξιδεύουν τα βράδια,
Τότε, αυτές τις αγγίζουν οι άνθρωποι των παθών εξαναγκάζοντάς τις 
να απεκδυθούν τα λαμπερά κοσμήματα του χρόνου 
ιδρώνοντας στα βήματα και στις προπόσεις των μεθυσμένων ανθρώπων,
ενεοί, όπως θα κείτονται,
χαμερπείς, καθώς θα βρίσκονται,
ασθματικοί, όπως θα ακούγονται …όλα αυτά για μια σταλιά χαλασμένο ρούμι,
ξεβρασμένο στον πρώτο ύφαλο του κόλπου της αναμονής…

οι νεκρές χελώνες προφασίζονται την ύστατη ηλιοθεραπεία και 
οι κυρίες με τους άσπρους ίσκιους των μπιζού πάνω στα δάχτυλα και τους καρπούς
καψαλίζουν αλατισμένα δέρματα στις ακτές των ηφαιστείων και ξάφνου…
εκρήγνυται ο ομφαλός της σχέσης,
σπάει η κλωστή που ενώνει τις αποστάσεις από τα σύννεφα στα βλέφαρα,

ανοίγουν τα δάχτυλα για να αγκαλιάσουν τους ώμους…}

ΗΡΘΑΝ

Λίγη ντροπή δε σου 'μεινε και λίγη τσίπα
να περιμένεις τους βαρβάρους να σε σώσουν
την ύπαρξη σου έκρυψες σε τούτη εδώ την τρύπα
ζώντας με μίαν προσμονή,να σε γλιτώσουν

Της ύπαρξης σου διάβηκαν τα τείχη
και συ παιδί αμούστακο, τους άνοιξες να μπούνε
κερκόπορτες βρήκαν πολλές, απ΄την στραβή σου τύχη
κι απ΄τους κακούς λογαριασμούς πολλά κακά θα ρθούνε
Ήρθαν οι βάρβαροι, το δίχως άλλο

μέσα στης πόλης τα στενά περιδιαβαίνουν ήδη
μαζί μ΄αυτούς να, φτάνει έρχεται κακό μεγάλο
κι η μοίρα σε περιγελά ως νάσουνα παιχνίδι

Κι αν κάποιος κάποτε σταθεί στα λίγα λείψανα σου
με απορίαν περισσή πως πέθανες δώ χάμω
με θάρρος που σου έλλειψε και μές τα δάκρυα σου
να πείς πως έχτισα πολλά ονείρατα στην άμμο

Η ΓΙΟΡΤΗ ΤΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ, 28-29/8/2015, ΔΟΝΟΥΣΑ




Είναι ώρα

Η αλήθεια έχει πια πεθάνει;
Η λογική έξω από τα κλουβιά  μας;
Δε θα ξανασηκώσουμε κεφάλι;
Δεν θα ξανανοίξει ποτέ η καρδιά μας;

Τόσα μαρτύρια, και  πειστήρια
κι ελιξίρια                                
ν’ απαλλαγούν απ’ την ψυχή τους; 
Τι κάνουν τόσα εκατομμύρια
άνθρωποι μοναχοί τους;

Μια φορτική ζωή, μια ξένη
δε μου αξίζει ούτε μου πρέπει
ο κόμπος έσπασε το χτένι
όποιος θέλει να δει βλέπει. 

Τα μάγια η νύχτα τά ‘ριξε
και τους ζυγούς θα λύσω
το αστείο παρατράβηξε
και είναι ώρα να ζήσω.

Μόνοι στη λήθη μας θα σβήσουμε;
στην έρημο θα χαθούμε;
Δε θα μας ξανασυναντήσουμε;
Δε θα ξαναντικρυστούμε;

Βουβά ακροατήρια, χωρίς μυστήρια
δίχως αισθητήρια
μες στην κοιλιά του κήτους.
Τι κάνουν τόσα εκατομμύρια
άνθρωποι μοναχοί τους;

Μια φορτική ζωή, μια ξένη
ούτε μου πρέπει ούτε μ’ αξίζει
ο κόμπος έσπασε το χτένι
η ιστορία τώρα αρχίζει.

Και αν φύγω……

Και αν φύγω
Να με αγαπάτε

Και αν φύγω
Να με θυμάστε

Και αν φύγω
Μη με αναζητάτε ατόπως
Είναι σταθερές οι συντεταγμένες

Και να φύγω
Μπορείτε όποτε το αναγκευτείτε
Να με βρίσκετε εκεί
Όπου οι καλές ώρες τού ανθρώπου

Θα είμαι εκεί
Στις πίσω θέσεις
Στη γαλαρία
Να ομνύω εκστατικός.

Η Γιορτή της Ποίησης


Η Γιορτή της Ποίησης   

“Μαζί είμαστε πιο πολλοί και από εμάς τους ίδιους”


Την τελευταία Παρασκευή και Σάββατο του καλοκαιριού, 28 και 29 Αυγούστου 2015, θα πραγματοποιηθεί στη Δονούσα, στο νησί των Μικρών Κυκλάδων, η Γιορτή της Ποίησης.
Η διοργάνωση θα είναι διήμερη και θα περιλαμβάνει απαγγελίες ποιημάτων, μουσική και βιντεοποιήματα. Θα εξερευνηθεί η δυνατότητα διαλόγου ανάμεσα στην ποίηση και σε άλλες τέχνες, μέσα από παράλληλες δράσεις καθ’ όλη τη διάρκεια του διημέρου. Οι δράσεις θα πραγματοποιηθούν στο πέτρινο θέατρο της Δονούσας, καθώς και σε άλλους δημόσιους χώρους του νησιού.
Η Γιορτή της Ποίησης έχει την υποστήριξη του Πολιτιστικού Συλλόγου Δονούσας “Ποσειδών”. Διοργανώνεται από την ομάδες ποιητών “Ποίηση στην εποχή της εκποίησης” και “συν](κίνηση”, τον “Μανδραγόρα”, λογοτεχνικό περιοδικό για την τέχνη και τη ζωή και τον καλλιτεχνικό οργανισμό “Ορίζοντας Γεγονότων”.
Με την κίνηση αυτή στο νησί της Δονούσας, έναν μικρό παράδεισο ο οποίος έχει καταφέρει να έχει φίλους σε όλο τον κόσμο και όχι απλώς τουρίστες, αλλά και να αναπτύσσεται χωρίς να αλλοιώνεται, επιστρέφεται ένα κομμάτι της ποιητικής έμπνευσης στον τόπο που τη γεννά.
Στη Γιορτή αυτή, η Ποίηση ξαναβρίσκει τον δημόσιο χαρακτήρα της, μέσα από μια διαδικασία αλληλεπίδρασης και μοιράσματος.
Συνυπάρχουμε.
Συμμετέχουμε.
ΣυνΔονούμαστε.
Γιατί μαζί είμαστε πιο πολλοί και από εμάς τους ίδιους.
Κάλεσμα Συμμετοχής
Η γιορτή της ποίησης απευθύνει ανοιχτό κάλεσμα σε ποιητές και ποιήτριες που θα ήθελαν να παρουσιάσουν ποιήματά τους στη Δονούσα στις 28 – 29 Αυγούστου. Στείλτε μας τρία ποιήματά σας στο poetryfestdonousa@gmail.com . Η καταληκτική ημερομηνία για την αποστολή των ποιημάτων είναι η 25η Ιουλίου 2015. Στις 31 Ιουλίου θα ανακοινωθούν τα ονόματα των συμμετεχόντων που έχουν επιλεγεί.
Δήλωσε συμμετοχή και στείλε τα ποιήματά σου μέχρι τις 31 Ιουλίου στο:
poetryfestdonousa@gmail.com
https://poetryfestdonousa.wordpress.com/

https://www.facebook.com/pages/%CE%97-%CE%93%CE%B9%CE%BF%CF%81%CF%84%CE%AE-%CF%84%CE%B7%CF%82-%CE%A0%CE%BF%CE%AF%CE%B7%CF%83%CE%B7%CF%82/1011506112215899?sk=timeline

Αναγνώστες

ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ

ekpoiisi@yahoo.gr

ποίηση στην εποχή της εκποίησης

ποίηση στην εποχή της εκποίησης