η ποίηση στην εποχή της

η ποίηση στην εποχή της

Φέραν την νύχτα

Η νύχτα τελικά τα κατάφερε και νίκησε
Κι ας μην είμαι στις χώρες της
Η μέρα έφυγε αφού την προσκύνησε
Και δεν είμαι ούτε στις ώρες της

Πολλοί την ζήταγαν μα μάλλον βιαστικά
Έπρεπε να ‘ταν τώρα εδώ να δούνε
Ότι τα δέντρα ρίξαν κάτω τα κλαδιά
Για να ‘χουν κάπου τα πουλάκια να κρυφτούνε

Πολλοί την ζήταγαν μα έφυγαν γι’ αλλού
Και τώρα εγώ και τα σκυλιά περιπολούμε
Έχουμε χάσει την ελπίδα προ πολλού
Μα ίσως την βρούμε, να την βρούμε προσπαθούμε

Φέραν  τη νύχτα και μας λέγαν θα ‘χει αστέρια
Μα και φεγγάρι σαν τον ήλιο που και που
Μα πια να πιάσουμε απλώνουμε τα χέρια
Το φώς απ’ τις γεννήτριες του βουνού

Ούτε φεγγάρι, ούτε αστέρια, ούτε ακόμα
Ο ουρανός δεν έχει μείνει εδώ
Γιατί αν ήτανε θα ‘χε κι η νύχτα χρώμα
Μα μοιάζει τοίχου ξεβαμμένου από καιρό

Ίσως αν ήτανε το αύριο να βλέπαμε
Κι ας ήτανε πολύ πιο σκοτεινό
Να ελπίζαμε ή κι άλλο να προσέχαμε
Να μην μας βρεί η μέρα αν έρθει στον γκρεμό

Τα όνειρα μάς κρατάνε ξύπνιους

ΟΙ ΤΡΟΜΟΙ

ΟΙ ΤΡΟΜΟΙ
Και έτσι με σφάγιασε το Φως και με κυριεύσαν πόνοι
βιώνοντας στο έπακρο τη' θρέψη των πληγών μου
τα έρμα νιάτα στις πλαγιές γλίστρησαν των γκρεμών μου,
τσάκίστηκαν στη πτώση τω, χιλιάδες ήτο μέτρα
γιατί δεν ήμουν σιωπηλός πως θα' πρεπε σαν πέτρα.
***
Και έτσι με σφάγιασε το Φως και με κυριεύσαν πόνοι
το μύνημα Φιλέσπλαχνε τώρα και εντός μου ηχεί
Συ' Πανδαμάτωρ, στου Ναού σου, ψάλων διαταγή
'' Kίνητρα, μείνετε γυμνά' π' της βλαστημιάς τη σκόνη
στα μαρμαρένια ανάκτορα δεν ενεδρεύουν θρόνοι ''
***
Και έτσι με σφάγιασε το Φως και με κυριεύσαν πόνοι
την εντολή ξεστόμησα' ''Να αποσυρθούν οι φάροι''
γυρεβγω ετοιμοθάνατους ν' αρματωθώ τη' Χάρη
μπρος στην θωριά τους, γέροντες ανήμποροι, οι χρόνοι.
Οι τόνοι δεν πλαγιάζοντε αν δε' γενής τους πιόνι..
***
Κι' ετσι με σφάγιασε το Φως και με κυριεύσαν πόνοι,
δικαίως μόνον οι νεκροί, θρηνούνε τους νεκρούς τους.
''Η αργοπορία τάχυστη, λυπόμαστε..''Ο νούς τους!
Μωροί πιά! Ευκολόπιστοι..Δουλείαν σας, αφρόνοι..
***

''Μες τα σκοτάδια ξεκινούν και ξεψυχούν οι τρόμοι''

ΟΔΟΣ ΒΑΘΥΝΥΚΤΙΑΣ

Στη χώρα των χαμένων των ανθρώπων
ήλιοι πάνε έρχονται άλλοι φεύγουν
φεγγάρια από αγάπη φέγγουν
σκιές περαστικές των τόπων

για των θεών την ανομία
που σκέπασε κάποτε η λήθη
κι έμεινε πια σαν παραμύθι
κρυφόφαντη αντινομία

απονεινάρια των καιρών
αναζητούν ό,τι έχουν χάσει
σε χρόνου φέξη χρόνου χάση
σε κύκλους ψεύτικων χορών

κι ανύπαρκτοι περνάν διαβαίνουν
με αβυσσώδη ένα ρυθμό
σε δρόμο έναν που δεν έχει
ούτε όνομα ούτε αριθμό.

Επί ματαίω

Μένω στα ξόρκια
Που η μήτρα της ύπαρξης 
Μου πέταξε στα μούτρα, χωρίς
Ευλάβεια για την διαφορετικότητά μου,
Καθώς εγώ συνήθισα μικρότερος
Να μετατρέπομαι εντός μου
Και τρομαγμένος

Πλένομαι τα δάκρυα 
Που οι κατάρες έσταξαν στα μάτια
Και πνίγομαι από τις
Αρρώστιες που κυνήγησα
Με μένος να αγαπήσω τις πλάτες τους·
Κοίταξα στους βολβούς 
Των ματιών τους τις προτάσεις 
Που δεν κατανόησα πριν να τις μεταφράσω
Και τώρα,
Πίνω λαίμαργα τις δίψες μου
Μπας και ξαποστάσω κάτω 
Από την μπλεβί πανσέληνο της λήθης…

Στερνό χαμόγελο 
Αποχωρίζονται τα σκασμένα χείλη μου
Μην μπορώντας σοβαρά να 
Μιλήσουν για τις κατάντιες της γενιάς μου·
Παράλογο, θαρρώ, κρύβεται το μίσος
Πίσω από τις ξεδοντιάρικες γνάθους,
Που τρελαινόμουν να φιλάω 
Και πλέον,
Σκύβω στα πόδια μου
Ανάμεσα, να δω το πρόσωπό μου…


Εις μάτην…
Από τη μια,

καλοντυμένες λέξεις,
μεσίτριες της λήθης

που αγωνίζονται να κολλήσουν
ένα ραγισμένο όνειρο

στην κορνίζα της
συγχώρεσης.


Από την άλλη,

κακόγεννες λέξεις,
συνεγγυήτριες του τέλους

που κολυμπούν στα νοτισμένα
με δάκρυα νερά των αναμνήσεων


ανοιχτά των ακτών της
καρδιάς,

αέναο ταξίδι από την Άβυδο στη
Σηστό και πάλι πίσω

λέξεις που πνίγονται…
σώζονται… αλλά δεν λησμονούν


Ανάμεσά τους, μια
κιτρινισμένη φωτογραφία,

φθαρμένη

λες και έξυνε πάνω της, τα
νύχια της

η πεισματάρα
προσμονή των τελευταίων
κρονόληρων
χρόνων.


Αλίμονο!

δεν μπορώ να σε διακρίνω πια
εκεί μέσα…

Η αλήθεια της ζωγραφιάς των στίχων κουμπωμένη μέχρι το λαιμό

Εμβόλιμα στη μεταφυσική ανησυχία 

διαδραματίστηκαν δυο σώματα γυμνά

προφητεύω τη χρυσή βροχή
με σινιάλο υγρόληκτα μογγολικά στιχάκια
η αλήθεια της ζωγραφιάς των στίχων
κουμπωμένη μέχρι το λαιμό-
αχίλλειος πτέρνα φυλλοβόλου λόγου

μες στη στρεβλή αναίδεια της νυκτός υποτακτική αιδώς

χθόνιων ήχων

ω τάδε βίωμα, ω δείνα μετοικεσία
εν πολλαίς αμαρτίαις ομοούσιο όνομα αυγερινής

ανάγλυφη χλωμή
πρωτόπλαστη πελιδνή
ένας καβγάς πολύτιμος που απόμεινε SMS
Σοφία Νεφέλη, πολυώνυμη λερναία εμμονή
με τα φτερά της καστανιέτες στο χορό των λουλουδιών-
είναι άραγε το μήνυμα όπου μπορεί να τελειώνει
η συναίνεση που εξασφάλισε
το ποίημα μου το γανωμένο;

εμβόλιμα στη μεταφυσική ανησυχία
διαδραματίστηκαν δυο σώματα γυμνά
να βρουν το μίτο εκεί
στο χορό των λουλουδιών της Άνοιξης
(ό,τι πεις…)

Αναγνώστες

ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ

ekpoiisi@yahoo.gr

ποίηση στην εποχή της εκποίησης

ποίηση στην εποχή της εκποίησης