η ποίηση στην εποχή της

η ποίηση στην εποχή της

Το Κράτος κι Εγώ


Το αναπολώ ταιριάζει με το συγχωρώ
Το αναζητώ δεν ταιριάζει με το λησμονώ
Το ερευνώ ταιριάζει με το ελευθερώνω
Και το επιζητώ με το ανανεώνω.


Όσο το θέλω ζητά στην ανάγκη
Για ταίρι
Κάποιο αγαπώ εγώ
Μα κείνο δεν με θέλει
Και δεν ξέρω πώς
Να ταιριάξω το ένα από τα δυό
Στο ζεύγος αυτό:

“πηρούνι-κουτάλι χωρίς μαχαίρι”

Ενίοτε στον ύπνο μου

Ενίοτε στον ύπνο μου ακούγονται σαλπίσματα
ακούγονται τύμπανα
ακούγονται κραυγές:
εγερθείτε οι κοιμώμενοι
εξεγερθείτε οι φοβισμένοι

κι αίφνης ξεχύνονται κατά κύματα άσπρα πουλιά
ζυγιάζονται ανάερα
βουτούν
θρηνούν το αίμα των αθώων
ολολύζουν τα σφαγμένα παιδιά
δημιουργούν ιδεογράμματα
θέτουν πανάρχαια ερωτήματα:
τι είναι αλήθεια;
τι είναι ψεύδος;

και τότε φλέγονται οι χρησμοί
φλέγονται οι ξεχασμένοι κώδικες
σπηλιές κατακρημνίζονται
λιώνουν οι σταλακτίτες που έπηξε η σιωπή

οι σκέψεις εκπορθούν τα τείχη του χαμένου χρόνου.

ΤΟ ΑΥΡΙΟ

Τα 'μαθες;
το αύριο συνελήφθη 
και κρατείται σε μυστική τοποθεσία.
Ήτανε λέει αστάθμητος παράγοντας
και οι αστάθμητοι παράγοντες απαγορεύονται.
Ακόμη και το σήμερα θεωρείται ύποπτο
γιατί μας θυμίζει πως υπάρχουμε και έχουμε ανάγκες
και αυτό δε μπορεί να τραβήξει μακρυά.

Τα πλήθη παρακολουθούνε τις ειδήσεις,
ακίνητες φιγούρες μπροστά σε αεικίνητες διαφημίσεις.
υποκείμενα του παραλογισμού της εξουσίας
και είναι άξιο απορίας, το πως προκύπτει λογική
μέσα από μια παράλογη διαδικασία.
Το μέλλον είναι φιλέτο,
το γδέρνουν και το τεμαχίζουνε, το κρεμάνε σε τσιγκέλια.
Ο καθένας μπορεί να το αγοράσει
αρκεί να διαθέτει το απαιτούμενο ποσόν.
Η γή προχωράει με δεκανίκι
και ήτανε βαριά απώλεια η κάθε νίκη,
τα επίχειρα είναι πρό των πυλών των αδυνάτων και των δυνατών
και καμμιά πλευρά το τρόπαιο δεν θα κρατήσει.
Κάθε βήμα από δω κι εμπρός
μια τραγωδία που περιμένει στη γωνία
της αντίστροφης μέτρησης αρπακτικό,
υποθαλπόμενο απ’ το κενό που κουβαλάει η καρδιά μας.
Όμως, το αύριο εμφανίσθηκε ξανά
με φόρο προστιθέμενης αξίας και αφαιρούμενης αξιοπιστίας
Περιπλέοντες το επίτευγμα έκθαμβοι
δεν παρατηρήσαμε πως το αύριο δεν είχε πόδια ούτε χέρια.
Κουφοί και άλαλοι υποτιθέμενοι θεματοφύλακες
ολοκληρώσανε την πραγματογνωμοσύνη τους
Επισφαλής ο χρόνος της ανάπτυξης,
καλοθρεμμένος ο ρυθμός, αποθεωμένη η ταχύτητα
Έκτακτη είδηση:
το αύριο τόσκασε αλλά δεν επέστρεψε σε μας
πήρε μια οποιαδήποτε κατεύθυνση
κι όπου το βγάλει.
……………………………………………………………….
Ακούγονται πυροβολισμοί
πιθανόν εντοπίστηκε από τις αρχές
και θα προσαχθεί σε δίκη
σε έναν σκουπιδότοπο σαν ραδιοϊσότοπο
που εξετράπη της αποστολής του
ενώ αμειβότανε αδρά να κάνει τα μάτια του στραβά
-κατόπιν υποδείξεως.
Κατηγορείται ο,τι κινείται,
ο,τι πετάει, ο,τι κολυμπάει,
ό,τι ονειρεύεται.

Αργοναύτες

  Στα  Ελληνόπουλα ,
που  άνοιξαν  πανιά  για  καινούριες  ΄΄Κολχίδες΄΄ 


Μ’ ένα  κλαδί  βελανιδιάς  στ’  αυτί  κι’  ένα  γεράκι  στη  πλώρη,
οι  Αργοναύτες  ξεκίνησαν,  σαν  άγγιγμα  του  Φθινόπωρου, 
στου  Μαγιού  τον  καλαμιώνα.
Αλλά  ο  ήχος  της  φλογέρας  τους,  ακούγεται  μακριά  στην  πατρίδα.
Μήπως  και  τους  ξαναφέρει  πίσω  το  κύμα,
όπως  φέρνει  τα  όνειρα  των  πελαργών  ο  αγέρας. 
Κι’ένα  φλάμπουρο  στο  λιακωτό,  δεν  αξίζει  πιο  πολύ
από  ένα  σμήνος  πουλιών  που  γελάνε.
Μονάχα  να  σπείρει  τρίλιες  ο  κορυδαλός
με  το  σήμαντρο  της  καμπάνας,
να  ξεκρεμάσουν  τα  φλάουτα  οι  ασβοί, 
τις  φωνές  τους  τα  κρυμμένα  παγώνια.

Γιατί  δεν  είναι  μια  τρυγόνα  ένα  κουδούνι,     
δεν  είναι  βοτάνι  της  λησμονιάς,  ούτε  κροτάλισμα  δράκου,
ούτε  φόρεμα  βατράχου  και  κομπολόι  νεράιδας.
Είναι  στοιχειό  του  φθινοπώρου,  που  στήνει  παγίδα  στους  λύκους.
Είναι  τραπέζι  σαλιγκαριού,  μαχαίρι  καντηλανάφτη.
Είναι  του  Κανάρη  φωτιά,  που  ανάβει  αυγερινού  καντηλέρι,
κι’ύστερα  βόσκει  στα  ψηλά,  στα  μαύρα  κυπαρίσσια,
όπου  έχει  ο  βράχος  το  τσαρδί  κι’ο  αρματολός  κελάρι. 

Λένε  πώς  τρέχουν  τ’ άλογα  στα  χορταριασμένα  λιβάδια,
κι’ύστερα  πάνε  στους  ανεμόμυλους  να  κοιμηθούν,
να  νανουρίσουν  τις  φτερωτές  τους.
Κι’ ας  βράζει  το  πέλαγος  της  ζωής,
κι’ ας  κατεβάζει  το  ποτάμι  μαράζια.
Τα  ΄΄πάντα  ρεί΄΄  είπε  ο  Ηράκλειτος, 
κι’ είδε  ένα  ρυάκι  να  βάφεται  κόκκινο  και  να  κλαίει,
κι  έκλαιγε  κι  αυτός  πάνω  στο  δροσερό  νερό,
όπως  ο  κύκνος  κλαίει  στην  ερημιά,
όπως  ο  ποντικός  στην  παγωμένη  πεδιάδα.

Το  ξέρω,  αν  κλάψεις  δεν  θα  φυτρώσει  χορτάρι,
το  ξέρω,  αν  πληγώσεις  μια  καρδιά,  θα  στερέψει  το  δάκρυ.
Μόνο  να  βρεθεί  ένας  τρόπος,
ένας  τρόπος  να  πορευτείς,  ένας  τρόπος  να  πολεμήσεις.
Με  το  φλάουτο  των  εφτά  νάνων  στο  δάσος  των  φαντασμάτων.
Με  την  ελπίδα  της  χαραυγής  καρφωμένη  στην  πλώρη.
Με  της  κιθάρας  τη  φωνή  στου  ερωδιού  το  συρτάρι.

Πάνω  σε  μια  ολάνθιστη  μυγδαλιά,
βλέπω  τα  παιδικά  σου  όνειρα  να  κυματίζουν.
Παρ’τα ,  στον  δρόμο  σου  για  ν’ ανθίσουν,
όπως  άνθισε  μια  φορά  το  όνειρο  του  Ιάσονα,
στους  λιβαδότοπους  της  Κολχίδας.
Μάταιο  είναι  το  παράπονο,  τα  βάσανα  πάντοτε  θα  υπάρχουν.
Με  τα  μάτια  των  πουλιών  να  φέρνουν  μουσική  στα  χορτάρια.
Με  μία  αγκαλιά  γαρίφαλα  να  καίγεται  η  καρδιά  σου.
Με  το  βέλος  της  Άνοιξης  στην  ανηφοριά  του  Χειμώνα.
Φτάνει  να  σκιρτήσει  ένα  χαμόγελο
και  μία  καρδιά  πικραμένη  ν’ ανθίσει.
Φτάνει  να  φυτρώσει  μονάχα,
λίγη  ρακή  για  τη  λησμονιά ,
ένα  λουλούδι  για  την  αυλή,
λίγο  ψωμί  για  το  σπίτι.   

από  την  ποιητική  συλλογή << Στα  απόκρυφα  τοπία  της  μοναξιάς >>

Αναγνώστες

ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ

ekpoiisi@yahoo.gr

ποίηση στην εποχή της εκποίησης

ποίηση στην εποχή της εκποίησης