η ποίηση στην εποχή της

η ποίηση στην εποχή της

Χαι κου

Ροδοπέταλα
στο λευκό στο γαλάζιο
όνειρο ανθού.


Στο μακρύ δρόμο
η σάρκα του ήλιου
γίνεται σκιά.


Χλωμό φεγγάρι
χαϊδεύει την κερασιά
τα μεσάνυχτα.


Ίριδα νύχτας
της μαύρης πεταλούδας
άφανα φτερά.

Διονυσιακή έκσταση

...Ανατολή...
...η Αλεξάνδρεια και η Σμύρνη...το μυστηριακό τους σαγήνευμα...
                                  ο Αιγύπτιος αυχμηρός αγέρας...
τα μισοφέγγαρα στο τέμενος με τα φαρδιά τόξα
                                      και τις ημικυκλικές κόγχες των μιναρέδων
                                                             εκείνο το μισοσούρουπο,
                                               κι ο μουεζίνης στον σεριφέ...
          …και να φτεροκοπούν στο καθρέφτισμα οι ίριδες…
Το θείο πλάσμα...κόρη σηψάντη και μεγαλέμπορα...
σοκολατί, ντελικάτη, τρυφερό στήθος, ροδαλό στόμα,
         νωχελή, αμυγδαλωτά μάτια,
                             που ξεχείλιζαν ψυχή, Ζωή και χρώμα
χέρια μάγισσας, σε πλάνευαν στον χορό τους
                      πόδια σμιλεμένα από τεχνίτη αδάμαντα
                                                λείο, ευωδιαστό, άτριχο δέρμα
το ηδυπαθές βάδισμα της...λευκό, αραχνοΰφαντο φόρεμα κι από μέσα
                                                       μια λεπτή σιλουέτα γυμνή...
η ζουμερή, χυμώδης, γεύση των μπουτιών της... ...η γεύση της...
ήταν υπέροχη ξαπλωμένη με ορθάνοιχτα τα πόδια...
                               ...ήταν υπέροχη όπως κι αν ήταν...
...κουνιόταν...                                  ...βογκούσε...
                   ...η λεκάνη της...                    ...η σάρκα της...
     ...τα μαλλιά της στο πρόσωπο...
                 εκείνο το βλέμμα της ξέφρενης διονυσιακής έκστασης...
η θελκτική, κοριτσίστικη φωνή της με την ανεπιτήδευτη,
                                                            αφελή χροιά...
           “...fuck me...fuck me...fuck me...”
               και ξεχύνονταν οι ευωδιές των ξέπνοων υγρών του έρωτα μας
…τα νερά της λάμπας καθώς έφεγγε στο μάρμαρο…


(Από το λογοτεχνικό – δημοσιογραφικό βιβλίο: «Δίδυμοι Πύργοι – Ήμουν κι εγώ εκεί!»)

Έγκλειστος

Μπήκα πάλι σε μαντρί.
τη μοναξιά φοβήθηκα
κι ήθελα να νιώσω πιο δυνατός
άλλη μια φορά γελάστηκα.
Εξουσίασε ή θα σ’ εξουσιάσουν
μα τίποτα απ’ αυτά δεν θέλω.
Ήρθα στα δυό
καλόγερος ή διαβρωμένος
μα θα’ναι  λάθος, σκέφτηκα,
λάθος θα είναι
οι άνθρωποι δεν ζουν έτσι
δεν μπορεί
αλλιώτικα μπορούν να υπάρχουν…
Ύστερα κουράστηκε ο νους μου
κι αναστέναξα
ένα τραγούδι με γαλήνεψε
ένα βιβλίο με παρηγόρησε.

«ΕΣ ΑΥΡΙΟΝ»

                                 Σήμερα κάηκαν δέκα δάση,
                                 έγιναν είκοσι τροχαία,
                                 έγινε μια πυρηνική δοκιμή,
                                 απειλήθηκε να γίνει πόλεμος…
                                 Μα τι μας νοιάζουν τώρα όλα αυτά;
                                 Αφού δεν το κερδίσαμε και πάλι το Λαχείο.
                                 Εξάλλου έχει νυχτώσει,
                                 ώρα για ύπνο πια,
                                 να ξεχαστούμε,
                                 να αφήσουμε για αύριο τα σπουδαία…


 Μια αίσθηση προδοσίας
 και η δύναμη της αγάπης
 Η μάχη στο συνειδητό
 στην πλάνη της απόλυτης
 ψυχεδέλειας

 Άτρωτος, σίγουρος γι΄αυτό που
 νιώθεις, και
 αδύναμος, αμφίβολος γι΄αυτό που
 πρέπει
 Φοβισμένος να μην πληγωθείς

 "περήφανος" για της καρδιάς
 σου τ' ανείπωτα

 Άνθρωποι μάσκες,
 μιας παγερής χαμογελαστής
 εικόνας
 Πολύχρωμες συγκινήσεις
 πνιγμένες σε γκρίζες θάλασσες

 Έντονες αναμνήσεις,
 ξεθωριασμένες ζωγραφιές 

 Σταγόνες της βροχής στο τζάμι,
 δάκρυα, ψιχάλες της ψυχής

 Άνθρωπε ζήσε, πέταξε την ασπίδα
 του φόβου σου,
 βγάλε την μάσκα του δήθεν
 αοράτου, 
 πάρε επιτέλους τον πρώτο ρόλο
 της παράστασης.

 Δεν είναι δύσκολο,

 Κλάψε, γέλα, ερωτεύσου, αγάπα,
 τσαλακώσου, μίλα...
 σκέψου για μια στιγμή πως θα
 ήταν
 αν δεν σε ένοιαζε να γδυθείς
 μπροστά σε μάτια άλλων

 Ζήσε σε στάδιο R.E.M το ένα και
 μοναδικό ταξίδι...
 την ζωή σου, 

 όχι για λίγα λεπτά της ώρας αλλά
 μέρα νύχτα... 
 μέρα νύχτα χωρίς σταματημό! 
 Σκέψου τι
 φαντασμαγορία... 

ΤΑ ΖΩΑ ΤΗΣ ΦΑΤΝΗΣ

Η δαμαλίτσα με τα μάτια ολοφώτεινα
Χνώτιζε του σπηλαίου τον αέρα
Δυο προβατάκια στης σπηλιάς τα μισοσκότεινα
Με δυο αρνάκια
φεγγοβόλησαν στη μέρα
Που ο κόσμος μας για πάντα άλλαξε
Με τ’  ουρανού θεόσταλτη ελπίδα

Κι ένα πουλάρι γαϊδαράκος
κι αυτός έτρεχε πάνω και κάτω
Σκύβοντας στης φάτνης το μυστήριο
Νιώθοντας μια χαρά μες την καρδιά
Στου χρόνου το μεγάλο τελεστήριο

Βραδιά της Βηθλεέμ του Νου βραδιά
Που σμίξανε τα κάτω με τα ουράνια
Και βρήκε ο κόσμος Τον Πατέρα και Το Γιο

Και Πνεύμα Άγιο έσβησε του κόσμου την ορφάνια.

Πέρασαν…

Μ’ ευχές και αν χορτάσαμε
τις ‘‘άγιες’’ τούτες μέρες
τα ψέματα τελειώσανε ˙
ξανάρχισαν φοβέρες

οι Τρόικα κι οι δανειστές
κι όλες οι άλλες λέρες
να ξαναπιάσουμε κουπί
στου χρέους τις γαλέρες.

  και του χρόνου…
       τώρα…

 τα κεφάλια μέσα

Αναγνώστες

ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ

ekpoiisi@yahoo.gr

ποίηση στην εποχή της εκποίησης

ποίηση στην εποχή της εκποίησης