η ποίηση στην εποχή της

η ποίηση στην εποχή της

ΑΠΟΦΑΣΗ

Όταν τόσο κατάφωρα το δίκαιο πατιέται,
όταν τόσο κατάφωρα χτυπιέται η ζωή,
αιχμάλωτος πώς στέκεσαι στο φόβο, στην οργή;

Ενοχικός κι αδύναμος συνήθισες να τρέμεις,
να φοβάσαι, να γονατίζεις και να υποχωρείς.
Έτσι ο φόβος σ ’εκφυλίζει και  σκλάβο σε βαφτίζει.

Χρόνια αγόραζες το παραμύθι τους.
Χρόνια σου βάλανε θηλιά, που τώρα σφίγγει.
Ξέρανε καλά να μαδάνε την ελπίδα σιγά-σιγά και σταθερά.
Χωρίς ελπίδα η ζωή διόλου δεν προχωρά…

Τώρα σου πρέπει απόφαση, που τη ζωή αψηφά,
που ξεπερνά συμβάσεις κι οπτικές του χθες
και κάνει απόφαση ζωής τη λευτεριά.
Αρκεί μόνο τη φωτεινή γραμμή του ήλιου
πού ’χεις μέσα σου να ’βρεις,
αυτή που σε ενώνει με τους άλλους.
Τότε θα ανταμώσεις στο φως την ελπίδα.

Κι όταν μέσα σου επισυμβεί το θαύμα,

τότε όλα τ’ αδύνατα, θα γίνουν δυνατά.

Σπάζοντας την κλειδαριά στου μυαλού τη φυλακή

I
Με πλησίασε χαμογελαστός.
Ανυπομονησία, κυνισμός κι αμηχανία
στριμώχτηκαν στο πρόσωπο του.

«καλησπέρα φίλε μου,
απόψε θα υποφέρεις»

Σαν άκουγα τη φράση τούτη,
μηχανικά πυροδοτούνταν αντιδράσεις
στο μυαλό και στην καρδιά μου.

Σφιγμένα δόντια,
γρήγορες ανάσες
και ξεκινάμε.

Στο κάτω- κάτω,
για δύο πράγματα ήμουν βέβαιος.
Πρώτον, η ώρα ήταν έξι το απόγευμα.
Δεύτερον, θα υπέφερα πραγματικά.


II
Σαν πλημυρίζει πόνο το κορμί,
στ’ ομιχλώδες τοπίο των σκέψεων
βρίσκεις παρηγοριά.

Το μυαλό δουλεύει εντατικά,
κατασκευάζοντας
της λύτρωσης την κρύπτη.
Το μέρος που τίποτα δεν σ’ αγγίζει,
εκεί που ο χρόνος σταματά.

Θυμάσαι μοναχά,
έντονα και καθαρά,
αυτά που σε στιγμάτισαν.

Τα παιδικά σου χρόνια.
Το αγαπημένο σου κορίτσι.
Το πρώτο δάκρυ ενοχής
που μούσκεψε το μαξιλάρι σου.

Στις αναμνήσεις βουτηγμένος,
χαμογελάς,


και συνεχίζεις.

Έλα

Υποθέτω πως θα κοιμάσαι βαθιά τώρα.
Εγώ, μόλις τώρα, γλιστρώ στο πλευρό σου.
Με ανάσα κοφτή, και πατώντας στις άκρες των ποδιών μου,
βιαστικά
διέσχισα το χώρο σου και κρύφτηκα στ’ όνειρο σου.

Να σ’ ανταμώσω ξανά και ξανά
σ’ ένα φιλί,
σ’ ένα ακρογιάλι,
σ’ ένα χαμόγελο,
σε μια αγκαλιά...

Έλα!

Δειλά βήματα

Στις σκιές σου μπλεγμένος
το σ΄αγαπώ απορείς,
μες στις λάσπες σκορπισμένος
ζητάς να σωθείς.

Αρπαγμένος από άλλους
σε άτοπα γυρνάς,
τον Πατέρα Χ(Κ)ρόνο φοβάσαι
και λυγάς και λυγάς.

Σαν να ανοίγεις μια πόρτα
καινούρια μέρη να δεις,
μα πάλι ιδρώνεις
και γυρνάς το κλειδί.

Σαν τους πρωτάρηδες της ποίησης κι' εσύ,
ερωτευμένος μα δεν τόχεις...

ΣΥΜΒΟΛΑ ΕΤΕΡΟΚΛΗΤΑ ΣΤΟ ΑΠΑΡΕΜΦΑΤΟ

Μια παράξενη ελπίδα
μια απρόσμενη οπτική.
Κάποιο νούμερο βγαλμένο
απ’ τον τρόμο
στοιχειώνει αιώνια τις ψυχές
αντίκρυ στο ανάποδο θείο.
Σύμβολα ετερόκλητου στο απαρέμφατο
στ’  όνομά του περπάτησαν σκουλήκια
με ωμή σάρκα τρέφονται ακόμα
και με όνειρα υπέροχων θνητών
μέσα σε μια γωνιά  κατοικούν
ανάμεσα στο κρανίο και τα σπλάχνα,
που με περίσσια μαστοριά
τοποθέτησαν πανέξυπνοι τύραννοι
πολλούς αιώνες πριν.

Αναγνώστες

ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ

ekpoiisi@yahoo.gr

ποίηση στην εποχή της εκποίησης

ποίηση στην εποχή της εκποίησης