Ένας τζίτζικας τραγούδαγε
όλο το καλοκαίρι
και το χειμώνα
από την πείνα ψόφησε.
Κανείς δε νοιάστηκε γι’ αυτόν.
Ένας ποιητής
έγραφε συνέχεια
μέχρι που πέθανε στην ψάθα.
Τον ποιητή
τον θάψανε βαθιά
τους στίχους του ερμηνεύοντας
όπως συμφέρει.
Τυχερός ο τζίτζικας.