η ποίηση στην εποχή της

η ποίηση στην εποχή της

Άμε για τη Γαλήνη

Μη λες πως το κράτος θα σωθεί.
Άμε να δεις τι λέει στην άλλη της πλευρά η ζωή.
Όχι, μην τρέχεις
ξέρασε, ξάπλωσε στην πόρτα σου εχτές.
Αφού είπες δεν την πρόσεξες προχτές,
έξω απ'την πόρτα σου ήρθε να τη δεις
και εσύ νόμιζες πάλι ήταν κλέφτης.
Εκούσια εθελοτυφλείς.
Τι να σου κλέψουν ρε απ΄το τίποτα;

Είπες πως δεν πρόσεξες την εξαθλίωση
που κοιμόταν στην πόρτα σου
πως έφτασε εκεί δε σκέφτηκες,δε ρώτησες,
γι'αυτό μπήκε η κρίση απ'το παράθυρό σου.

Όσο κοιμόσουνα τον ύπνο του δικαίου
φασίστες έραβαν το υφαντό σου,
Μαγιό σου έδωσαν για παλτό
και τώρα κλαις στο κρύο.
Κι άμα τρυπήσει κι αυτό τράβα πέθανε
μα μην τολμήσεις να προσβάλεις της βουλής τους την αιδώ.

Με είδα σε όνειρο την ελευθερία να υμνώ,
κάθε μορφής το φασισμό να πυρπολώ,
με είδα μαζί με αδερφούς να τραδουδώ
“εγώ δεν παίρνω ηρωίνη,δε θα σκάσω,
θα σε πατάξω μέσα μου και θα γελάσω.
Η ειρωνεία μου θα γίνει η συνείδηση σου
κι απ'τη ματιά μου θα πετρώσει η μορφή σου.
Γιατί αυτό το τερατένιο μόρφωμα της κοινωνίας
το κυοφόρησες, το έθρεψες φασιστικούς αιώνες.
Και να που εγκαθυδρίθηκε αυτεξούσια η αναρχία
και αυτεπάγγελτα θα νομιμοποιήσει τους αγώνες.
Και να που έπεσες κυβέρνησή μου
μονάχη σου στο λάκκο που έσκαβες
και οι φωνές που χρόνια έθαβες
ξέσπασαν ζητοκραυγές στη συνείδησή μου.”

Μη λες πως το κράτος θα διασωθεί.
Απηύδησαν μέχρι και τα τσιράκια της αυλής σου.
Νέα γενιά ονομάζομαι κι εσύ κοινωνία στην αναμονή.
Πάντα απ'το όραμά μου ξεκινά η ανασύστασή σου.

Φασίστα ο γέρος που πατάς με πήγε ως την Αλβανία.
Στα σύνορα κόλλησε η μνήμη του φθινόπωρου ημέρα,
που έβγαλε η ψυχή φωτιά και φώναξε “ΑΕΡΑ”.
Έτσι έδειξε πως η εξαθλίωση γεννά ελευθερία.
  
Τώρα η δικιά μου Ελευθερία γεννά την άρνηση για την κυβέρνησή σου
όσο για τη μπότα,τόσο για τη γραβάτα και για την οικονομική πολιτική σου.
Απαξιώ για εκδίκηση,ούτε θα ασχοληθώ μαζί σου.
Η ελευθεριακή δικαιοσύνη μου κοιτάει στο αύριο.
Με λένε Ειρήνη.
Σκότωσα πρώτα το μέσα μου φασίστα,
Θησέας να βαφτιστώ,
Άμε ρε κοινωνία για τη Γαλήνη.

ΤΑ ΦΩΤΑ ΤΡΕΜΟΥΝ

Βλέπω τον εαυτό μου να πέφτει από το 13ο όροφο.
Τα φώτα τρέμουν.
Προσπαθώ να θυμηθώ
μα μάταια. Κλείνω τα μάτια και βρίσκομαι ήδη εκεί.
Πάει καιρός που με βλέπω να χάνομαι.
Κι όταν γυρίζω πίσω, τα πάντα με ακολουθούν.
Μόνος.
Ευθείες γραμμές.
Τρέχουμε. Σταματάμε. Νυχτώνει.
Ακούμε τα πουλιά.
Κάνουμε έρωτα μα νιώθουμε αμήχανα.
Για πόσο ακόμα θα περιμένουμε σε αυτή τη στάση

Όνειρο μέσα στο όνειρο

Έχω ένα πουλί στο στήθος
που όλο θέλω να ξεχνώ
έρχεται το βράδυ, βράδυ
πάω κι εγώ να ξεχαστώ.

Ασημένιο φυλαχτό
ψάχνω μέσα στο νερό
βγαίνω βόλτα στο φεγγάρι
με ποδήλατο.

Είναι ένα κορίτσι λήθη
χάνομαι να το κοιτώ
έχει το πουλί στα στήθη
που ‘γειρα να κοιμηθώ.

Χάθηκε το καλοκαίρι
κι όλο ψάχνω και ρωτώ
φόρεσα ψηλό καπέλο
πήρα χάρτη ναυτικό.

Βγήκα το γιαλό γιαλό
μη το πήρε η θάλασσα
σε καθρέφτη περπατώ
τη ζωή μου χάλασα.

ΣΧΕΔΙΑΣΜΑ


Αθήνα , 6 εκατομμύρια σε ένα μνήμα
Αθήνα , φτωχοί και πλούσιοι σε κάθε βήμα
Αθήνα , βενζίνα μπουκάλι μεσ’ τη βιτρίνα
Αθήνα , τέτοια βρώμα ούτε μέσα σε καντίνα
Αθήνα ,μητρόπολη των πάντων και των γάτων
Αθήνα ,η πόλη της τέχνης και των γραμμάτων
Αθήνα , εδώ θα δείς την πείνα , εδώ και τη χλιδή
Αθήνα , η όμορφη γκριζούπολη μα στο κέντρο της η λαμπρή Ακρόπολη
Αθήνα, όλο αλλάζει και όλο ίδια μένει και εμείς οι καθυστερημένοι λέμε πως φταίνε οι ξένοι
Αθήνα , πόλη Μετρό , λεωφορείων
Αθήνα , υπόγειων κόσμων και υπουργείων
Αθήνα , πολυκατοικίες χωρίς χρώμα , όλα κάτω απ’ τη σκιά του Παρθενώνα.

ΠΑΡΑΜΥΘΙ

Όλοι έχουν ιστορία, αλλά αυτό δεν σημαίνει κιόλας ότι όλοι μαθαίνουν σωστά το μάθημά της!...
Ένας πλανόδιος πωλητής καπέλων, έπεσε ένα μεσημέρι να ρίξει τον υπνάκο του κάτω από ένα δέντρο. Όταν ξύπνησε ανακάλυψε έντρομος ότι μια αγέλη πιθήκων είχε βουτήξει όλα τα καπέλα του, και τα είχε ανεβάσει στο δέντρο. Τσαντισμένος και σε απόγνωση, έμεινε λίγη ώρα κοιτώντας την πραμάτεια του στα χέρια των πιθήκων. Κι ύστερα, ρίχνοντας κατάρες στην ατυχία του, έβγαλε το καπέλο που φόραγε και το βρόντηξε θυμωμένος στο χώμα. Οι πίθηκοι που όλη την ώρα τον χάζευαν από ψηλά, με την έντονη τάση τους για μίμηση, πέταξαν κι αυτοί τα καπέλα με δύναμη κάτω. O άνθρωπός μας έτρεξε και τα μάζεψε και σώθηκε.
Καμιά πενηνταριά χρόνια αργότερα, ο εγγονός του, που επίσης πούλαγε καπέλα, άφησε το εμπόρευμά του κάτω απ’ το δέντρο και την έπεσε κι αυτός για ύπνο. Κακώς, κάκιστα: όταν ξύπνησε τα καπέλα είχαν κάνει φτερά. Σήκωσε θυμωμένος το κεφάλι και είδε τα καπέλα του στα χέρια και στα κεφάλια των πιθήκων πάνω στο δέντρο. Πάνω στην απελπισία του θυμήθηκε την ιστορία που του είχε διηγηθεί ο παππούς του. Έτσι έβγαλε το καπέλο που φορούσε και το χτύπησε με δύναμη στο χώμα. Έμεινε έκπληκτος όμως που κανένας πίθηκος δεν έκανε το ίδιο. Μόνο ένας κατέβηκε απ’ το δέντρο. Έτρεξε, βούτηξε το καπέλο που ήταν στο χώμα, πλησίασε τον νεαρό πιλοπώλη που είχε μείνει άναυδος, του έριξε ένα ξεγυρισμένο χαστούκι, και φεύγοντας του φώναξε:

«νομίζεις ότι μόνο εσύ έχεις παππού;».

ΙΣΩΣ ΤΟΤΕ ΠΡΟΟΔΕΥΣΩ

Ήθελα να μάθω γράμματα
από μικρός καθώς θυμάμαι
τη γιαγιά μου να μου απαγγέλλει
το "φεγγαράκι μου λαμπρό"
και να το επαναλαμβάνω
                            διστακτικά
κοιτώντας προς τον ουρανό
την γοητευτική πανσέληνο
δεν την μεταμόρφωσα σε μούσα
μένοντας αγράμματος σχεδόν
με την απόκρυφη ελπίδα
στραμμένη στην άλλη ζωή
όπου κάποιο αστέρι θα μ' οδηγήσει
προς τον δρόμο της τέχνης
                                των λέξεων
κι ίσως τότε προοδεύσω
μέχρι και να γράψω ποίηση
άξια λόγου για τον κόσμο
λεπτεπίλεπτων συναισθημάτων.

Αναγνώστες

ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ

ekpoiisi@yahoo.gr

ποίηση στην εποχή της εκποίησης

ποίηση στην εποχή της εκποίησης