η ποίηση στην εποχή της

η ποίηση στην εποχή της

Το τέρας πέταξε τη μάσκα του

 Σαράντα χρόνια σαν ξυπνώ,
τρώω δυο φέτες βούτυρο με μέλι σε ψωμί,
και πίνω ένα φλιτζάνι γαλλικό.
Με άρωμα φουντούκι.
Φοράω πράσινο ζιβάγκο,
κι από μέσα ένα πουκάμισο
γαλανό, κολαριστό.

Μ’ αρέσει με τα πόδια να γυρνώ στους δρόμους της Αθήνας,
να έρχομαι σε επαφή με τους ανθρώπους της πρωτεύουσας
και με τα άγχη της ζωής.
Αυτό το πράγμα είναι η ζωή μου,
ο σκοπός της ύπαρξης μου.
Ανάμεσα τους να γυρνώ
μοιράζοντας χαμόγελα μαζί με υποσχέσεις.

-Πώς είστε σήμερα αγαπητή κυρία;
Του γιου σας ετοιμάζουμε το μέλλον,
να γίνει λαμπρός μηχανικός.
-Κι εσείς καλέ μου κύριε;
Ξεκουραστήκατε στις διακοπές;

Τους πόθους  τους μαθαίνω και τους γεμίζω με ψέματα πολλά.
Αρκεί να μ’ αγαπούν κι εμπιστοσύνη να μου δείχνουν.
Δικό τους παιδί να με λογιάζουν,
άνθρωπο που δουλεύει για την πάρτη τους,
και το συμφέρον τους κοιτάζει.

Στον πόλεμο των εντυπώσεων
αν κερδίζεις,
δεν έχεις ανάγκη την ουσία.

Κι εσείς που ακούτε αυτήν την ιστορία,
γιατί τα κάνω όλα αυτά θ’ αναρωτιέστε.
Γιατί να κάνω τα χατίρια στον κάθε πικραμένο
γιατί να τον αφήνω άβουλο και γελασμένο;
Μ’ ένα παράδειγμα θα σας το πω:

Άλλος ανοίγει  τα παράθυρα να μπεί το άρωμα του γιασεμιού,
το μήνυμα της άνοιξης,
απλόχερα να απλωθεί σ’ όλους τους χώρους του σπιτιού.
Να μπερδευτούν οι μυρωδιές,
με της κουζίνας τις οσμές,
και το χαμόγελο να ‘ρθεί στα κουρασμένα πρόσωπα.

Μα όχι εγώ.
Τα κουρασμένα πρόσωπα,
σκυφτά τα θέλω εγώ.
Κι ανέχομαι μονάχα
της άγνοιας το χαμόγελο τα χείλη να κοσμεί.
Δεν έχει χώρο στο μυαλό μου η χαρά.
Στη λογική μου δεν χωρά.

Παραθυρόφυλλα φροντίζω ν’ αφήνω ανοιχτά,
ανάμεσα τους ελεύθερα να περπατεί,
όποιος γνωρίζει πως να φτάσει ως εκεί.
Όποιος γνωρίζει μυστικά που μόνο εγώ γνωρίζω
και που ποτέ δεν τα ‘πα φωναχτά.

Για ίδια λάθη δεν τιμωρούνται όμοια όλοι.
Εγώ φροντίζω γι’ αυτό.
Τις ίδιες ευκαιρίες δεν πρέπει να ‘χουν όλοι.
Εγώ φροντίζω και γι’ αυτό.

Κι αυτά συμβαίνουν φανερά,
διόλου κρυφα δεν είναι.
Και μη ρωτάτε πως τα καταφέρνω- σας είπα ήδη.

Στον πόλεμο των εντυπώσεων
αν κερδίζεις,
δεν έχεις ανάγκη την ουσία.


Μα πάνε τρία χρόνια
που ιδρωμένος είμαι σαν ξυπνώ.
Καθώς φτιάχνω τον καφέ μου,
διαβάζω τις φυλλάδες διαγώνια κι επιφανειακά,
κι όλο σκοντάφτω σ’ αισθήματα πρωτόγνωρα.

Μόλις τη μάσκα πέταξα
κι άφησα το τέρας να φανεί.
Μόλις τις χάρες έκοψα,
και τα γλυκόλογα μου γίναν απειλές,
κι οι απειλές διατάξεις.

Όλα τα ψέματα που είχα πει, χάθηκαν μονομιάς.
Απ’ την επιδερμίδα των ανθρώπων σβήστηκαν,
άτσαλα και βιαστικά,
και πίσω τους άφησαν κενά,
άσχημα και μεγάλα.
Και στην τραχιά τους όψη δεν αντικρίζω πια χαμόγελο.

Το χαμόγελο αν φύγει,
η θλίψη θα έρθει  να συμπληρώσει το κενό.
Τα φοβισμένα πρόσωπα στενάχωρα θα κυνηγάνε
του γείτονα τη φτώχεια να κάνουνε δική τους.
Κι έτσι απλά,
αυτοί με φόβο κι εγώ με σιγουριά,
όμορφα θα ζήσουμε τις άσχημες ζωές τους.
Έτσι νόμιζα.

Ποτέ δεν υπολόγισα της αμφισβήτησης τη δύναμη,
που σαν αρχίσει στις φλέβες να κυλά,
χείμαρος γίνεται
και νέα ορμή τους δίνει.
Ποτέ δεν υπολόγισα πως τόσο μικρές κουκίδες
μπορούν να ενωθούν και γίγαντας να γίνουν.
Κι εγώ φοβάμαι τους γίγαντες.
Γι’ αυτό τους τιμωρώ αλύπητα σαν πα να ενωθούν.

Κι έτσι φτάσαμε στο τώρα.
Ένα οργισμένο τέρας
κόντρα
στο πάθος για ζωή,
στον χείμαρο της αμφισβήτησης.
Ένα φοβισμένο τέρας
κόντρα
σ’ ένα γίγαντα
που παλεύει να σηκωθεί.

Ποιος θα νικήσει;

Μαινάδα αμέτρητες φορές και ποίημα μία

ήρθες σαν μικρή πράσινη καταιγίδα
άνοιξες διάπλατα τα πόδια
κραδαίνοντας τρυφερά ξεσπάσματα λέξεων
μαινάδα αμέτρητες φορές και ποίημα μια
ψύλλος στ’ άχυρα συμφραζόμενα
απ’ τη σκοπιά της ερμαφρόδιτης φαντασίας των ποιητών



απ’ το ένα σου το αυτί φωνήεντα γκρενά
απ’ το άλλο μου τα’ αυτί προσήκον κόκκινο ανοιχτό
ανάσκελα προσήκει
τα επιρρήματά μου δεικτικές ομοβροντίες
οι μετοχές σου μέλλον τροπικό
χρώματα δισταγμοί συνηρημένοι
συν Αθηνά κι άλλες παρωπίδες «δήθεν»
σε μαύρο φιλμ βουβό-

πινακωτή-πινακωτή
μεσολαβεί ευπροσήγορο κενό
χρόνου, χώρου, ιδεών τρίτου προσώπου

παρωπίδες επιθυμίας ισανώμαλης στου μηδενός τον ύπτιο δεκαπεντασύλλαβο

ΣΑΝ ΟΝΕΙΡΟ ΕΚΔΡΟΜΗΣ

Ο ανύπαρκτος επιμένει.
Συναντήθηκε με κάποιον στο δημόσιο ουρητήριο.
«Κι εσείς εδώ λοιπόν».
Πρόκειται για αντανακλαστικές κινήσεις
άλλωστε υπό τη γη ο θόρυβος λιγοστεύει.
«Βέβαια, πρέπει να μπορεί κανείς ν’ αντιμετωπίζει τους γλάρους,
είναι τόσοι πολλοί εδώ μέσα»
«Δεν βαριέστε αγαπητέ, εδώ υπάρχουν φυλακισμένοι χρόνια.
Ελάχιστο ζωτικό χώρο χρειαζόμαστε»
«Ο κύριος παίρνει το μπάνιο του»
«Ναι, τον ενοχλείτε όμως μ’ αυτή την αναφορά σας».
Ό,τι καταγράφεται υπάρχει
σαν τις μηνιαίες υποχρεώσεις: έσοδα-έξοδα.
«Υποσχέθηκα να ξεχρεώσω όταν τα χρώματα γίνουν πιο παλ»
«Εμένα πάλι, πεινούν τα μάτια μου»
«Και αναρωτιόμουν φίλτατε, γιατί αυτό το μικρό δάκρυ. Να, σάλιο ήταν».
Για τη διαφυγή υπάρχει ο εφιάλτης, επαναληπτικό όπλο.
Πολλοί προτιμούν να ξυπνούν
άλλοι οργίζονται πολύ.
«Η γνώμη σας για την οργή;»
«Ηρέμησα και θ’ ανέβω πάλι.
Ελπίζω σε αυτούς που θα έρθουν μετά».
Στοιχειώδες: να μην αφήνεις τη μέρα κενή.

ΨΕΥΤΙΚΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ

Γκρίζα πρόσωπα
άσκοπα τονισμένες λέξεις
επιστροφή στα ίδια
πληρωμένοι κατάδικοι
άχρωμα πτώματα σε σειρά
άχρηστες λέξεις οσμούν κακόφημα
ηχούν σειρήνες σε σπηλιά που οδηγεί
στο φέγγαρο
κι εσύ τον κοιτάς
κι εκλιπαρείς να
σε αρπάξει, να σε
υψώσει και να σε φτύσει
ελεύθερο.
 

Λιμάνι

Ο κόσμος γύρω σου κινείται
μα εσύ έπαψες.
Η μια στιγμή έγινε αιωνιότητα
κι ύστερα πάλι.
Στέκεσαι στο κέντρο του κόσμου
και κοιτάς.
“Ως πότε;” σε ρωτάω, “Μέχρι να χαθείς.”
μου απαντάς.
Άνθρωποι βιάζονται, αμάξια χάνονται,
“Ακόμα σε βλέπω.Εσύ;”
Στέκεσαι στην προκυμαία, ακίνητος,
από άλλο κόσμο.
Στέκεσαι και νιώθεις το χέρι μου
στο δικό σου.
Κανείς δε σε παρατηρεί, δε σε βλέπει
αυτή την ώρα.
Μόνο εγώ, που απομακρύνομαι
και ξέρω
πως νιώθεις τη ζέστη μου πάντα,
κι ας είμαι πάντα μακριά.
Καλά τα καταφέρνει η μοναξιά.
Καιρό τώρα μας σκεπάζει
με τον βελούδινο μανδύα της.
Κι εμείς, βολεμένοι και ζεστοί,
–όπως τότε που κουρνιάζαμε 
στην αγκαλιά της μάνας–
δεν κάνουμε κουβέντα για απαιτητικά «μήπως να…»
 
Μόνο ελάχιστες φορές
παρασυρμένοι από αλλόκοτα όνειρα
που υπαγορεύτηκαν από ανεξάρτητες, σχεδόν επαναστάτριες αισθήσεις,
ξεμυτίζουμε, κοιτώντας κλεφτά πίσω μας,
μήπως μας παρακολουθεί ο ίδιος μας ο εαυτός
και μας καταδώσει.
 
Τρέμοντας το λάθος που θα μας στείλει στην αρχή,
μην έχοντας πίστη στον εαυτό μας
περιμένουμε τον όφη τον σαγηνευτικό,
τάχα να μας πλανεύσει!
Να φάμε το μήλο και να ρίξουμε το φταίξιμο αλλού...
πόσο βολικό!
 
Ώσπου να έρθει εκείνη η στιγμή,
η Τελευταία,
που σκυμμένοι πάνω από το πηγάδι της ψυχής μας
θα βλέπουμε να καθρεφτίζονται μέσα του
όλα τα χέρια που μας απλώθηκαν
κι εμείς δεν είχαμε το θάρρος ν’ αγγίξουμε.

Αναγνώστες

ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ

ekpoiisi@yahoo.gr

ποίηση στην εποχή της εκποίησης

ποίηση στην εποχή της εκποίησης