η ποίηση στην εποχή της

η ποίηση στην εποχή της

ΠΡΟΣΔΟΚΩ ΑΝΑΣΤΑΣΗ ΝΕΚΡΩΝ    

Αυτή η περίοδος δεν είναι πια εποχή
αγωνίας και προσμονής.
Είναι προσπάθεια να εκλείψει και η
τελευταία ελπίδα.
Αυτοκτονία των συναισθημάτων.
Κι αυτό που με χαρακτηρίζει είναι τελικά
η απώλεια και ο θρήνος.
Περπατάω θρηνώντας και πονώ.
Βαθιά μέσα μου θρηνώ.
Κι ό,τι βλέπουν οι άλλοι είναι
ό,τι μπορεί να περάσει το πετσί μου.
Θρηνώ. Και σέρνομαι.
Κλαίω στο γύρο του θριάμβου για
την επερχόμενη νίκη της λογικής.
Κλαίω στην πομπή των νεκρών
συναισθημάτων προς την ταφή.
Και προσδοκώ ανάσταση νεκρών.

ελπίδες μου... τρελές μου ελπίδες.. 
που με κάνετε να περπατάω  ξυπόλυτος  πάνω σε γυαλιά.. 
με βάζετε να αγγίζω την φωτιά.. 
και ύστερα με ρίχνετε πάλι μέσα στο αδειανό μου δωμάτιο.. 
καμιά φορά νιώθω πως δεν αντέχω άλλο αυτό το άρρωστο 
ταξίδι σας, 
αλλά από την άλλη τίποτα δε θα είχε νόημα χωρίς αυτό

ΑΠΟΛΟΓΙΑ

Η ώρα ήταν τρείς.
Έριξε μια ματιά στα πουλιά, πάνω.
όλο και του ξέφευγαν στο μέτρημα.
Τρεις φορές πέθανε ο πατέρας του,
τόσες και μέχρι να μετακομίσει απ’ την αυλή.
Φοβάται βράδυ τους γείτονες.
Θυμάται ένα πηγάδι
μ’ έναν παλιάτσο πάνω στο καπάκι
αντί για πέτρα.
Σιγά-σιγά η ζέστη μίκραινε την ανάσα στο δωμάτιο,
κι ο ουρανός άδειαζε απ’ τα πουλιά.
Τό ‘ξερε και αυτό ο πατέρας.
Περίμενε τους χωροφυλάκους,
κοιτούσε το γεμάτο τασάκι...
Ονειρευόταν μια γριούλα που γέλαγε.
Έριξε μια τελευταία ματιά.
Δεν ήταν μόνο το πηγάδι,
ήταν κι ένας γέρος μεθυσμένος, που διαλαλούσε τα πλούτη του:
«Σας έφερα πολύ χρήμα.
Κέρδισε η Χαρά στη τρίτη κούρσα.
Μονάχα εγώ την είχα ποντάρει».

αντιβαρο

γραφεις για μενα
μου γνεφεις απο το πουθενα
του αορατου πνευματος σου
κατευθυνομενες εννοιες-
μετερωριτες
μεσα σε λεξεις υπερηχητικες
ταξιδευουν και προσκρουουν
στον φλοιο μου
που σου ανοιγεται
νοερα
σε κατα-πινει
σε κατα-νοει
σε κατα-λαμβανει
μεχρι
ο αποηχος των λεξεων
να σβησει
αφηνοντας
πισω του την πιθανοτητα
του αντι-δωρου
του αντι-λαλου
του αντι-βαρου

Ρίψασπις

Γύρεψα την φωνή μου πίσω
πού θα την βρω για να ρωτήσω.

Ξόδεψα την ζωή μου πάλι
την πέταξα στο καρναβάλι.

Μισή ζωή, μισό φεγγάρι
μόνος παλεύω στο σκοτάδι.

Θέλω μα πώς να πολεμήσω
άφησα την ασπίδα πίσω.

Σήμερα σου μιλάω για Φόβο...

Σήμερα
θα σου μιλήσω
για τον Φόβο.
Ναι,για αυτόν που φοβάσαι
να παραδεχτείς
ότι έχεις μέσα σου
και κάνεις τον καμπόσο.
Πως δεν τον νιώθεις
σε κάθε σου κίνηση
σε κάθε σου φιλί
και σε λέξεις ανείποτες...
Σε κάθε σου ανάσα
αμφιβολίας,
σε κάθε μίζερη σκέψη σου
για το τώρα
και το μέλλον του κόσμου...
Μα να θυμάσαι μονάχα αυτό:
Πως ο Φόβος σου
αφορά την Ζωή
που δεν έζησες.
Για αυτό αναγνώρισέ τον
μα μην τον σκέφτεσαι
απλώς
άστον να υπάρχει
και κάνε το τώρα Θεό...

Ο ΓΕΡΟΣ ΙΝΔΙΑΝΟΣ

Ο γέρος ινδιάνος, άναψε την πίπα του
οι γύρες της άναψαν πόθους
έκαναν τις κλειδωμένες αμπάρες ν'ανοίξουν
ξέχειλες οι φαντασιώσεις απλώθηκαν στο χώρο
Τα μάτια μικρά και κόκκινα
έβλεπαν σουρεαλιστικές οπτασίες
Τα λόγια αλληγορικά γεύονταν τις πέτρες
Ο Γέρος άναψε ξανά την πίπα του
Ο καπνός έκανε τα σύννεφα να τσούξουν
τα συκώτια και τα ελάφια γονάτισαν
και οι αρκούδες σώπασαν
το φεγγάρι θόλωσε και τα βουνά μεγάλωσαν
τα φώτα χαμήλωσαν καταχνιά.
Ο Γέρος γέμισε θολά και άναψε.
Οι τσιμινιέρες άρχισαν και τελείωσαν
τα λουλούδια που έβγαιναν ήταν κόκκινα
τα κεφάλια στον αέρα και τα πόδια πατούσαν γη.
Οι μαύρες θάλασσες χαμογελούσάν λευκά
Και τα δένδρα έγιναν πράσινα ξανά. .
Ο Γέρος άναψε την πίπα του.
Η γύρα άφησε εαυτούς και αλυσίδες
πέταξαν ανάλαφρα στο χώρο γελούσαν
το χώμα ανέβηκε ο ουρανός ήρθε χαμηλά
Και έπιασε τ' αστέρια τα λαμπρά
τα έντονα πια χρώματα διαπερνούσαν
τα μάτια μέχρι τις κόρες και τις
μεμβράνες στο μυαλό αντάμα.
Στο κρανίο μέσα το αίμα ανά6λυζε
τα όργανα όλα δυνάμωναν.
Το στόμα ξερό ζητούσε γλύκες
ελαφριά πέρασαν στο χώρο.
Ο Γέρος έκλεισε τα μάτια, χαμογέλασε
σταυρώνοντας τα χέρια έγινε παιδί
να τρέχει στα λιβάδια όπως τότε.

ΕΦΗΒΕΙΑ

                 Κρύος αγέρας στο παράθυρο ξεσπά,

                 βαρύ και γκρίζο το τσιμέντο σε κυκλώνει,

                 ρίγος περνάει το σκυφτό σου το κορμί,

                 έκλεισες μέσα τη ζωή σου και κρυώνει.



                 Μια μουσική που παίζει πένθιμα κι αυτή,

                 σκληρός ο θάνατος θρασύδειλα σε λειώνει.

                 Στέκονται γύρω σου μποτίλιες αδειανές,

                 σύριγγες, χάπια και τσιγάρα κι άσπρη σκόνη.



                 Τα νεύρα σφίγγουνε, φωνή σπαρακτική

                 σκίζει τα χείλη σου. το στόμα σου ματώνει.

                 Μέσα στα στήθη σου σπαράζει μια ζωή

                 μόλις που πρόλαβε ν’ αρχίσει και τελειώνει.


Αναγνώστες

ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ

ekpoiisi@yahoo.gr

ποίηση στην εποχή της εκποίησης

ποίηση στην εποχή της εκποίησης