η ποίηση στην εποχή της

η ποίηση στην εποχή της

Η αγάπη σαν οξυγόνο;

Αν η αγάπη είν' οξυγόνο
τότε εγώ γιατί ασφυκτιώ
τόσο καιρό;
Μήπως γιατί μου λείπει
τ' οξυγόνο;
Ή μήπως
γιατί το έχω μέσα μου
περίσσιο;

Λένε
πώς σε ποσότητες 
δηλητηριάζει
Μιλώ για τ' οξυγόνο
Δεν ομιλώ για την αγάπη
Αυτή, ποτέ δεν είναι αρκετή

Ακόμα λίγη δώσε μου
Ακόμα λίγη
Όχι απ' αυτή
Δώσ' μου από την άλλη
την καλή
αυτή τη γευστική
τη νόστιμη
δώσε μου απ' τη χορταστική

Αν και προχθές την ξέρναγα
πολύ βαριά για το στομάχι
αυτή η αγάπη

Μα, Μάνο μου, 
σου δώσαν λάθος προϊόν
μου είπε κάποια.
Σου δώσανε, με ημερομηνία λήξης
κι εσύ, το καθυστέρησες
δεν βιάστηκες να την καταναλώσεις

Λυπάμαι, Μάνο μου
Λυπάμαι που σου άφησε
στο στόμα άσχημη γεύση
Όμως μη νοιάζεσαι
Εγώ, είμαι εδώ
Εγώ είμαι εδώ
Όταν θα έρθει ο καιρός
Θα σ' αγοράσω άλλη

Ο γίγαντας

Άνοιξε τα μάτια σου. Ξέρω, θα τυφλωθείς από το φως.
Αυτό παθαίνει όποιος κινείται στα σκοτάδια για 15 μήνες.
Άνοιξε τα μάτια σου.
Πρέπει να βλέπεις τον εχθρό,
αν θες να αμυνθείς.

Κλείσε τ’  αφτιά σου.
Όσα σου ψιθυρίζουν τα ερπετά δεν είναι τίποτα πάρα εντυπώσεις.
Αυτά σε κράτησαν σκυφτό, αμήχανο και τρομαγμένο.
Μην τους ακούς.
Αυτοί εφηύραν το ψέμα
και ξέρουν καλυτέρα από τον καθένα
στις καρδιές πως επιδρά,
και πως τη λάμψη σβήνει απ’ τη ζωή
κι αφήνει μια θαμπάδα.

Άνοιξε τα μάτια. Τον βρήκες τον εχθρό;
Ωραία, μην τον αφήσεις να ξεφύγει από την ματιά σου,
γιατί είναι αξεπέραστος στις μεταμφιέσεις.
Μπορεί να σε μπερδέψει και να περάσεις τον φίλο για εχθρό.

Τα χέρια τώρα και τα ποδιά.
Τα παγωμένα μελή πρέπει να κουνηθούν.
Πρώτα τα χέρια, μετά τα ποδιά.Κούνα τα.

Δεν έχεις κουράγιο;
Τότε περίμενε για μια στιγμή,
αναλογίσου τη δύναμη σου,
σύρε από της μνήμης τα κελάρια σκηνές από το παρελθόν,
από τα κατορθώματα σου.

Τότε που έσπαγες βουνά και γκρέμιζες συνειδήσεις,
που έκρυβες το φως του φεγγαριού σαν ορθώσουν στις μύτες των ποδιών,
που διέσχιζες ηπείρους και ωκεανούς
μεταφέροντας μηνύματα ανατροπής στις πλάτες σου.


Θυμήσου τα αυτά και σήκω.
Σήκω τώρα!

Βάλε το μυαλό σου να δουλέψει.
Το θάρρος που το βρήκε ο εχθρός;
Σε νόμιζε ακούνητο, τυφλό και ηττημένο.
Από τον φόβο σου άντλησε τη δύναμη του.
Γι αυτό σου λέω πετά και τον φόβο,
δεν τον χρειάζεσαι σαν πας για μάχη.

Κι εσύ για μάχη πας,
επιλογή δεν σου άφησαν καμία.

Ή θα παλέψεις ή θα σε φάνε.
Ή θα νικήσεις ή θα σε φάνε.
Άρα θα παλέψεις.
Άρα θα νικήσεις.

ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΕΣ ΠΡΑΞΕΙΣ

Δεν έχω πια τι να σου πω ,να σε παρηγορήσω.
Τα λόγια σε κουράσανε κι οι παρηγόριες κι οι ψευτιές
 και θέλεις τώρα πράξεις, με συνέπεια και συνέχεια…
Μα συ τι κάνεις; Κάνεις έστω το ελάχιστο;
Τι το καλό έχεις για να κομίσεις στον αγώνα;

Πολύ το νου σου σκότισαν παράλυτες ψυχές
και ψάχνεις για τη λύση σ’ άγονες διαδρομές …
Ξαστόχησες στο δρόμο και πίστεψες στ’ αλήθεια
 πως  είναι σύνθετο και άλυτο το πρόβλημα-ίδιο με γόρδιο δεσμό.

Όλα τα σύνθετα  γίνοντ’  απλά και με απλά μαθηματικά,
με πράξεις βέβαιες και λογικές. Αυτοί καιρό κάνουν διαίρεση,
απλά και βολικά. Λαό τον κομματιάζουν.
Ταυτόχρονα κι αφαίρεση, αρπάζουν και ρημάζουν.
 Τον δέρνουν και τον σφάζουν… περήφανο λαό.
 Σ’ εγκλώβισαν σ’ αυτές τις πράξεις  
και σε εθίσανε σ’ αυτές τις άλογές τους  λογικές…
 Και πίστεψες πως άλλες πράξεις δεν  είναι εφικτές.

Κι  όμως  η πρόσθεση είναι η πρώτη κι η πιο απλή η πράξη,
 που εύκολα την έμαθες παιδί, κι είναι καιρός που ξέχασες,
μπλεγμένος στη διαίρεση και την πολλή αφαίρεση…
Και τώρα θόλωσαν τη σκέψη «κύμβαλα αλαλάζοντα»
 με άδειες πλέον λέξεις , να μη θυμάσαι τ’ απλά, τ’ αυτονόητα,
που λαούς δυναμώνουν και στήνουνε ορθούς.
 Πρόσθεση, όταν κάνεις, μ’ άλλους πολλούς μαζί ,
τότε πολλαπλασιάζεις σε λίγο την ορμή,
για τα μεγάλα και πολλά ,που είναι πια μπροστά.
 Κι η  πράξη που ακολουθεί μαζί, τα κάνει θαυμαστά.…

Ένα απλό κουβάρι είναι  λοιπόν το πρόβλημα
 και κρύβουνε την άκρη του δολίως κι αυθαιρέτως ,
γι’ αυτό αφηρημένος την έχασες κι εσύ…
 Κι έγινε ένα κουβάρι ο νους σου κι η ψυχή.

Γρήγορα πια το νήμα απλώνει και γίνεται αλυσίδα,
άρρηκτα  συνδεμένη, όσο  η ψυχή απλώνει …χέρι στο διπλανό.
 Και λευτερώνεται … Κι ο νους πλαταίνει…
Και τέτοια ανθρώπινη αλυσίδα λαού ενωμένου,
ούτε που το φαντάζεσαι σε ποια πράξη περνά!

Ψάξε το λόγο π’ απαντά μόνο σε τέτοιες πράξεις
καθώς είναι μπροστά σου .Είν’ η αλήθεια που βοά
 καιρό πια τώρα, μα δεν την καταδέχεσαι…
Εθίστηκες πολύ μες στην καχυποψία και μες στην απραξία,
μα η φωνή αυτή σ’ αγώνα σε καλεί… πράξη λυτρωτική.
 Αν εσύ δεν  αντέχεις τούτη την παιδωμή, σ’ αξίζουνε πια τότε
«οι από μηχανής θεοί», που άλλοι ορίζουνε για σε …
να οδηγούνε τη ζωή στην  άβυσσο…

Δική σου είν’ η απόφαση, στα χέρια σου η ζωή, που την ακολουθεί…
 Μα κι ο καθείς μας μια πατρίδα είναι, που θέλει να σωθεί,
 με μία μόνο λύση να είναι εφικτή, παλλαϊκή ενότητα…

Ονειρο;


Θα θελα να σας σβήσω
να μην έχετε όνειρα
να μην τα γράφετε
με μικρές ηλίθιες φρασούλες
στους τοίχους και στα τραίνα,
να χάσετε εκείνο το ηλίθιο
χαμόγελο της αναμονής.

Να έρθει ο θάνατός σας τώρα.

Και ας λιώνετε τα πόδια σας στην γη
και ας ακουμπάτε τα χάρτινα ντουβάρια.

Τέλεψε η ώρα μου και πρέπει να σωθώ.

Σαλέψτε τώρα τα άβαθή σας μάτια.

Μήπως και δείτε το πέταλο της ανατολής
μη και προλάβετε τα θραύσματα της γυάλας.

ΑΠΟΝΤΕΣ

Να καλοκαιριάσει και πάλι ρε φίλε!
Να βγούμε μαζί ένα βραδάκι και να τα πιούμε
να αράξουμε στην παραλία σαν να μην έχει περάσει ούτε μια μέρα
να μιλήσουμε για τα μικρά και ασήμαντα
να ακούσουμε τα τραγούδια που μας μεγάλωσαν, χωρίς νοσταλγία
να φωνάξουμε με όλη μας τη δύναμη και να χτυπήσουμε 

τις καμπάνες της εκκλησίας του χωριού
ύστερα να καθίσουμε στο τραπέζι το πέτρινο,
να κοιτάξουμε τα φώτα της πλατείας και να θυμηθούμε εκείνες τις αγνές ιστορίες
αλλά δε θα κλάψουμε . Ποτέ ξανά. ΠΟΤΕ
Θα κοιτάξουμε τη στιγμή κατάματα
θα χαμογελάσουμε ειρωνικά στο μέλλον που μας ετοίμασαν.
Ας μην πουληθούμε ρε παιδιά. Μόνο αυτό.
Ας πεινάσουμε αλλά μην πουληθούμε.
Πως τα σκατώσαμε έτσι;
Δε ξέρω αν φταίμε εμείς.
Ξέρω όμως ότι έχουμε τη δύναμη να τα αλλάξουμε.
Να ξαναγίνουμε παιδιά.
Να σταματήσουμε αυτή τη βρωμιά.

Να φουντώσει η οργή

φίλος καλός ευχήθηκε
τα εξής για καλό Πάσχα…
          Λίγο αίσθημα, λίγο συναίσθημα,
          να σβήσει απ’ τα μάτια η οργή
          να ξανανθίσει όλη η γη.
Κι εγώ αναρωτήθηκα
κι ακόμα αναρωτιέμαι…


Να σβήσει πρέπει η οργή
ή μήπως να φουντώσει
να γίνει άγρια πυρκαγιά
τα πάντα να σαρώσει;;

να πυρπολήσει τις καρδιές
αυτών που υποφέρουν
ενάντια στους δυνάστες τους
και να τα καταφέρουν

να υψώσουν το ανάστημα
να σφίξουν τις γροθιές τους
με μια φωνή με μια κραυγή
που θα ‘ναι οι μπαλοθιές τους

τον κόσμο αυτό τον κίβδηλο
να τον κατασυντρίψουν
για έναν κόσμο δίκαιο
θεμέλια να ρίξουν;
Άνθρωπε με κατηγορείς πως είμαι μακριά σου
και δε σου δίνω στο γκρεμό το χέρι να πιαστείς
μα γω στο δίνω επίμονα και σου φωνάζω "πιάσου"
και δεν το πιάνεις προτιμάς μόνος κι ας γκρεμιστείς

Αναγνώστες

ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ

ekpoiisi@yahoo.gr

ποίηση στην εποχή της εκποίησης

ποίηση στην εποχή της εκποίησης