η ποίηση στην εποχή της

η ποίηση στην εποχή της

ΙΔΑΝΙΚΗ ΦΩΤΟΧΥΣΙΑ

Κάποιες φορές σιμά σου θέλω να σταθώ
και συ να στέκεις δίπλα σιωπηλή
κι ό,τι έχεις ακριβό να μοιραστώ
το ολάνθιστο το πρώτο το φιλί

μακριά απ' το χρόνο που για πάντα έχει περάσει
άχρονη εσύ ανερμήνευτη οπτασία
εγώ ταξιδευτής που τ' άστρα μέθη έχουν κεράσει
του απείρου η πρωτόγευστη θυσία

και μες το φως σου ν'αναγεννηθώ ν'αναστηθώ
μέσα  σ' ολόχρυση ακτίνα απαλή
σε αληθινή αγάπη  ένα φως σε ουράνιο γραπτό
με μουσικότητα από νέφελο βιολί

πριν η ψυχή σε άγνοιας πέλαγα γεράσει
στη γαληνή της ιλαρότητας ουσία
την ανθοδέσμη των ονείρων να μοιράσει
σε ψυχοχρόνου ιδανική φωτοχυσία

ΑΘΩΟΤΗΤΑ    

Πέρασα το απόγευμα πλένοντας τα πιάτα,
τακτοποιώντας το σπίτι, αγοράζοντας καφέ και γάλα.
Έτσι έχασα τη μέρα,
όπως έχανες κι εσύ το ρυθμό της ανάσας σου πολλές φορές σαν μιλούσες,
τότε που μου θύμιζες τα μικρά παιδιά
που δεν ξέρουν τι να πρωτοπούν και μπερδεύονται μετά από λίγες λέξεις στο στόμα.
Μ’ αυτές τις μπερδεμένες ανάσες σου με γέλασες,
τότε που πίστευα πως είχες την αθωότητα ενός μικρού παιδιού,
τότε που δεν ήξερα
πως ό,τι παιδικό είχε απομείνει μέσα σου
ήταν εκείνες οι μπερδεμένες ανάσες σου
από την απληστία να πεις όλο και περισσότερα ψέματα.

Να σηκωθεί η φούστα σου στης μοίρας μου το δρόμο

να γδύνεσαι χαμόγελα και λάγνα σ’ αγαπώ
για να ψιλώνω ως τα κατάρτια του ουρανού
όπου παραμονεύει το αειπάρθενο φιλί σου-
αιωνόβια προσμονή σαν αγιασμός στα μάτια

τι τέξεται η επιούσια έκφραση;
ποιο γόητρο ξοδεύουνε οι λέξεις της;
σε ποιο λημέρι αποκοιμήθηκε σειρήνα έμπνευσης;
μήπως αναρωτιέσαι ανέξοδα
κλώθοντας δίκλωνες κραυγές απ’ την αφάνεια σου;

διάττοντες στίχοι κλιμακτήριος ρυθμός
κοπάδι μαδημένες μαργαρίτες
γλυκοματιάζοντας συνουσία διττή
ασπαίρει και βογκά στύση αποδημητική-
ερπυστιοφόρο όνειρο τυλίχθηκε
σαν κόκκινη κλωστή σαν την ανέμη

οι προτάσεις των ποιητών σειρήνες μ’ απειλή και κίνδυνο μεγαλώνουν στην αφαίρεση μυριάδων μνήσθητι

Ασφόδελος

Ακούσια
περπατώ
σ'ακουμπώ
γελάω στις όχθες.
Τυχαία ξημερώνομαι στο Πάνορμο,
οι σκέψεις μού δείχνουν το δρόμο. 
Να πέσω;
ποτέ δεν σκόνταψα στις τύψεις, 
μονάχα
βούταγα - 
αχόρταγες βουτιές
παρακλάδια αμνησίας        που με κόβουν.
Μπορώ να αποτελέσω.
Καθώς περπατώ:
μπορώ να χαθώ. 
Δεν φαντάζεσαι πόσα δέντρα έχει η λήθη,
τύρφες, εξογκώματα
Εδώ 
που περπατώ
κρύψαν τα παιδιά. 
μονάχα ρόγχος ρέει
εδώ
στο πλάι μου.
Άνιση μέρα.
Εισάγει πανωλεθρία, εισάγει μοναξιά.
Δίπλα σου θα στέκει μόνο ο κτήτορας.
Από δω 
μέτρα μακριά
λιάζεται ο χρόνος 
ξορκίζει
ξεφλουδίζει.
Θυμίζει τις καλές μου μέρες - 
στο καντάρι ζυγιάζονται οι θρήνοι.
Θυμάμαι τα καρπολόγια που'σερνε η μάνα, 
τις πέτρες να ξεραίνονται στην
κοιλάδα
τα πρωινά το λίχνισμα - 
κάπου κει ξεχάστηκα κι εγώ. 
Λόγω βάρους,
λόγω ανέμων,         χρησίμευσα στη διαχείμαση. 
Η μυρωδιά χωμάτινων ψεμάτων 
επαγωγών 
υπάρχει ακόμα επάνω μου.
Μυοσωτίδες στο Γέρμα 
μου φωνάζουν "Μη με λυσμόνει" 
θανόντες, παλιές σκιές
ψιθυρίζουν.
Μη με λυσμόνει.
Γελώ, σακατεύω τα δόντια μου
αυτά θυμάμαι από τις παλιές μου 
μέρες.  
Εδώ 
περπατώ
περπατώ
ματώνω         τις φτέρνες μου. 
Τίποτε άλλο δεν μένει εδώ.
Μονάχα πόνος.

ΕΑΡΙΝΗ ΩΔΗ

Την ωδή των χρωμάτων
και των αρωμάτων
ψέλνει το εσπερινό πουλί
μακριά από ανθρώπους.

Μια υποψία φεγγαριού
παίζει κρυφτό με τα σύννεφα.

Πέτρα στην πέτρα
κι από πάνω
στοιβαγμένη του Μάη η ομορφιά.


Ο γκρίζος ουρανός
προσπαθεί να κρύψει
το άπειρο.

Με τρομάζει
Μια γερμένη πινακίδα
Στην ημιθανή πολιτεία.

Ψιτ)
ζωή με το μεγάλο στόμα!
έλα)
                         Ο θάνατος

Ασυνεννόητες
πινακίδες κωφάλαλες
με ξένα γράμματα
κι αυτές στην ημιθανή πολιτεία.

Σε άκουσα πουλί μου
άκουσα την καληνύχτα σου
μη με λυπάσαι
έχω το γκιώνη.

Διαβάζει
τον όρθρο της νύχτας
κι αρχίζει
το φεγγαρωτό παράπονο

Η σιωπή ! Η σιωπή !
Η κραυγή των οριζόντων.

Κύριέ μου!
Κύριέ μου!
Στο ηλιοβασίλεμα
Ζωγράφισες απόψε
Την κοιλάδα της γαλήνης.

Το χρώμα!
Μην κοιτάς !Πληγώνει!
Η πορφύρα!
Μετά την πορφύρα σκοτάδι
ύστερα                          
                                   το φως.

Αναγνώστες

ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ

ekpoiisi@yahoo.gr

ποίηση στην εποχή της εκποίησης

ποίηση στην εποχή της εκποίησης