η ποίηση στην εποχή της

η ποίηση στην εποχή της

Η ΒΟΛΤΑ

Πηγαίνοντας μια βόλτα να πάρεις λίγο καθαρό αέρα
θα κάτσεις σ΄ ένα παγκάκι και θα θυμάσαι τον καημένο τον πατέρα,
που ζει μες στα μεταλλεία
με τη βρωμιά και τη δυσοδία.
Θα έχεις τύψεις που δεν του πήγες τόσο δα φαΐ
για να νιώσει κι εκείνος πως είναι ημέρα Κυριακή!

Μα κι εκείνος θα θυμάται κάτι τέτοια
όταν θα κάθεται από τη κούραση επάνω στα πακέτα.
Θα πιάνει το γκασμά θ΄ ανάβει το φανάρι
και θα περνά το λεωφορείο για δήθεν να τον πάρει.
Θα βάζει τη μπουκάλα τώρα πια στην πλάτη
και θα νομίζει πώς κοιμάται σ΄ εκείνο το κρεβάτι.

Μα, νά! Έγινε κιόλας μία έκρηξη και πέσαν οι σανίδες,
τόσο εύκολα και γρήγορα λες και ήταν σερπαντίνες.
Οι μάνες κι οι γυναίκες ξεφώνιζαν να πάρουν θάρρος
μην λιγοψυχήσουν κι έρθει ο μαύρος χάρος.

Το παιδί με τα σκισμένα παντελόνια
θυμόταν πάντοτε του γέροντα τα λόγια
"Μην κλαίς παιδί μου να πάω στη δουλειά μου,
να πάρω τόσα λίγα δα λεφτά
για να φύγουμε πέρα μακριά".

Μα, νά! Το κάρο πάει τώρα πια μπροστά.
Με τ΄ άχυρα στρωμένο κουβαλάει ένα κουρελιάρη πεθαμένο.
Απο πίσω ακολουθάει το παιδάκι
και σκοντάφτει από πετραδάκι σε πετραδάκι.

Τ΄ ονειρό του τώρα πια είναι να πιάσει κι αυτό δουλειά
να πάρει μερικά λεφτά να φύγει απ΄ το νοτιά.
Μ΄ αυτό το όνειρο θα ζεί αυτός και τα παιδιά του,
όταν θα πάνε να πιάσουνε δουλειά
και θα δουλεύουν μέσα στη μαύρη ολονυχτιά.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Αναγνώστες

ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ

ekpoiisi@yahoo.gr

ποίηση στην εποχή της εκποίησης

ποίηση στην εποχή της εκποίησης