η ποίηση στην εποχή της

η ποίηση στην εποχή της

Νέα Νάγκμπα* (Χρίστος Σκανδάμης)

 Ήταν εφτά του Οκτώβρη κοντά στη ροδαυγή

όταν κάποια φαντάσματα από τη μαύρη γη

πετάχτηκαν  και όρμησαν στου Ηρώδη τα λημέρια.

Σαν κεραυνοί ακούστηκαν τα λιανοντούφεκά τους

κι αφού κάποιους ομήρους άρπαξαν,

πάλι μεσ’ τα λαγούμια τους

έτρεξαν να κρυφτούν.

Ο Ηρώδης σαν το άκουσε, (παρ’ ότι λεν πως το ‘ξερε),

πολύ του κακοφάνη, θύμωσε κι εξεμάνη.

Μάζεψε ευθύς τ’ ασκέρι του μ’ αεροπλάνα,

βλήματα και άρματαμάχης φοβερά,

και όρμησε σαν τάχα αμυνόμενος,

εκδίκηση να πάρει.

Δίχως αιδώ χωρίς ντροπή και διάκριση καμία

άρχισε κι ακόμα συνεχίζει αμάχους νέους,

γυναίκες, νήπια και γέρους να σκοτώνει

και τα φτωχά τους κτίσματα να τα ισοπεδώνει.

Χιλιάδες είναι οι νεκροί άπειροι οι τραυματίες

αλλά η δίψα μένει ακόρεστη

του Δράκουλα για αίμα.

Ο μέγας Αυτοκράτορας, ο μπάρμπα Σαμ

και οι ανθύπατοι τοπάρχες των δυτικών επαρχιών

τα όπλα τα πιο φονικά του στέλνουν αφειδώς

το έργο το θεάρεστο για να  ολοκληρώσει

και τους απίστους που αντιστέκονται

να τους εξαφανίσει.

Όμως οι τυφλοπόντικες σα να τανε βρικόλακες

βγαίνουνε  απ’ τους τάφους τους

κι όσο μπορούν 

με κάτι λιανοντούφεκα χτυπάνε

και σκοτώνουνε τους πάνοπλους στρατιώτες του Ηρώδη.

Και μήνες τώρα δώδεκα με δύναμη και σθένος       

τολμούν να αντιστέκονται.

 

Και ο διαρκής αγώνας συνεχίζεται  


*Νάγκμπα  καταστροφή

Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΝΟΕΜΒΡΗΣ (Β.Α.)

 Ο νιος βοριάς χρωμάτιζε γαλάζιο του ουρανού

με τον Αετό διαβαίναμε τα πέλαγα του νου

τις πολιτείες μια νεφή σκέψη είχε προδώσει

τη μάνα κοίτη ο ποταμός με μπόρα είχε πληγώσει.

 

Στ’ αγνάντια κοκκινόμαλλο ησύχαζε χωριό

ξεπρόβαλε απ’ τα έλατα φάσσας συμπεθεριό

και του Νοέμβρη οι πινελιές το λόγγο είχαν σβήσει

με πορφυρένια χρώματα τον είχαν ζωγραφίσει.

 

Κι η μάνα αετός αετόπουλα και ο αετός πατέρας

χάνονταν στον ορίζοντα της φωτεινής της μέρας

κι ο νιος βοριάς που με σκουτιά χοντρά μας είχε ντύσει

της κλάρας άρχιζε χορό και χαίρονταν η φύση.

 

Γέρο έλατοι απόμαχοι από ψηλά κοιτούσαν

πώς με τα κιτρινόφυλλα τα όργανα κερνούσαν

τα νιόφυτα τα λυγερά που στο χορό χορεύαν

κι ήλιου λαμπές βουνοκορφές ζηλευτικά αγναντεύαν.

 

Κι όλα αυτά ανάμνηση γίναν που πάει να σβήσει

ο Μητροκτόνος άνθρωπος εσταύρωσε τη φύση

για ν’ αναστήσει μια καπνή του παραλόγου πόλη

να’ χει γιορτή τα κλάματα και δάκρυα τη σχόλη.

Αναγνώστες

ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ

ekpoiisi@yahoo.gr

ποίηση στην εποχή της εκποίησης

ποίηση στην εποχή της εκποίησης