Ήταν εφτά του Οκτώβρη κοντά στη ροδαυγή
όταν κάποια φαντάσματα από τη μαύρη γη
πετάχτηκαν και όρμησαν στου Ηρώδη τα λημέρια.
Σαν κεραυνοί
ακούστηκαν τα λιανοντούφεκά τους
κι αφού
κάποιους ομήρους άρπαξαν,
πάλι μεσ’ τα
λαγούμια τους
έτρεξαν να
κρυφτούν.
Ο Ηρώδης σαν
το άκουσε, (παρ’ ότι λεν πως το ‘ξερε),
πολύ του
κακοφάνη, θύμωσε κι εξεμάνη.
Μάζεψε ευθύς
τ’ ασκέρι του μ’ αεροπλάνα,
βλήματα και
άρματαμάχης φοβερά,
και όρμησε
σαν τάχα αμυνόμενος,
εκδίκηση να
πάρει.
Δίχως αιδώ
χωρίς ντροπή και διάκριση καμία
άρχισε κι
ακόμα συνεχίζει αμάχους νέους,
γυναίκες,
νήπια και γέρους να σκοτώνει
και τα φτωχά
τους κτίσματα να τα ισοπεδώνει.
Χιλιάδες
είναι οι νεκροί άπειροι οι τραυματίες
αλλά η δίψα μένει
ακόρεστη
του
Δράκουλα για αίμα.
Ο μέγας Αυτοκράτορας,
ο μπάρμπα Σαμ
και οι
ανθύπατοι τοπάρχες των δυτικών επαρχιών
τα όπλα τα
πιο φονικά του στέλνουν αφειδώς
το έργο το
θεάρεστο για να ολοκληρώσει
και τους απίστους
που αντιστέκονται
να τους
εξαφανίσει.
Όμως οι
τυφλοπόντικες σα να τανε βρικόλακες
βγαίνουνε απ’ τους τάφους τους
κι όσο μπορούν
με κάτι
λιανοντούφεκα χτυπάνε
και
σκοτώνουνε τους πάνοπλους στρατιώτες του Ηρώδη.
Και μήνες
τώρα δώδεκα με δύναμη και σθένος
τολμούν να
αντιστέκονται.
Και ο διαρκής
αγώνας συνεχίζεται
*Νάγκμπα καταστροφή