η ποίηση στην εποχή της

η ποίηση στην εποχή της

ΑΠΟΔΡΑΣΕΙΣ (Γιώργος Αλεξανδρής)

Με του Μαρτιού το καλωσόρισμα το γλυκό ,
το γνέψιμο το πρόσχαρο τ' Απρίλη και το γέλιο
και του Μαγιού τ' αγκάλιασμα και το φιλί ,
πήρε ο κόσμος φώτισμα και χρώμα ανατολής
κι απόδρασε στις αναμνήσεις και τις πεθυμιές
μέσα από του χρόνου τις πλατιές ρωγμές
που άνοιξε η καλότυχη αποζήτηση της φυγής,
στης άνοιξης την ομορφιά και της ζωής.

Μέσα από κοινές προκλήσεις και ιστορίες,
από εσπέριους μύθους και δοξασίες
και αλήθειες προσωπικές,θάρρητες και φοβίες
βρήκε ο κόσμος πεποίθηση και αντοχή
κι απόδρασε στη γνώση και την πίστη
να γίνει η εχέμυθη ευχή ομόδοξη φωνή,
η σύναξη  άδολη μοιρασιά κι αλληλεγγύη
κι η πρόβλεψη βεβαιότητα και ευτυχία.

Με μνήμες βαθιές και άξιες παρουσίες,
συνάγωγη τη σκέψη σε ιδέες και πρακτικές
και τους καιρούς ορίζοντες μακράς διαδρομής,
τόλμησε ο κόσμος ανάγκες ν΄αφουγκραστεί
κι απόδρασε στην ενόραση της δημιουργίας,
ο στοχασμός να γίνει ευδόκιμη βουλή
η ύπαρξη, ανταύγεια θέωσης και σπονδή
ονείρων και οραμάτων, για μια αισιόδοξη αρχή.

ΧΑΛΚΗΣ* ΠΑΣΧΑ (Β.Α.)

Ανάβει απόψε  Αποσπερίτης λαμπερός

το αχνόθαμπο της Ιερής της Χάλκης το καντήλι

κι ο Άρχων Μιχαήλ ο στρατηγός

στων μυστηρίων φωταυγεί τη φλόγα απ’ το φιτίλι.

 

Κι από τους τάφους πίσω του ιερού μ’ αγγελικά φτερά

παλιοί καθηγητές Ιεροδιδάσκαλοι ξυπνάνε

ίσκιοι που μπαίνουνε στην εκκλησία με τάξη με σειρά

και στ’αναλόγιο τη Νύμφια των Παθών ακολουθία αρχινάνε.

 

Στέκονται στα στασίδια των Αγγέλων οι χοροί

τάγματα μαθητών προαπελθόντων

και όσοι οι Μεγαλοβδόμαδοι του πάλαι οι Σταυροί

τόσες κι οι χώρες νυν των εν Κυρίω ζώντων.

 

Κι αρχίζει εν τω μέσω της νυχτός

Νυμφίου η έλευση του Εσταυρωμένου

μωρές παρθένες θλιμμένες στέκονται εκτός

σχοινί ανεμίζει παρακεί του κρεμασμένου.

 

Και << η ζωή εν Τάφω >> αντηχεί

σε έαρος το μυρωμένο τον ψυχόδακρυ αέρα

ένα αλεκτόρι φαναριώτικο ορθρινά λαλεί

καλώντας για μετάνοια της άρνησης τη μέρα.

 

Κι η Χάλκη Σταυρωμένη Παναγιά

τη λάμπρυνση λαών πώς την προσμένει

σε ένα << Δεύτε λάβετε το φως >> σαν μισμαγιά*

σε μια Αναστάσεως ημέρα ευλογημένη.

 

Άγγελος  στον Πασχαλισμό την οδηγεί

με μυστική μια προσευχή Αθωνισμένη

κι εύχεται να ξανατρέξει των Αγγέλων νάμα η πηγή

να αναβλύσει πάλι η Ζωοδόχος  η πηγή η αγιασμένη.

                                                                   

Xάλκη*= Βυζαντινό νησί των πριγκηπονήσων

Μισμαγιά*= κατάστιχο

ΧΙΛΙΕΣ ΜΥΡΙΕΣ ΟΥΤΟΠΙΕΣ (Ελίζα Διαμαντοπούλου)

Στο διάβα των ανθρώπινων αιώνων

χίλιες μύριες ουτοπίες

εκύλησαν

στις φλέβες

εξεγερμένων κορμιών

στο νου

επαναστατημένων

ανθρώπων

στα μεγαλόπνοα σχέδια

αλλαγής

του κόσμου

χίλιες μύριες ουτοπίες

μίλησαν σε

γλώσσες όμοιες

διαφορετικές

ακατάληπτες

μειονοτικές

επικοινώνησαν

συν-κοινώνησαν

διαφώνησαν

και συγκρούστηκαν

στο πώς θα ζωγραφίσουν

τον κόσμο

διαφορετικό.

 

Στο πέρασμά τους

συμπαρέσυραν

τυραννίες

δημοκρατίες

αδικίες

δικαιοσύνες και

θρυμματισμένα κορμιά

από ρουκέτες πολέμων

και βόμβες,

άμαχους πληθυσμούς

και στρατευμένες ψυχές

που λύγισαν

υπό το βάρος

της απομυθοποίησης.

 

Στον διάβα των μελλοντικών

ανθρώπινων αιώνων

χίλιες μύριες ουτοπίες

πάλι

θα γεννηθούν,

θ ’απογαλακτιστούν

απ΄τα μυαλά

που τις γέννησαν

και τις έθρεψαν

και θα πορευτούν

τον δικό τους πανανθρώπινο

δρόμο

διεκδικώντας

ξανά,

και ξανά,

ν ’αλλάξουν

την ροή του κόσμου,

την σκέψη των ανθρώπων

τον διάβα των αιώνων

ν’αναστήσουν

τις νεκρές ελπίδες

τα νεκρά κορμιά

το νεκρό νου

τη νεκρή ελευθερία.

Εύχομαι,

οι ουτοπίες ετούτες

που είναι στα σπάργανα,

που έχουν το τρυφερό δέρμα

νεογνού

τη δύναμη των νιάτων,

την πυγμή

και την φαντασία

ανθρώπου ελεύθερου,

εύχομαι,

οι ουτοπίες ετούτες,

οι άπλαστες ακόμη,

οι τόσο εύθραυστες

κι επιρρεπείς

σε αναλήθειες

δόγματα

και τυραννίες,

να κρατήσουν το νου διαυγή,

την ψυχή καθάρια

σαν κρυστάλλινο νερό

και την καρδιά

αλώβητη

από τις

χίλιες μύριες πληγές

που γεννούν

οι ανθρώπινοι

εγωισμοί.

Δυο γάιδαροι μαλώνανε… (Χρίστος Σκανδάμης)

Αχός βαρύς ακούγεται πολλά βλήματα πέφτουν

μα μήτε σε γάμο ρίχνονται μήτε σε χαροκόπι

Δύο γαϊδάρων γάιδαροι τουτέστιν αρχιγάιδαροι

μαλώνουν και σκοτώνονται σε ξένο αχυρώνα

το ποιος θα πάρει πιο πολλά άχερα για πάρτι του

τους άλλους αρχιγάιδαρους αφήνοντας απέξω˙

κι αφού δεν τα κατάφεραν ήρεμα να μοιράσουν

συνεχίζουν την πολιτική με τα πολέμου μέσα

μα την πληρώνουν τ’ άχυρα που τα ποδοπατούνε.

Κι εμείς …

Σαν μέσα στα  πίτουρα που μας τσιμπούν οι κότες

μοιραίοι κι άβουλοι προσμένουμε ένα  θαύμα ˙

να πάψουνε να μας τσιμπούν και άθλια να μας λειώνουν ˙

είτε σαν πρόβατα επί σφαγήν που δεν εβάλανε μυαλό

ψάχνουμε οι άμυαλοι  ποιος είναι τάχα πιο καλός

μαζί του για να πάμε ˙  προστάτη να τον έχουμε

για να τον προσκυνάμε κι ας μας ξυλοφορτώνει

και μας αρμέγει αχόρταγα.

Μα πότε οι λύκοι γίνανε προστάτες των προβάτων ;;

Μόνο την τρίχα αλλάζουνε μα όχι και τη γνώμη.

 

Ως πότε παλικάρια θα ζούμε στα στενά;

 

Καιρός να εγερθούμε, καιρός να ενωθούμε

όλοι μαζί να πνίξουμε γάιδαρους κι αρχιγάιδαρους,  

λύκαρους και λυκάκια  που βρίσκονται τριγύρω μας ,

μέσα τον αχυρώνα μας και κάθονται στο σβέρκο μας.

 

                                             Αρχές του Γδάρτη και Παλουκοκάφτη 2022

                                                                         ΧρΙστοΣ

1974 (Δημήτρης Α. Δημητριάδης)

Είμαι στα δεκαπέντε τώρα

απλωμένος στο δωμάτιο

στα φυλλώματα του χίλια εννιακόσια εβδομήντα τέσσερα

αιωρούμενος

ακροβατώντας

σκιρτώντας

 

τίγκα οι τοίχοι με αφίσσες που τις έχω και μπλουζάκια

πλάι μου η κιθάρα

ένα περιστέρι πάνω στην κιθάρα

γύρω απ’ το περιστέρι οι λέξεις Woodstok/Victory Peace & Music

τέσσερις λέξεις που σημαίνουν μακριά μαλλιά σαν του Σαντάνα

που σημαίνουν αμπέχονο

τζιν

και μεθυσμένη Χάρλεϋ

κι Άντζελα Νταίηβις

με το μαλλί αφάνα

και την αγέρωχη στάση της

με το ένα πόδι απλωμένο

και το άλλο κεκαμένο στο γόνατο

κι ας μην ξέρω ποια

και τι ακριβώς είναι η Άντζελα Νταίηβις

κι ας είναι να περάσουν τρία ολόκληρα χρόνια

και να γίνω δεκαοκτώ

για να μάθω ποια και τι ακριβώς είναι.

 

Κι είμαι στα δεκαπέντε τώρα

και πετώ

και χάνομαι

χωρίς αντιφάσεις

χωρίς υποψίες

 

αργεί πολύ η ταραχή

η τρικυμία

η σύγκρουση

 

είναι ήπιο το κόλπο ακόμα

 

είναι αφίσσες στο δωμάτιο

γραφειάκι με βιβλία σχολικά

το Λάθος του Σαμαράκη

κι ο Μπάλος του Σαββόπουλου

είναι τρανζίστορ

και ποδήλατο

το Βιετνάμ της Φαλάτσι σε Βίπερ περιπτέρου

Δράση και Φαντάζιο

ένα ταξίδι τρελό

τρελαμένο

με μουσικές και Χίπηδες

πάνω σε Ντεσεβώ και Σκαραβαίους.

 

Κι είμαι στα χίλια εννιακόσια εβδομήντα τέσσερα

μικρός ακόμα

στα δεκαπέντε

 

λαχταρώντας να διαλέγω τα ρούχα μου

τις ώρες έγερσης και κατάκλισης

τη χρήση των πτώσεων της γενικής σε «-ης»

και της γενικής σε «-εως»

λαχταρώντας να πιω κονιάκ

να καπνίσω σε σκοτεινά κατώφλια

να ξεχυθώ

να ερωτευθώ

ν’ ακούσω τον άνεμο των γεγονότων

 

μην κάνοντας τίποτα

τον παραμικρό κόπο να σκεφτώ

να μου περάσει η ιδέα

αμυδρά έστω

πως κάποτε

ναι κάποτε

θα είμαι σαράντα τέσσερα

πενήντα τέσσερα

εξήντα τέσσερα.

Αλήθειες (Γιώργος Αλεξανδρής)

Κι εμείς στενέψαμε τις μέρες μας σε άκρες και περιθώρια,
μακρύναμε τις νύχτες μας στη σιωπή του μοναχισμού,
αφουγκραστήκαμε τις εκκλήσεις,κοιταχτήκαμε στις συστάσεις
κι αποδεχτήκαμε με θεωρίες,αφορισμούς και δοκιμασίες
την άσπονδη καθημερινότητα της αναγκαστικής καταφυγής
πότε με την υποψία και το βόλεμα των δόκιμων συσπειρώσεων
και πότε με τη σιγουριά και το φόβο των στοχαστικών ακροβολισμών.
                                         *
Αριθμήσαμε ιστορικές περγαμηνές,παραδόσεις και γεγονότα,
προβληθήκαμε ως της συνέχειας εχέφρονες ευαγγελιστές,
προστρέξαμε ευσύνοπτοι μάρτυρες της αρετής και της προοπτικής
και πιστώσαμε την αλήθεια, συνείδηση,συνέπεια κι ευθύνη.
                                         *
Κι εκείνοι αναμετρήθηκαν παράμερα με ιδέες και δοξασίες,
μονολόγησαν αυτάρεσκα στη διαφορά και τη γνώση,
παλινδρόμησαν σε ίδιες πρακτικές και ξένες εμπειρίες
κι ανασυντάχθηκαν αυτόκλητοι κι αυτόνομοι μπροστάρηδες,
ενάντια στην ομαδική συμμόρφωση και την υποταγή,
μακριά από ύποπτα κελεύσματα και τη δόλια προτροπή,
μ' επίγνωση αυθόρμητης συμπεριφοράς και λόγου επιρροή.
                                        *
Μονοδρόμησαν στην εξαίρεση και την επιθετική προβολή
ανδρώθηκαν στην άρνηση ,το πείσμα και την ανυπακοή,
αυτομόλησαν στη στράτευση του επίδοξου οραματιστή
και έχρισαν την αντίπραξη αλήθεια και  σύληση υπαρξιακή.
                                        *
Αλήθειες ο ισχυρισμός, η αντίθεση, το δοκούν και η πλάνη.
Παράλληλη κι ομόσπονδη γραφή του καθενός ο χρόνος και ο χώρος
και σύμπτυξη ανερμάτιστη ο λόγος ο προσωπικός κι η στάση.
Αλήθειες η σύμπραξη και η συνοχή, η αντιδικία και η συνενοχή.

κλαίει ο ουρανός (Θώμη Μπαλτσαβιά)

από το ξημέρωμα κλαίει ο ουρανός..κλαίει ένας θεός στις παρυφές του ορίζοντα...δεκανίκια οι αγριεμένες βουνοκορφές,τόσο αφιλόξενες θωρρούν αίφνης..όλη η πλάση αγρίεψε και αγριεύει με τη σειρά της...

εγώ..που είμαι εγώ? που με άφησες; κορμί που περιδιαβαίνει με σιγή νεκρική στα σοκάκια προσωμοίωσης ζωής...κομμάτια που θυμίζουνε μάλλον  κάτι από ψυχή, διάσπαρτα στο πουθενά...σφραγισμένα με ένα όνομα-το όνομά σου...

μια μορφή στα μάτια μου εμπρός-η μορφή σου-που πέρασε στο πάνθεον  των αναμνήσεων...αποκαίδια έρωτα παρωδίας πατάω σε κάθε βήμα που σέρνω...δυο μάτια ατάραχες λίμνες, σκοτεινές, με κοιτάζουν στον καθρέφτη...χείλη σφιγμένα,ερμητικά κλειστά με πρωτόγνωρο πείσμα ενώ συγκλονίζονται από την ανάγκη να κραυγάσουν...στη θέση της άλλοτε καρδιάς ένα κουβάρι οδύνης..

κλάψε ουρανέ να ξεπλύνω το μίασμα από πάνω μου...κλάψε θεέ να ξαναβαπτιστώ...ασφυκτιώ μέσα σε μια περιβολή με την οποία με έντυσες,ραμμένη με φαρμακωμένα νήματα...φλερτάρω με την απόλυτη απόγνωση φορώντας τη μάσκα του τρόμου για πρόσωπο...μια ανάσα έχει ξεμείνει μοναχά...έλα να την πάρεις κι αυτή...

Απουσία (Αλέξης Δάρας)

Η προετοιμασία κράτησε μέχρι την αρχή

της επόμενης προετοιμασίας,

ο ειρμός είχε προ πολλού τεμαχιστεί,

μια άδεια πλατεία γεμάτη κόσμο

απ’ τη μια το φως αυτών που έφυγαν

απ’ την άλλη το φως αυτών που έρχονται

κλεισμένος ο ήχος

το κοινό δε θεαματίζεται,

κανένας δε δίνει την προσοχή του

όχι γιατί την φυλάει

αλλά γιατί δεν έχει.

Απ’ όταν άρχισαν οι νευρικές κινήσεις

οι κρούσεις πολλαπλασιάστηκαν

και οι υπήκοοι της εταιρίας

απέμειναν άοσμοι

χωρίς συμπτώματα, πλην πτώματα

εισπνέουν ζιζανιογόνα που επικάθονται

στη φυσαλίδα της ψυχής

μέσα σε αφρούς λήθης

που σαν σύννεφο γεμίζουν το στάδιο

εξελικτικής απομάκρυνσης

από τον εαυτό κι από αυτό

που χύνεται καυτό

στην παγωμένη ερημιά της απουσίας,

η εξουσία αποτελείται από την απουσία μας

κι εμείς από τη συνουσία μας,

απρόσκλητοι κι ανήκουστοι,

όσο πιο ανυποψίαστοι για τη μεγαλοσύνη μας

τόσο πιο σταθερά συγκεντρωμένοι

σ’ ό,τι φέρει η στιγμή

που ο χρόνος αδυνατεί να μεταφέρει

σ’ ένα ταξίδι έξω από το κενό μας.

ΣΚΙΕΣ ΑΠΡΟΣΩΠΕΣ (Σάκης Στρογγύλης)

Πες πως προκύψαμε αιφνίδια εδώ

δίχως ονόματα και δίχως ιστορία...

Σκιές απρόσωπες σ’ απέραντα τοπία...

κάποιο τυχαίο δειλινό αρχές Σεπτέμβρη...

 

Σκιές απρόσωπες, πλανώδιες στη ρέμβη

κάποιου αγίου-λέει- που πέρασε απο ‘δώ

και στ’ όνομά του έχει χτιστεί το εξωκκλήσι...

 

Την ώρα αυτή που ο ήλιος γέρνει προς τη δύση

πισωφωτίζοντας λαθραία το βουνό

για να μπορούνε καθαρά να διακρίνονται

οι μυτερές του κορυφές και τ’ άγρια δέντρα

και σ’ ένα αόριστο ορίζοντα να ορίζονται

καθώς σκαλίζονται σαν σχήματα ακέραια

από καλέμι αόρατο στου κόσμου τον καμβά...

 

-Έλα κοντά και θα με δεις να σχηματίζομαι

από ένα μίγμα αρωμάτων και χρωμάτων

με το χρυσό περίβλημα της αντηλιάς...

Μόνο γι’ αυτό έτυχε ξάφνου να υπαρχώ...

γιατί σουρούπωνε και φύσηξε νοτιάς

κι ομοθροΐσανε οι φυλλωσιές αντάμα-

θάμα ήτανε και έμεινε κρυφό...

 

Μόνο για αυτό

πήρα ολόκληρος να γίνομαι...

γιατί κελάρυζε καθάριο το νερό

κι εσύ δειλά με κρυφοκοίταξες να γδύνομαι

για να πλυθώ ανυποψίαστος στο ρέμα

κι ήταν το βλέμμα σου ένοχο και ντροπαλό-

πόθος υγρός μέσα σε κόρες διεσταλμένες

που εντός τους άυξανα κι εγώ, διαστελλόμουνα

και σκαλιζόμουν απ’ τ’ αόρατο καλέμι

με το κατάφωτο επίχρισμα του ήλιου...

Περιγραφόμουνα σε στίχους ενυπνίου

νέος και μπρούτζινος για να μ’ ονειρευτείς

σαγηνεμένη, ολόδοτη κι επιρρεπής

να με καλείς

κρυμμένη πίσω απ’ τα φυλλώματα

για να σε πάρω ξαναμμένος επί τόπου

πάνω στις πέτρες, τα χορτάρια και τα χώματα

αποδομώντας μου το σχήμα του ανθρώπου

σε μίγμα διάχυτο χρωμάτων, αρωμάτων

κι αποσπασμάτων ιστορίας πιθανής

που όλο μέλλεται και όλο αποκλείεται

στ’ αναποφάσιστο του κόσμου πεπρωμένο-

 

όπου όλα υπάρχουνε μαζί και δεν υπάρχουνε

γιατί εκεί που συντελείται ο χωροχρόνος

δεν έχει μείνει πια κανείς να τα ονομάσει...

 

Μόνο το θαύμα να ξεγίνει αποκλείεται,

ο τόπος σείεται και αναδύεται

μέσα σου όλο μου το είναι ν’ αγαλλιάσει...

 

Μόνο γι’ αυτό έτυχε ξάφνου να υπάρχεις

γιατί μας βρήκ’ η νύχτα μες στο πουθενά

κι έγιναν θαύματα μεγάλα κι αφανέρωτα,

γιατί αχόρταγα σου κάνω ακόμα έρωτα

με την ορμή της απαρχής αυτού του κόσμου

και σκαν’ σαν έκρηξη μες στ’ άπειρο αξημέρωτα

από εντός μου

 του συμπάντου οι αχοί...

 

Μόνο γιατί με υποδέχεσαι εσύ,

γι’ αυτό αυξάνομαι και πολλαπλασιάζομαι

στα διαρκώς διευρυμένα όριά σου...

κι έτσι που σμίγουν η θωριά μου κι θωριά σου,

σαν ένα όν γιγαντωνόμαστε μαζί

και τη γραμμή ο ένας τ’ άλλου προεκτείνει

κάνοντας δίνη επιτόπια, συνεχή

γύρω απ’ του κόσμου τον πυρήνα που θερμαίνει...

 

Τρέμει και πάλλεται τ’ αόρατο καλέμι

και ανεξέλεγκτα τραβάει τη γραμμή

σμίγοντας δέντρα με κορφές, νερά και χώματα,

σχήματα ακέραια, χορτάρια, πέτρες, σώματα

απ’ άκρη σ’ άκρη κι από γή σε ουρανό...

Διατρυτό κεντάει με τέχνη στα τοιχώματα

αυτού του κόσμου το ανάμεικτο υλικό

και αδιαίρετα τα πράγματα ορίζει

στο μετερίζι αυτό

όπου όλα τ’ αφανέρωτα

ξεκαθαρίζει με ρυθμό...Σου κάνω έρωτα!

-έρωτα αχόρταγο ακόμα – σκέτο έρωτα

στου χωροχρόνου τ’ αδυσώπητο κενό

και του συμπάντου οι αχοί μας ονομάζουν.

 

...........................................................................

 

 

Κοντά ξημέρωμα και όλα ησυχάζουν...

κρατάει το τέμπο η κουβέντα η ψιλή

των μεθυσμένων γρύλων στο σκοτάδι...

 

Στο εξωκκλήσι ερημιά...περίπου τίποτα...

Καλό σημάδι!

Μέσα στο τίποτα εκκολάπτεται το πάν.

Κ ΕΝΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙ (Δήμητρα Σαμοΐλη (demi sam))

«Εγώ θα ζω πάντα πάνω στις σκάλες, στα καλντερίμια κ στα σκοτεινά σοκάκια.
Από ψηλά να κοιτάω έναν κόσμο που αργοπεθαίνει.
Κάθε μέρα να είναι μια γιορτή.
Κ κάθε πόνος μια υγρασία του τοίχου.
Εγώ θα ζω σαν στίγμα πάνω σε άσπρο δέρμα.
Αυτό που όλοι θέλουν να ξεφορτωθούν.
Κ εκείνα τα ταξίδια που δεν έκανα ποτέ, να με χτυπούν κατάμουτρα, γελώντας τρομολάγνα.
Εσύ να με κοιτάς από μακριά, χορεύοντας στου κόσμου τον ρυθμό.
Νομίζοντας πως όλα λύνονται με τυχάρπαστο θυμό.
Με ένα γάντι μαύρο κ τακούνι κόκκινο, πίσω από κάτι σκουπίδια να μιλάς.
Κ να πιστεύεις πως ότι σκουριασμένο, πέρα το πετάς.
Κ όταν νιώθεις μοναξιά, τότε εκείνο πάλι τραγουδάς.
Ένα παλιό ρεφρέν που έμαθες μικρή.
Κ η επανάληψη του σε έφερε εδώ.
Μία καταστροφή τόσο αγαπητή.
Εγώ μικρός κ άδειος, που να σε βρω.
Λιώνω στις τρύπες, δεν έχω τίποτα να πω.
Αν κάτι ήξερα από εκείνα τα παλιά
Είναι πως του κόσμου τούτου, νικάει η απονιά.
Να ψάχνω στίχους κ φωτογραφιες να κοιτώ.
Να με βουλιάζουν όλο κ πιο βαθιά.
Μέσα σε αρχέγονα κ τρύπια μυστικά.
Για έναν κόσμο που κρυφοκοιταει κ γελά.»

ΔΟΥΝΑΙ ΚΑΙ ΛΑΒΕΙΝ (Δημήτρης Π. Κρανιώτης)

Σκάψαμε με τα χέρια
το χώμα της ανάστασης
(μήτρα ζωής η γη
υιών και θυγατέρων)
ποτίζοντας ρίζες
που αλωνίσαμε
(δούναι και λαβείν
κατά φύσιν
κεκτημένα),
ξεθάβοντας νεκρούς
που αφορίσαμε
(δούναι και λαβείν
παρά φύσιν
τεκταινόμενα).

Αναγνώστες

ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ

ekpoiisi@yahoo.gr

ποίηση στην εποχή της εκποίησης

ποίηση στην εποχή της εκποίησης