η ποίηση στην εποχή της

η ποίηση στην εποχή της
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ψαλλίδας Δημήτρης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ψαλλίδας Δημήτρης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Στην όχθη της λιμνοθάλασσας.

I

Εκεί,
στη λιμνοθάλασσα
των αναπάντητων ερωτημάτων,
πετώ ένα βοτσαλάκι,
να ταράξω
της σκέψης τα νερά,
ν’ αναδεύσω
σκόρπια γεγονότα,
συνέχεια ψάχνοντας
στην ασυνέχεια
που μας χαρακτηρίζει.

Σκέψεις
πυκνές και βαρυσήμαντες,
από το λήθαργο να βγουν
και την ανεμελιά,
να δώσουν το παρόν
όπως αρμόζει
σε δύσκολους καιρούς
γεμάτους από φάκες
και σκοτεινά αδιέξοδα.

ΙΙ

Γνωρίζω τον κίνδυνο,
σαν σπας
το νόμο της αδράνειας,
σαν ξετυλίγεις το κουβάρι
και ξεκινάς τη συγγραφή
κακοτράχαλων διαδρομών.

Φαντάσματα του παρελθόντος,
του μέλλοντος αρπαχτικά
θα συναντήσεις,
μα μη λακίσεις,
πέτα μια πέτρα αιχμηρή.
Ρίξε με δύναμη
και παρατήρησε.
Πως σβήνουν
σ’ ομόκεντρους, μικρούς
κυματισμούς,
αφήνοντας
γαλάζιο και γαλήνη,
νέους ορίζοντες κι ουρανούς
να ταξιδέψεις.

Το είδωλο μονάχα
μη λαβώσεις,
σαν βρει το θάρρος να φανεί.
Κομμάτι δικό σου είναι,
σάρκα απ’ την σάρκα σου
κι ας είναι μια σκιά,
παιχνίδι του φωτός
με τα νερά.

Στα μάτια του
και στην καρδιά
κάτι από σένα κρύβει.
Στιγμές,
πρόσωπα,
αισθήματα,
χρώματα
και μουσικές
μιας κρουαζιέρας
που από χρόνια έχει συμβεί
μα ξεχαστεί
συνάμα.

Λάθη και πειρασμοί
αγκαλιασμένοι,
την κατανόηση ζητούν
και την αποδοχή,
καλώντας σε,
το πρώτο βήμα
για τη λύτρωση να κάνεις.
Μια θέση ζητούν κι αυτά
πλάι σε άσπρα σύννεφα,
σε όνειρα και γλάρους
που κράτησες για συντροφιά
στους κύκλος της ζωής.

III

Εκεί,
στη λιμνοθάλασσα
των αναπάντητων ερωτημάτων,
πέτα ένα βοτσαλάκι,
να ταράξεις
της σκέψης τα νερά.

Μη φοβηθείς στο τι θα βρεις,
μη ξεχαστείς,
εσύ βαδίζεις στη στεριά.

Καλή αναζήτηση.

Σπάζοντας την κλειδαριά στου μυαλού τη φυλακή (Μέρος Β')

I
Μικρά στενάχωρα κλουβιά
φοράμε σαν ξυπνάμε
κι αμήχανα κοιτάμε γύρω μας.

Ένα μικρό συρτάκι
από γυαλί φιμέ
πνίγει καλημέρες και μισόλογα.

Ύφος βλοσηρό και κουρασμένο,
μιας κι απέτυχε ξανά
κάθε προσπάθεια επαφής.
Αυτό μένει,
κι αντικρίζει ο διπλανός μας.

Κι όσο περνούν οι μέρες,
τη συνηθίζουμε τη μοναξιά,
και γίνεται ο φίλος
που δεν διαλέξαμε ποτέ.

Εμείς κι αυτός μονάχα,
στον κόσμο τούτο.
Κι οι άνθρωποι,
απλώς περνάνε δίπλα μας,
πνιγμένοι όπως εμείς
στης αποξένωσης τη θλίψη,
στου φόβου το δηλητήριο.

II
Φεύγει τρεχάτα ο καιρός
κι ακολουθούν από κοντά
σύνεση, λογική και ψυχραιμία.
Κι αφήνουν σύνεργα,
 θραύστη και  κόπτη,
στη θήκη τους δεμένα.

Και πώς να τρέξεις ύστερα,
ανάλαφρα κι ήρεμα,
και να μηνύσεις στους υπόλοιπους:
«Κοίταξε με,
τα κατάφερα,
και λεύτερος βαδίζω!
Μπορείς κι εσύ!
Θα βοηθήσω όπως μπορώ.»

Γιατί το δυσκολότερο
σαν είσαι φυλακή,
δεν είναι να βρεις
της διαφυγής τα εργαλεία,
μα πάνω σου να τα χεις
κι η χρήση τους να ξεχαστεί.

Τότε κι αυτά,
βαρίδια γίνονται
και σε τραβάνε πιο βαθειά
στον βούρκο,


Σπάζοντας την κλειδαριά στου μυαλού τη φυλακή

I
Με πλησίασε χαμογελαστός.
Ανυπομονησία, κυνισμός κι αμηχανία
στριμώχτηκαν στο πρόσωπο του.

«καλησπέρα φίλε μου,
απόψε θα υποφέρεις»

Σαν άκουγα τη φράση τούτη,
μηχανικά πυροδοτούνταν αντιδράσεις
στο μυαλό και στην καρδιά μου.

Σφιγμένα δόντια,
γρήγορες ανάσες
και ξεκινάμε.

Στο κάτω- κάτω,
για δύο πράγματα ήμουν βέβαιος.
Πρώτον, η ώρα ήταν έξι το απόγευμα.
Δεύτερον, θα υπέφερα πραγματικά.


II
Σαν πλημυρίζει πόνο το κορμί,
στ’ ομιχλώδες τοπίο των σκέψεων
βρίσκεις παρηγοριά.

Το μυαλό δουλεύει εντατικά,
κατασκευάζοντας
της λύτρωσης την κρύπτη.
Το μέρος που τίποτα δεν σ’ αγγίζει,
εκεί που ο χρόνος σταματά.

Θυμάσαι μοναχά,
έντονα και καθαρά,
αυτά που σε στιγμάτισαν.

Τα παιδικά σου χρόνια.
Το αγαπημένο σου κορίτσι.
Το πρώτο δάκρυ ενοχής
που μούσκεψε το μαξιλάρι σου.

Στις αναμνήσεις βουτηγμένος,
χαμογελάς,


και συνεχίζεις.

Το τέρας πέταξε τη μάσκα του

 Σαράντα χρόνια σαν ξυπνώ,
τρώω δυο φέτες βούτυρο με μέλι σε ψωμί,
και πίνω ένα φλιτζάνι γαλλικό.
Με άρωμα φουντούκι.
Φοράω πράσινο ζιβάγκο,
κι από μέσα ένα πουκάμισο
γαλανό, κολαριστό.

Μ’ αρέσει με τα πόδια να γυρνώ στους δρόμους της Αθήνας,
να έρχομαι σε επαφή με τους ανθρώπους της πρωτεύουσας
και με τα άγχη της ζωής.
Αυτό το πράγμα είναι η ζωή μου,
ο σκοπός της ύπαρξης μου.
Ανάμεσα τους να γυρνώ
μοιράζοντας χαμόγελα μαζί με υποσχέσεις.

-Πώς είστε σήμερα αγαπητή κυρία;
Του γιου σας ετοιμάζουμε το μέλλον,
να γίνει λαμπρός μηχανικός.
-Κι εσείς καλέ μου κύριε;
Ξεκουραστήκατε στις διακοπές;

Τους πόθους  τους μαθαίνω και τους γεμίζω με ψέματα πολλά.
Αρκεί να μ’ αγαπούν κι εμπιστοσύνη να μου δείχνουν.
Δικό τους παιδί να με λογιάζουν,
άνθρωπο που δουλεύει για την πάρτη τους,
και το συμφέρον τους κοιτάζει.

Στον πόλεμο των εντυπώσεων
αν κερδίζεις,
δεν έχεις ανάγκη την ουσία.

Κι εσείς που ακούτε αυτήν την ιστορία,
γιατί τα κάνω όλα αυτά θ’ αναρωτιέστε.
Γιατί να κάνω τα χατίρια στον κάθε πικραμένο
γιατί να τον αφήνω άβουλο και γελασμένο;
Μ’ ένα παράδειγμα θα σας το πω:

Άλλος ανοίγει  τα παράθυρα να μπεί το άρωμα του γιασεμιού,
το μήνυμα της άνοιξης,
απλόχερα να απλωθεί σ’ όλους τους χώρους του σπιτιού.
Να μπερδευτούν οι μυρωδιές,
με της κουζίνας τις οσμές,
και το χαμόγελο να ‘ρθεί στα κουρασμένα πρόσωπα.

Μα όχι εγώ.
Τα κουρασμένα πρόσωπα,
σκυφτά τα θέλω εγώ.
Κι ανέχομαι μονάχα
της άγνοιας το χαμόγελο τα χείλη να κοσμεί.
Δεν έχει χώρο στο μυαλό μου η χαρά.
Στη λογική μου δεν χωρά.

Παραθυρόφυλλα φροντίζω ν’ αφήνω ανοιχτά,
ανάμεσα τους ελεύθερα να περπατεί,
όποιος γνωρίζει πως να φτάσει ως εκεί.
Όποιος γνωρίζει μυστικά που μόνο εγώ γνωρίζω
και που ποτέ δεν τα ‘πα φωναχτά.

Για ίδια λάθη δεν τιμωρούνται όμοια όλοι.
Εγώ φροντίζω γι’ αυτό.
Τις ίδιες ευκαιρίες δεν πρέπει να ‘χουν όλοι.
Εγώ φροντίζω και γι’ αυτό.

Κι αυτά συμβαίνουν φανερά,
διόλου κρυφα δεν είναι.
Και μη ρωτάτε πως τα καταφέρνω- σας είπα ήδη.

Στον πόλεμο των εντυπώσεων
αν κερδίζεις,
δεν έχεις ανάγκη την ουσία.


Μα πάνε τρία χρόνια
που ιδρωμένος είμαι σαν ξυπνώ.
Καθώς φτιάχνω τον καφέ μου,
διαβάζω τις φυλλάδες διαγώνια κι επιφανειακά,
κι όλο σκοντάφτω σ’ αισθήματα πρωτόγνωρα.

Μόλις τη μάσκα πέταξα
κι άφησα το τέρας να φανεί.
Μόλις τις χάρες έκοψα,
και τα γλυκόλογα μου γίναν απειλές,
κι οι απειλές διατάξεις.

Όλα τα ψέματα που είχα πει, χάθηκαν μονομιάς.
Απ’ την επιδερμίδα των ανθρώπων σβήστηκαν,
άτσαλα και βιαστικά,
και πίσω τους άφησαν κενά,
άσχημα και μεγάλα.
Και στην τραχιά τους όψη δεν αντικρίζω πια χαμόγελο.

Το χαμόγελο αν φύγει,
η θλίψη θα έρθει  να συμπληρώσει το κενό.
Τα φοβισμένα πρόσωπα στενάχωρα θα κυνηγάνε
του γείτονα τη φτώχεια να κάνουνε δική τους.
Κι έτσι απλά,
αυτοί με φόβο κι εγώ με σιγουριά,
όμορφα θα ζήσουμε τις άσχημες ζωές τους.
Έτσι νόμιζα.

Ποτέ δεν υπολόγισα της αμφισβήτησης τη δύναμη,
που σαν αρχίσει στις φλέβες να κυλά,
χείμαρος γίνεται
και νέα ορμή τους δίνει.
Ποτέ δεν υπολόγισα πως τόσο μικρές κουκίδες
μπορούν να ενωθούν και γίγαντας να γίνουν.
Κι εγώ φοβάμαι τους γίγαντες.
Γι’ αυτό τους τιμωρώ αλύπητα σαν πα να ενωθούν.

Κι έτσι φτάσαμε στο τώρα.
Ένα οργισμένο τέρας
κόντρα
στο πάθος για ζωή,
στον χείμαρο της αμφισβήτησης.
Ένα φοβισμένο τέρας
κόντρα
σ’ ένα γίγαντα
που παλεύει να σηκωθεί.

Ποιος θα νικήσει;

Ο γίγαντας

Άνοιξε τα μάτια σου. Ξέρω, θα τυφλωθείς από το φως.
Αυτό παθαίνει όποιος κινείται στα σκοτάδια για 15 μήνες.
Άνοιξε τα μάτια σου.
Πρέπει να βλέπεις τον εχθρό,
αν θες να αμυνθείς.

Κλείσε τ’  αφτιά σου.
Όσα σου ψιθυρίζουν τα ερπετά δεν είναι τίποτα πάρα εντυπώσεις.
Αυτά σε κράτησαν σκυφτό, αμήχανο και τρομαγμένο.
Μην τους ακούς.
Αυτοί εφηύραν το ψέμα
και ξέρουν καλυτέρα από τον καθένα
στις καρδιές πως επιδρά,
και πως τη λάμψη σβήνει απ’ τη ζωή
κι αφήνει μια θαμπάδα.

Άνοιξε τα μάτια. Τον βρήκες τον εχθρό;
Ωραία, μην τον αφήσεις να ξεφύγει από την ματιά σου,
γιατί είναι αξεπέραστος στις μεταμφιέσεις.
Μπορεί να σε μπερδέψει και να περάσεις τον φίλο για εχθρό.

Τα χέρια τώρα και τα ποδιά.
Τα παγωμένα μελή πρέπει να κουνηθούν.
Πρώτα τα χέρια, μετά τα ποδιά.Κούνα τα.

Δεν έχεις κουράγιο;
Τότε περίμενε για μια στιγμή,
αναλογίσου τη δύναμη σου,
σύρε από της μνήμης τα κελάρια σκηνές από το παρελθόν,
από τα κατορθώματα σου.

Τότε που έσπαγες βουνά και γκρέμιζες συνειδήσεις,
που έκρυβες το φως του φεγγαριού σαν ορθώσουν στις μύτες των ποδιών,
που διέσχιζες ηπείρους και ωκεανούς
μεταφέροντας μηνύματα ανατροπής στις πλάτες σου.


Θυμήσου τα αυτά και σήκω.
Σήκω τώρα!

Βάλε το μυαλό σου να δουλέψει.
Το θάρρος που το βρήκε ο εχθρός;
Σε νόμιζε ακούνητο, τυφλό και ηττημένο.
Από τον φόβο σου άντλησε τη δύναμη του.
Γι αυτό σου λέω πετά και τον φόβο,
δεν τον χρειάζεσαι σαν πας για μάχη.

Κι εσύ για μάχη πας,
επιλογή δεν σου άφησαν καμία.

Ή θα παλέψεις ή θα σε φάνε.
Ή θα νικήσεις ή θα σε φάνε.
Άρα θα παλέψεις.
Άρα θα νικήσεις.

Αναγνώστες

ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ

ekpoiisi@yahoo.gr

ποίηση στην εποχή της εκποίησης

ποίηση στην εποχή της εκποίησης