η ποίηση στην εποχή της

η ποίηση στην εποχή της
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Θεοφιλάκου Μαρία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Θεοφιλάκου Μαρία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κατ’ επίφαση μελό

Η αγάπη μου για σένα είναι φωτιά
που ζεσταίνει τα σωθικά ενός άστεγου Κόσμου
Τα τρύπια γάντια Του αυτή μπαλώνει
ρίχνει κρυφά στην τσέπη του δυο κέρματα
και μαλακώνει κάτι αδέσποτες ματιές
που’ χαν παγώσει, σ’ άλλο χρόνο αραδιασμένες

Η αγάπη μου για σένα πετά πάνω απ' τις στέγες
μιας πόλης που είναι λίγη
για να χωρέσει τούτη την αρμαθιά πιθανοτήτων
Στο πάσο ντόμπλε του αιθέρα αυτή νικάει
τις καπνοδόχους, τις στρατιές αντένων που εξέχουν
απ΄τα κελιά που μέσα τους βρυχιέμαι

Η αγάπη μου για σένα θε να ντύνεται
με του αναστήματος, που υψώνω, τα κουρέλια
ενάντια σε κάθε τί που εσένα αρνείται˙
σκιάζει, αυτή, με μια της μόνο άχνα
ρέοντας στο μυχό των ματιών μου
το δυνατό και το αδύνατό μου

Η αγάπη μου για σένα είναι αγωνία
που νανουρίζει ταραγμένη την ψυχή μου
με υποψίες για ένα όνειρο παρατημένο
Είναι το ρόδο που ανασταίνεται θρεμμένο
από το φως της πιο νεκρής σελήνης
του πιο θολού νόστου
κάθε φορά που βγαίνω να σαλπάρω
με τα ιδρωμένα θάματα των τσαρλατάνων

Η αγάπη μου για σένα γνέφει ξεδιάντροπα
στις χίμαιρες που κάποτε σκοντάφτω,
ισιώνοντας το βήμα μου σε προφανή συγχρονισμό
με τον παλμό μιας πιο επώδυνης ζωής
αδιόρατης και ορατής

Η αγάπη μου για σένα βλέπει το γκρίζο
με την πιο άλικη απόχρωση που μου έχεις δώσει
και γεύεται στα χείλη την πιο αλμυρή σου ανάσα
Βλέπει και γεύεται
συνεπαρμένη από τη νίκη της
πάνω στον πιο αδύναμο,

στον πιο παραδομένο μου εαυτό

Σπίθα

Έξω από το τζάμι έτριζε
ο ήλιος του Μαγιού
και μέσα μελαγχολικά
φυλλοροούσε μια Άνοιξη
Που έκαιγε να ζώσει κάτι
Κάπου να ροβολήσει
Σαν υποψία ενός Αυγούστου,
δαφνοστεφανομένου αλμύρα
Μα είχε ξεχάσει το σκοπό
Πώς να πήγαινε άραγε

Η επαλήθευση του Κόσμου

Κρέσεντο μιας πλατιάς δημοκρατίας
είναι η φύση
Γιατί ποτέ δε ρώτησε το όνομα
και το ποιόν σου
Κι αν είσαι μόνος,
ο ωκεανός θα ενώνεται με τη στεριά
πέρα στη Mar del Plata κάθε βράδυ
ή θ’ αντηχεί ο αυγερινός τις μυρωδιές της Κίνας
Κι αν έχεις θλίψη,
μπορείς τη χούφτα σου ν’ απλώσεις στο φεγγάρι
στη χρυσαφιά παλάμη σου να λησμονήσεις
ανάμεσα σε αγριόχορτα και βάλτους ξαπλωμένος
τον τελευταίο σου χαμό
Κι αν έχεις χάσει,
υπάρχουν άστρα που τα μάτια σου αγνοούν
μα η καρδιά σου βλέπει
καθώς το πέρασμα των ανθοπώλεων αλαργεύει
πέρα στο Μεξικό, Νοέμβρη
Καθώς ο γύρω κόσμος σου είναι βαθύτερος
από την όποια σου περαστική θαμπάδα,
κοιτάς που ο χρόνος μοιάζει να σμίγει σε γιορτή
με ό,τι δεν αντιστέκεται
Κι αν είσαι μόνος,
τα αστέρια φέγγουν μιαν αλήθεια
μυριάδες χρόνια μακριά,
που ξεπερνά το όποιο βίωμα σου,
τον όποιο πόνο κρύβεις,
κάτω από το σηκωμένο σου γιακά, στην πρωινή δροσιά
Όταν βραδιάσει ο ουρανός
βραδαίνει η στράτα προς το αύριο
Γιατί δημοκρατεί η φύση
ώστε δεν είσαι δα εσύ ο πιο εκλεκτός
παρά μονάχος σε μια κώχη γής
τριγυρισμένος από θάματα που ανήκουν σε πολλούς
ζωσμένος από ζωή άλλων που τρέχει
ενώ εσύ αργείς το λαβωμένο σου δρασκελισμό
προς τη καινούργια μέρα
Κι αν έχεις χάσει,
τ' αστέρια φέγγουν μιαν αλήθεια
μυριάδες δρόμους πιο μπροστά
Έτσι που κι αν πλαγιάσεις στο πεύκο δίπλα
και σηκωθείς στου πέλαγου το πρώτο κύμα,
την ευτυχία σου σκάβεις να βρεις
με λερωμένα μέλη στο άσπονδο χώμα
Σε πολιτείες που 'ναι φρουροί ακοίμητοι
ή άλλες που ποτέ δεν θα ξυπνήσουν,
παραδομένες στο αιώνιο λίκνισμα της θάλασσας,
παντού θωρείς μικρός και λίγος
μπροστά στο στρόβιλο ετούτου του πλανήτη
μπρος στην πλημμύρα ανθρώπων που δικαιούνται
Κι αφού πονέσεις
για την λαμπρή την τύχη που δε βρήκες
θα λησμονήσεις πως είχες κάποτε αξιώσεις
Κι αν είσαι μόνος,
μην είν’ παράτερο,
μόνο επαλήθευση του Κόσμου

Εμείς κι ο Κόσμος

Πως τούτη η σφαίρα στροβιλίζεται περί του εαυτού της,
το γνώριζε καλά , από σπουδή και πείρα
καθώς πολλές νυχτιές ξαγρύπνησε
περίεργος στο παρατηρητήριο του
κι αυτοσχέδια δικαιολογούσε τούτο και τ’ άλλο

Κείνο το δείλι μοναχά
σπάραξε μια μικρή κραυγή μες στο κεφάλι του,
που τον ορίζοντα χάραξε μια μαχαιριά στα δύο
και χλώμιασε ο άξονας της γης
Δεν ήταν πια ιδεατός

Ίσως Απολογία

Συμπάθα με,
αφορισμένη απ’ την τόλμη εποχή,
γιατί γεννηθήκα εδώ
και το αίμα μου σχήμα οξύμωρο μοιάζει,
που γειαίνει την πληγή και την πληγή αφορμίζει
Συμπάθα με,
αφού εσύ το δίδαξες στην επικράτεια σου
πως οι ήρωες μπορεί και να υπάρξουν
μα τέλος πάντων μετά το θάνατό τους
και είναι τόσο λοιπόν ξεπερασμένοι
Συμπάθα με,
μάνα εσύ, εποχή μου σκονισμένη,
αν βάλω μια φωτιά σε ό,τι μαρκάρεις «νέο»
γιατί γεννήθηκα εδώ
με ένα κληροδότημα ανόητο στα χέρια
κι αλήθεια θα ’ναι αστείο,
αν χρειαστεί
έτσι να το προσφέρω

Αναγνώστες

ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ

ekpoiisi@yahoo.gr

ποίηση στην εποχή της εκποίησης

ποίηση στην εποχή της εκποίησης