η ποίηση στην εποχή της

η ποίηση στην εποχή της
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Β.Α.. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Β.Α.. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ (Β.Α.)

Ήταν μια παγωμένη βραδιά.

Στην ταπεινή σπηλιά της Βηθλεέμ γεννιόταν ο Θεάνθρωπος

ο Ηρώδης τρόχαγε τα σπαθιά του.

Είδομεν τον αστέρα Αυτού εν τη Ανατολή είπαν οι Μάγοι.

Ακολούθησε η φυγή στην Αίγυπτο

η επιστροφή το μεγάλωμα ο Ιορδάνης η Διδασκαλία.

Οι αρχές και οι εξουσίες του αιώνος τούτου

κατάλαβαν ότι κάτι δεν πήγαινε καλά.

Οι παλιοί θεοί ήταν βολικοί. Αυτός Θα είναι πρόβλημα.

Τα πάντα μετατράπηκαν σε μια μεγάλη μυστική υπηρεσία.

Η εντολή ήταν παρακολουθήστε Τον

παγιδέψτε Τον εν λόγω ενημερώστε μας!

Πρέπει να πεθάνει.

Αυτός έλεγε ειρήνη υμίν.

Κύρια επιχειρήματα των κατηγόρων ήταν

ότι παραβίασε το νόμο και θεράπευσε ημέρα Σάββατο

άνθρωπο παράλυτο τριάντα οχτώ ολόκληρα χρόνια.

Έγκλημα.

Θεράπευε χωλούς τυφλούς δαιμονισμένους.

Έγκλημα.

Έλεγε στους ψευτο νομικούς την αλήθεια.

Έγκλημα.

Δίδασκε την ανθρώπινη ισότητα και το δίκαιο.

Έγκλημα.

Έδινε ελπίδα σε κάθε ανέλπιδη ψυχή.

Έγκλημα.

Κάποιοι ψαράδες Τον ακολούθησαν με δυσπιστία

Οι όχλοι Τον ακολούθησαν.

Οι Πιλάτοι  κι οι Αρχιερείς οι Γραμματείς κι οι Φαρισαίοι

το είδαν διαφορετικά το πράγμα.

Είπαν ως εδώ.

Ακολουθεί το αποχαιρετιστήριο δείπνο το μυστικό

Τον συνέλαβαν! Τον μαστίγωσαν! Τον ακανθοφόρεσαν.

Η ανθρώπινη εξουσία

μπορεί να συλλάβει και να βασανίσει το σώμα

μα όχι το πνεύμα.

Αλλά και αυτό για να συλληφθεί χρειάζεται

την αρχιερατική ψεύτο θεόντητη λυκόσχημη πονηριά

και τη νομική ερμηνευτική φαυλότητα

υπό την καθοδήγηση των γραμματέων και φαρισαίων.

Η αλήθεια όμως είναι ασύλληπτη δε συλλαμβάνεται.

Ο Πιλάτος φοβάται τον καίσαρα και ρωτάει τον Κύριο!

Και ποια είναι η αλήθεια;

Ο κύριος δεν απαντά.

Η αλήθεια στέκει μπροστά στον Πιλάτο.

Ο Πιλάτος αδυνατεί να τη δει χωρίς άνωθεν διαταγή.

Είναι οι τελευταίες έξι μέρες της επίγειας ζωής του κυρίου

που αρχίζει τη σχέση του με τις εξουσίες του αιώνος τούτου.

Κι είναι μια σχέση που οδηγεί

στο Γολγοθά στο Σταυρό και στο θάνατο.

Όχι επειδή νικούν οι επίγειες εξουσίες

αλλά γιατί έχουν χάσει ήδη κατά κράτος.

Γίνεται η δίκη παρωδία

η απόφαση είναι << Άρον άρον Σταύρωσον Αυτόν >>.

Οι τελευταίες Του λέξεις πάνω στο Σταυρό!

<< Πάτερ άφες αυτοίς ου γαρ οίδασι τι ποιούσι >>

<< Τετέλεσται >> αναφωνεί ο Κύριος

Οι Πιλάτοι συμφωνούν με το αποτέλεσμα. Νίπτουν χείρας.

Οι Αρχιερείς ξεπλένουν με αίμα τη βρώμικη συνείδησή τους.

Οι φατριασμένοι ασπάζονται για την επιτυχία αλλήλους.

Όμως ένα τρομακτικό φως

χαλάει τα σχέδια κι ανατρέπει τα πάντα .

Ένας θάνατος φέρνει την Ανάσταση

Ένας τάφος φέρνει την αιώνια ζωή.

Το τρομακτικό φως είναι το φως της Ανάστασης.

Το φως της Ανάστασης γκρεμίζει τους στρατιώτες στο χώμα.

Το φως της Ανάστασης

στέλνει τους Πιλάτους και τους Αρχιερείς στο σκοτάδι.

Το φως της Ανάστασης

τυφλώνει τα ψεύτικα πνευματικά μάτια των φαρισαίων.

Το φως της Ανάστασης είναι οι τελική κρίση των πάντων

και ο κάθε καθένας μπροστά σε αυτό

τραβάει το δρόμο του.

 

<< Και απελεύσονται ούτοι εις ζωήν αιώνιον

     και ούτοι εις κόλασιν αιώνιον >>.

Η ΜΑΝΝΑ ΤΩΝ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ (Β.Α.)

 Έγερνε η μέρα αλαργινά αλλοχωρίτη ήλιο

ζαβό  κοπάδι έμπαινε βελάζοντας στη στάνη

κι έφευγε μες τ’ απόβραδο της κορυφής προσήλιο

που στη ματιά αντιφέγγιζε του ταπεινού τσοπάνη.

 

Στο χιόνι απάνω άφησε ο γερο βοσκός τ’ αχνάρια

κι άναψε λάμπα σε φτωχό καλύβι να φωτίζει

λαμπύρισε κι ο ουρανός απόθαμπα άστρα ανάρια

ξερό κεδρό μες τη φωτιά τινάζεται και τρίζει.

 

Μα απόψε αλλιώτικη η βραδιά για τον καλό ειν’ ποιμένα

που’ χει κλεισμένο στην καρδιά της Βηθλεέμ τ’ αστέρι

μαχαίρια ’γίναν του χαμού χρόνια τα προδομένα

απ’ όσα  νιότης η χαρά του είχε πρώτα φέρει.

 

Μόνος ! και φεύγει η σκέψη του! Στην άγια νύχτα πάει

στα ωσαννά  Άγγελος κι αυτός ! Άγγελος φωτοφόρος!

μέσα στην άρρητη χαρά του Θείου σπηλαίου πετάει

όπου γεννήθηκε Θεός ανθρώπων Λυτροφόρος.

 

Είχε αποκοιμηθεί γλυκά σαν βρέφος να ’ν σε μάνα

αόρατη μία μορφή του κράταγε το χέρι

των Χριστουγέννων ορθρινή ακούστηκε  καμπάνα

κι έλαμπε στην Ανατολή της Βηθλεέμ τ’ αστέρι.

Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΝΟΕΜΒΡΗΣ (Β.Α.)

 Ο νιος βοριάς χρωμάτιζε γαλάζιο του ουρανού

με τον Αετό διαβαίναμε τα πέλαγα του νου

τις πολιτείες μια νεφή σκέψη είχε προδώσει

τη μάνα κοίτη ο ποταμός με μπόρα είχε πληγώσει.

 

Στ’ αγνάντια κοκκινόμαλλο ησύχαζε χωριό

ξεπρόβαλε απ’ τα έλατα φάσσας συμπεθεριό

και του Νοέμβρη οι πινελιές το λόγγο είχαν σβήσει

με πορφυρένια χρώματα τον είχαν ζωγραφίσει.

 

Κι η μάνα αετός αετόπουλα και ο αετός πατέρας

χάνονταν στον ορίζοντα της φωτεινής της μέρας

κι ο νιος βοριάς που με σκουτιά χοντρά μας είχε ντύσει

της κλάρας άρχιζε χορό και χαίρονταν η φύση.

 

Γέρο έλατοι απόμαχοι από ψηλά κοιτούσαν

πώς με τα κιτρινόφυλλα τα όργανα κερνούσαν

τα νιόφυτα τα λυγερά που στο χορό χορεύαν

κι ήλιου λαμπές βουνοκορφές ζηλευτικά αγναντεύαν.

 

Κι όλα αυτά ανάμνηση γίναν που πάει να σβήσει

ο Μητροκτόνος άνθρωπος εσταύρωσε τη φύση

για ν’ αναστήσει μια καπνή του παραλόγου πόλη

να’ χει γιορτή τα κλάματα και δάκρυα τη σχόλη.

ΛΕΥΚΟ ΞΩΚΛΗΣΙ (Β.Α.)

Πάλι αναφόρμισε η πληγή του τυχοδιώκτη χρόνου

στο σώμα του νεανικού πρωτάνθιστου Απρίλη

της μνήμης που ’φερε γλυκά αύρας μυστικοφώνου

φωνή μία υγρόδακρη με της  ψυχής τα χείλη.

 

Κι έλεε! Σιωπάτε οι καιροί να ακούσουμε τ’ αηδόνι

που τραγουδούσε κάποτε της νιότης μας τραγούδι

κι απ’ τον πρωτόβγαλτο ανθό που ηλιόδυση θαμπώνει

κόψτε σ’ αγάπη την παλιά δώστε της το λουλούδι.

 

Μ΄ ανθός κι η αγάπη η παλιά ανθός και το λουλούδι

εφήμερα που ντύθηκαν λευκή χαρά του κόσμου

ψεύτικη μια συνέχεια και τ’ αηδονιού τραγούδι

και μια ελπίδα που έβαλε ο Έσπερος εντός μου.

 

Φαίνεται ο κύκλος μοναστή την πόρτα του έχει κλείσει

κι απόδειπνη ετοιμάζεται παράκληση να ψάλλει

το ίδιο μον’ παλιότερο το ταπεινό ξωκλήσι

στη στράτα των ελπίδων μας  απόθαμπα προβάλλει.

ΦΘΙΝΟΠΩΡΙΝΑ ΚΑΡΔΙΟΦΥΛΛΑ (Β.Α.,)

 Σκιά από σύννεφο η ζωή

που αλλάζει σχήματα στις κορυφές των λογισμών.

Το μεσημεριανό αεράκι

μετακινεί  τις προσδοκίες

αναζητώντας μια καινούρια άνοιξη.

Μάταια όμως !

Ένα φθινόπωρο ψεύτης

αφήνει λίγο τελευταίο καλοκαιράκι

στην ύπαρξη που την πληγώνει η ελπίδα.

Σιωπηλά πράσινα ακόμα δέντρα

συμμετέχουν στην απαλή αέναη των κύκλων θλίψη.

Το τελευταίο γεμάτο αυγουστιάτικο φεγγάρι

έφυγε προχθές.

Μαζί του πήρε την αγάπη!

Θα ξανάρθει ποτέ;

θα ξανά διαβεί το ποτάμι του χρόνου;

Τα φεγγάρια θα περνάνε!

Αλλά αυτό θα ξανάρθει;

Ξωπίσω άφησε σπίτια κλειστά!

Μνήμες καρδιές σε λευκούς Σταυρούς χαραγμένες!

Πόρνη πόλη!

Απατηλέ του πλήθους θάνατε!

Θεέ μου! Δημιουργέ μου!

Λένε ότι όσο μεγαλύτερος είναι ο πόνος

τόσο μεγαλύτερη είναι η ευτυχία!

 

Την αντέχουμε όμως;

ΔΑΚΡΥΡΟΟΝ ΥΔΩΡ* (Β.Α.)

Οι τραπεζίτες πουλάνε το νερό

σε λίγο και τα δάκρυά σου θα εμπορεύονται.

Οι συμμορίες του εμπορίου οι ωχρές

που της επαιτείας τους τριγυρίζουν αχυράνθρωποι

έχουν υπερβεί τα όρια του ξεπεσμένου ανθρώπου.

Δεν μπορεί

στο ανθρώπινο το είδος να ανήκουν

τέτοια όντα

του ακαταλόγιστου κνωδαλισμού.

Εσείς ιερείς

που ευλογείτε της ανομίας τους νόμους

εσείς δικαστές

που υπηρετείται τη διαρκή αδικία

εσείς στρατηγοί

που υποτάσεσθε στον απάτριδο απανθρωπισμό

εσείς φιλόσοφοι που μολύνετε τις ιδέες

με τις χρηματιστικά

συμφερόπληκτες τοποθετήσεις σας

εσείς επιστήμονες

που στο μηχάνημα αυτόματης ανάληψης

την επιστημονική σας δεοντολογία ξεπουλάτε

εσείς λαοί που τους δίκαιους αγώνες φοβάστε

αν και το άδικο ορόσημο είναι στη ζωή σας

ως πότε θα αφήνετε τα ευτελή των όντων

να κυβερνάν τη σκέψη σας στη κάθε μέρα

μετατρέποντάς σας περισσότερο πιο σκλάβους.

 

Μέρες της κρίσης έρχονται ανεπίστροφα

έγιναν καθρέφτης οι καιροί

τον εαυτό σας πάνω τους να δείτε

και ανασταίνονται οι εικόνες των ηρώων.

Κι αν άνθρωποι θέλετε να λέγεστε

το τελευταίο ιπποτικό το βήμα αποτολμήστε

που της ελευθερίας είναι το κλειδί

και η ισχύς του αδικημένου ανθρώπου. 

*μπορεί να μεταφραστεί ελεύθερα σε οποιαδήποτε γλώσσα του κόσμου.


ΟΡΓΟΥΕ-ΛΥΚΟΙ 2022 (Β.Α.)

Πίσω από κοιμητήρια ηλεκτρονικά και από οθόνες

κρύβονται οι άνανδροι που μέμφονται οι αιώνες

με φόβο σόκ και δέος και ασφαλτοαίματο εικονισμό

ένα φαυλοκράτη επιχειρούν  ελεγκτικό συντονισμό.

 

Δε φτάνει όμως αυτό και με σύριγγες με βάματα με γάζες

τις πολιτόσκορπες μαντρώνουν σε αστυκέντρα μάζες

που κρύβονται σε τραμ λεωφορεία και μετρό

για να ξεφύγουν από της << προόδου >> το συνολικό χαμό.

 

Κι αστυσκλάβοι ζώα με αριθμούς στα κατεβασμένα αυτιά

αναβοσβήνουν στο ρυθμό που επιβάλει η εικονική νυχτιά

μαντρόσκυλα ευτραφή ζερβά δεξιά τους περιτριγυρίζουν

κι αλλόφυλα ισχνά αδέσποτα στα πεζοδρόμια γυρίζουν.

 

Της γης πέρα απ' την ιστορία  ανιστόρητες είναι οι μέρες

στης λογικής απάνω τις ερημωμένες πια τις ξέρες

που οι κάμερες του τρελωνύμου επιστητού τις καταγράφουν

κι όσοι εναπομείμαντες σκεπτόμενοι καθέτως γράφουν.

ΧΑΛΚΗΣ* ΠΑΣΧΑ (Β.Α.)

Ανάβει απόψε  Αποσπερίτης λαμπερός

το αχνόθαμπο της Ιερής της Χάλκης το καντήλι

κι ο Άρχων Μιχαήλ ο στρατηγός

στων μυστηρίων φωταυγεί τη φλόγα απ’ το φιτίλι.

 

Κι από τους τάφους πίσω του ιερού μ’ αγγελικά φτερά

παλιοί καθηγητές Ιεροδιδάσκαλοι ξυπνάνε

ίσκιοι που μπαίνουνε στην εκκλησία με τάξη με σειρά

και στ’αναλόγιο τη Νύμφια των Παθών ακολουθία αρχινάνε.

 

Στέκονται στα στασίδια των Αγγέλων οι χοροί

τάγματα μαθητών προαπελθόντων

και όσοι οι Μεγαλοβδόμαδοι του πάλαι οι Σταυροί

τόσες κι οι χώρες νυν των εν Κυρίω ζώντων.

 

Κι αρχίζει εν τω μέσω της νυχτός

Νυμφίου η έλευση του Εσταυρωμένου

μωρές παρθένες θλιμμένες στέκονται εκτός

σχοινί ανεμίζει παρακεί του κρεμασμένου.

 

Και << η ζωή εν Τάφω >> αντηχεί

σε έαρος το μυρωμένο τον ψυχόδακρυ αέρα

ένα αλεκτόρι φαναριώτικο ορθρινά λαλεί

καλώντας για μετάνοια της άρνησης τη μέρα.

 

Κι η Χάλκη Σταυρωμένη Παναγιά

τη λάμπρυνση λαών πώς την προσμένει

σε ένα << Δεύτε λάβετε το φως >> σαν μισμαγιά*

σε μια Αναστάσεως ημέρα ευλογημένη.

 

Άγγελος  στον Πασχαλισμό την οδηγεί

με μυστική μια προσευχή Αθωνισμένη

κι εύχεται να ξανατρέξει των Αγγέλων νάμα η πηγή

να αναβλύσει πάλι η Ζωοδόχος  η πηγή η αγιασμένη.

                                                                   

Xάλκη*= Βυζαντινό νησί των πριγκηπονήσων

Μισμαγιά*= κατάστιχο

ΤΟΥ ΑΠΡΙΛΗ ΜΥΣΤΙΚΟ (Β.Α)

 Τ’  Απρίλη σμίγει η ψυχή με τ’ ουρανού τα φρύδια

που απόψε αργά γυρίζουνε σε γάλανο ουρανό

πάνω από πολυχρώματα των οριζόντων φίδια

που γέννησε το γέρικο της φύσης δειλινό.

 

Και μια γρια τρελούτσικη μονολογάει παρέκει

τραγούδι  βρυσοτράγουδο  χυμένο στον καιρό

αγράμπελη για σκέπη της μες στα μαλλιά της στέκει

στον κόρφο της δυο σπούργιτα στήσανε το χορό.

 

Κι από την κάτω ποταμιά απόηχο αφήνει

καμπάνα γέρος που χτυπάει του χρόνου ζαραλής

βέλασμα ένα μοναχό στα λόγγα μέσα σβήνει

κι ένα άλλο από φτωχικό απόμακρης αυλής.

 

Κι ύστερα οι ήχοι χάνονται μες του Κυρίου τα Πάθη

τ’ αηδόνι την Ανάσταση Κυρίου διαλαλεί

κόβονται οι λίγες φωταυγές με του Έσπερου τη σπάθη

βαθύτατο ένα μυστικό κοντά του με καλεί.         

ΥΔΑΤΟΓΡΑΦΗΜΑ (Β.Α.)

Στην κλεψύδρα του σάρκας

αλλάζει πορεία ο χρόνος.

Μακρινές περιπλανήσεις περιμένουν

της ηδονής τον τυχοδιώκτη.

Η ανάσταση της εκσπεράτωσης

προυποθέτει το δικό σου γρήγορο θάνατο.

Ένα αμείλικτο κατηγορώ χρονοδιαστατεί

σφυροκοπώντας τα κενά των συμπάντων.

Τα απορριματοφόρα της μαγνητικής επαιτείας

μεταφέρουν τα τελευταία σκιρτήματα

στις χωματερές των λερομένων σεντονιών.

Η βροχή προσπαθεί να ξεπλύνει

τις σταγόνες της καθαρής νοητής σκέψης.

Ο ήχος της επακόλουθης σιωπής

ετοιμάζει τη μεγάλη μετάνοια.

Στο καζάνι της συνείδησης

κοχλάζουν τα συνήθη κολασμένα συναισθήματα.

Τουλάχιστον το κρυφό δείπνο

είχε μια κάποια συνουσία.

 

Στη σκάλα της επιστροφής

βαριά πόδια βηματίζουν στην ανηφοριά.

Το χέρι γραπώνει ένα πένθιμο πόμολο.

Ένα ζεστό πιάτο αχνίζει

με ουδέτερη σημασία στο τραπέζι.

Συντροφικό ένα χαμόγελο προσμονής

και ένα χάδι από μια αθώα παιδική ψυχή

σαρώνουν τη θραυσμένη ύπαρξη

με τη σκούπα της αγνότητας.

 

Η μυστική 

ανερμήνευτη 

για έλλογο ον αυταρέσκεια

ολοκληρώθηκε.

Η Βαβυλώνα

καθρεφτίζεται πάνω στα μεγάλα πηγάδια

της σπηλαιογονίας των ενστίκτων

που δεν έχουν τέλος

προσθέτοντας κάτι στον απύθμενο χαμό

της αυτόχειρης ανθρώπινης ιδιοφθοράς.

ΤΟΥ ΑΠΡΙΛΗ ΜΥΣΤΙΚΟ (Β.Α.)

Τ’  Απρίλη σμίγει η ψυχή με τ’ ουρανού τα φρύδια
που απόψε αργά γυρίζουνε σε γάλανο ουρανό
πάνω από πολυχρώματα των οριζόντων φίδια
νιογέννητα  στο γέρικο της φύσης δειλινό.

Και μια γρια τρελούτσικη μονολογάει παρέκει
τραγούδι  βρυσοτράγουδο  χυμένο στον καιρό
αγράμπελη για σκέπη της μες στα μαλλιά της στέκει
στον κόρφο της δυο σπούργιτα στήσανε το χορό.

Κι από την κάτω ποταμιά απόηχο αφήνει
καμπάνα γέρος που χτυπάει του χρόνου ζαραλής
βέλασμα ένα μοναχό στα λόγγα μέσα σβήνει
κι ένα άλλο από φτωχικό απόμακρης αυλής.

Κι ύστερα οι ήχοι χάνονται μες του Κυρίου τα Πάθη
τ’ αηδόνι την Ανάσταση Κυρίου διαλαλεί
κόβονται οι λίγες φωταυγές με του Έσπερου τη σπάθη
αρχαίο ένα μυστικό κοντά του με καλεί. 

ΦΥΛΛΟΡΡΟΟΝ ΗΜΑΡ (Β.Α.)

Χινοπωριά.
Μολυβδωτή σκέπασε η αντάρα
γυμνή απόκρημνη κορφή ψηλά στον ουρανό
μουντόχρωμη στη δίψα της η παλιακιά η σάρα
σκούρα τα φύσης χρώματα στο αρχαίο το βουνό.
Και κάτω
απ’ τη νεφελή
της ερημιάς ομπρέλα
βελάνι σ’ όχτο κύλισε δίπλα στο κολχικό*
ανάδεψε μία μικρή του λόγγου κουκουμέλα*
κι ένα άλλο νεοφύτεμα σπάνιο εποχικό.
(Η στάλα πάνω ιρίδισε στης πέτρας την ψυχή
κι άφησε χίλια χρώματα σε ηλιαχτίδας μάτι
κι ύστερα σ’ ένα ράγισμα
σε πέτρας αμυχή
κύλησε πάνω σε πετρό καινούριο ένα κομμάτι.)
Κι οι φυλλωσιές που φόρεσαν χρώματα γιορτινά
τα ρόζ τα μπλέ τα κίτρινα πορτοκαλιά και τ’ άλλα
σκαρφαλωμένες
πέφτουνε αέρινα απαλά
από καιρού το διώξιμο απ’ τ’ ουρανού τη σκάλα
στη νοτισμένη κάτω γη σε φθινοπώρου σάλα.
Μόνο η βοή του ποταμού στην πατωσιά σου κράζει
<<Καλό χειμώνα>>
και κυλάει κατά τα χειμαδιά
με κείνη την αργόσυρτη στο πρωτοβρόχι βιάση
ντυμένος με την καφετιά του άγριου την προβιά
που του ’βαψαν νεροσυρμές λαγκάδια καταιγίδες
στούρνες* που κάτω κύλησε το άγριο γιδερό
μέσα στα αστραπόβροντα και σε φωτιάς αχτίδες
κι άλλαξε χρώμα ο ποταμός και χρώμα το νερό.
Τα σπίτια έρμα !
Η εκκλησιά
στη θλίψη της κλεισμένη
μια μυστική στον κόρφο της ψελλίζει προσευχή
και το σχολείο ερείπιο με την καρδιά σπασμένη
σε μια γρια δίπλα καρυά
αργά ψυχοραγεί.
Ψευτορωμαίικο
παλιά λένε πως είχε γίνει
κι έταζε για την αρχή λαγούς με πετραχήλια
μα η καρδιά ενός λαού έτσι άρχισε να σβήνει
κι απόμειναν τα υστερνά τα γκρέντζελα* σταφύλια.
Κι αυτά ως πότε
κλίματα τα νια ποιος θα φυτέψει
και ποιος καμπάνα της ψυχής στα χρόνια θα χτυπήσει
στην κούνια νεογέννητο ποια μάννα θα χαϊδέψει
το λόγο το γεροντικό ξωπίσω ποιος θ’ αφήσει.
Άλαλα χρόνια
μπάλαλα
μούτα* που βαριακούνε
και χαραμάδες ψάχνουνε σ’ απάνθρωπα στερνά
σαν όχεντρες εκπτωτικές μες σε σχισμές να μπούνε
και να κρυφτούνε
σε σαθρά του χρόνου τα φερνά.
Ξυπνάτε
σκλάβοι και αστοί
Ξυπνάτε οι αστυσκλάβοι
βάλτε το νου στα χέρια σας τον ήλιο στην καρδιά
πριν του θανάτου
οι τάριχοι της γυάλας οι εργολάβοι
σας στείλουν στην αγύριστη τη σκοτεινή βραδιά.
Και βγάτε ν’ αγναντέψετε γεφύρια καμαρούλες
αετόφτερα και νέφελα ψηλά στον ουρανό
βράχια πετρά πλαγιές ριχτές κι απόκρυφες βρυσούλες
το θαυμαστό που αφήσατε ξωπίσω σας βουνό.
Κι υμνήστε με τον έσπερο επιστροφής το θάμα
κι υμνήστε με αυγερινό τον έναστρο ουρανό
επιστροφής σωτήριο της γενεάς το τάμα
στο αγαπημένο της ψυχής και της καρδιά βουνό.
             
κολχικό*- λουλούδι φθινοπωρινό
κουκουμέλα*- μανιτάρι
γκρέντζελα*- κλίματα αναριχώμενα
στούρνες*- πέτρες
μούτα* άλαλα

ΖΙΓΚΟΥΡΑΤ (Β.Α.)

κι οι ψευτοήλιοι μες στις λάσπες των αβύσσων σβήνονται.
όπου οι δόξες σκόνη γίνονται
στην άχρονη τη διαρκή την επανάσταση
Προσμένοντας ακόμα τη νέα ανάσταση

γράψαμε το "αγαπάτε  αμάχαιρα αλλήλους"
και με τεχνόγυφτων θεομπαιχτών τους κραματ-ύλους
με του χαμού τα απλά επιχειρήματα
Με ρήτορα και λάκωνα τα ρήματα

που οι τελευταίες μαρμαρώσαν οι ελπίδες μας.
στις αλησμόνητες τις ψυχικές πατρίδες μας
λιγόλογο σαν ένα τηλεγράφημα
Να στείλουμε δακρύβρεχτο ένα γράφημα

για να φανεί απ’ το μεγάλο δρόμο.
το γέρο περιμένοντας τον ταχυδρόμο
και σαλιωμένα με τη σκέψη ιδεόσημα
Κολλήσαμε απάνω στους χαρτόχρονους καιρόσημα

ΔΙΑΒΑΖΕΤΑΙ ΑΠΟ ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΑΡΧΗ

ΑΠΟΔΗΜΟΙ ΕΑΥΤΩΝ (Β.Α.)

Γυμνά  κλαριά
κρυοπλαγιές
ντυμένες στις ομίχλες
όπου γιρλάντες τις φορούν
ποδόγυρους τις βάζουν
σαν σκόρπιες και αργόσυρτες τα λάγκαδα ανεβαίνουν
ψηλά να φτάσουν
τις λευκές κορφές να κατακτήσουν
ψηλές και φεγγαρόφωτες και κορφοανταριασμένες.
Μες τον καθάριο φωτεινό τον καθαρόχρυσο ήλιο
που κάνει χιόνι ολόασπρο λευκότερο ακόμα
δώρο του γέροντα Αντριά*
στη γέννα του Χριστού μας
και στράτα για το έλκυθρο καλόκαρδου Αϊ Βασίλη.

Κι όλα μιλάν μες τη σιωπή την παραπονεμένη
ξερολιθιά και χωραφιές
σχολειά και εκκλησούλες
και σπίτια έρμα
σφαλιστά
που δε θ’ ανοίξουν φέτος
παππάς να διάβει να ευχηθεί και να ξεπαγανίσει
με του Σταυρού το νήστεμα
Φωτών τα ουρανοίξια.

Απόρφανος
και πάντερμος απόμεινε ο τόπος
σαν τα ζερβά
που συντροφιά το γυαλοπάι* έχουν
κι  αητό λεβέντη των βουνών 
νυχοκρουσταλιασμένο
και μία θλίψη εκστατική
στ’ αγνάντεμα αφήνουν
στης χειμωνιάτικης καρδιάς την νεφελή εσπέρα.

Γενεές διαβήκαν
από δω
μέρες περάσαν χρόνια
σε τούτα τίμια τα φτωχά του χρόνου τα καγκέλια.
Με τ’ άστρα της ανατολής
μ’ αστερισμούς της δύσης
φεγγάρια καλώς ώρισαν
τους ήλιους χαιρετίσαν
την ταπεινή της Βηθλεέμ θυμιάτισαν ψυχή τους
σ’  ένα απέριττο λιτό  παλιό εικονοστάσι
λευκές πατώντας χειμωνιές
σε μάγων πάνω αχνάρια.

Με γέρικο καματερό τον τόπο τους οργώσαν
κακοχρονιά σαν τύχαινε
και σκούρτισμα* πολέμου
του χάροντα οι θερισμοί
των δυο λοιιμών οι γέννες.

Κι αντριωμένοι έζησαν κι ακρίτες
προσδιαβήκαν
φύλακες
άγιων αξιών της ιερής πατρίδας.

Μα άπληστο το ανθρώπινο
και φιλαργυροφίλο
και τ’ αργυρίου η τιμή ανέντιμο το κάνει
όπου σεβάσμια πατεί
ιερά τα βεβηλώνει
για της υπερηφάνειας την ματαιοδοξία

που ’στειλε τους απόγονους
σε πόλης καλντερίμι
να τριγυρίζουν
στα χλωμά τα βουερά σοκάκια
αιχμάλωτοι της σκέψης τους
πολιτισμού τα θύμα
ως να χαθούν
να ξεχαστούν
αγάλια για να σβήσουν
μες σε τσιμέντα ανάνθιστα
και σε μουντά μπαλκόνια
δίχως ποτέ να ξαναδούν της γέννας τους τον τόπο
των λωτοφάγων πια οι γιοί
της Χάρυβδης οι κόρες

Αντριάς*       =  Δεκέμβριος
Γυαλοπάι*    = Ανήλιος παγετός
Σκούρτισμα* = Λαχνός, κλήρωση

ΠΟΙΜΕΝΙΚΟ ΤΑΞΙΔΙ (Β.Α.)


Δέσαμε το μουλάρι μας
απ’ των αιώνων τα τραχιά ριζά
κάτω από αρχαίο χρόνο κοιμηθήκαμε
με τον παλιό τοξότη
σε δασό ανταμωθήκαμε
κι απ’ τις γεροντικές τις αντηλιές
το μονοπάτι πήραμε και κατεβήκαμε
ως τις παλιές φτελιές.
Χνάρι το χνάρι απάνω σκαρφαλώσαμε
μέχρι του λύκου τη φωλιά
σ’ απόμερη απόκρυφη μικρή σπηλιά
προγγίξαμε
μικρά αγριοπερίστερα
και ύστερα
ήπιαμε αυγές και δειλινά
στ’ αγαπημένα της ψυχής μας τα βουνά
φύσης τον πόθο λίγο να δροσίσουμε
τον αναμμένο
μέσα στο κατακαλόκαιρο
με το νεράκι της κρυόβρυσης στο πλώχερο
ντυμένο με νυχτιάς τα γνέματα
μες σε δασιά ισκιά πλατανορέματα
κι αλλού γεμάτο αστράκια
και απάνεμο τον πίναμε
όταν την πρωινή σελήνη σβήναμε
στο λυκαυγές της νέας μέρας
που ’φερνε  ο ακτινόφωτος αέρας
μαζί με το πρωτόλαλο πουλί
από του λόγγου την αυλή
κι απ’ της πλαγιάς τα άγια κυπροκούδουνα.
Κι αλοχωρίτικα και τ’ άλλα κούδουνα
μια νέα δημιουργούσαν συμφωνία.

Στις φυλλωσιές με τα κρυμμένα αηδονίσματα
πο’ πάνω στήσαμε εικονίσματα
τελώνιο του λάγκαδου
να μην το συντυχαίνουμε
σαν στρατοκόποι αλλαχού πηγαίνουμε
λεφτοκαρυές γκορτσιές κοιτάζοντας
και ποταμιές χωριά κι αυλάκια στάζοντας
σαν οδοιπόροι ανταμώναμε
κι όταν νυχτώναμε
πόσες μορφές τα θάμνα παίρνανε
κι οι κλάρες
από  τα κεδρά από πούρναρα από έλατα
που γέρνανε
σ’ ορίζοντες τους μυθικούς και μαγεμένους
και με τη δύναμη
της μυθοπλάστρας  της φυλής ιστορημένους.

Κι ακόμα το ταξίδι συνεχίζουμε
στης ιερής εκείνης της απλότητας ελπίζουμε
το αρχινισμένο το ταξίδι να τελειώσει.
Κι ύστερα μούλα νια να σαμαρώσουμε
σε νέο αιώνα
και την πραμάτια την καινούρια
να φορτώσουμε
για άλλες κορφές
για άλλες στρούγγες
άλλες ρούγες
εκεί ν’ αρμέξουμε
τα κάλυβα να κτίσουμε
με τ’ άστρι  το πρωινό να τα σκεπάσουμε
στου χρόνου μες στις στάνες
όλο να γυρίζουμε
με των βουνίσιων σταυραετών
τις τιμημένες
τις αθάνατες φτερούγες.

Αναγνώστες

ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ

ekpoiisi@yahoo.gr

ποίηση στην εποχή της εκποίησης

ποίηση στην εποχή της εκποίησης