η ποίηση στην εποχή της

ΠΑΡΑΛΗΡΗΜΑ ΕΝΟΣ ΑΝΕΡΓΟΥ
χειμώνα-καλοκαίρι οι τοίχοι μούσκεμα
τα ρούχα οι καρέκλες μούσκεμα
η πλατεία τα μαγαζιά τα φώτα
οι δρόμοι μούσκεμα
σαλιγκάρια σέρνονται στο νιπτήρα
σαλιγκάρια μπαίνουν το βράδι στα παπούτσια μας
δεν μπορούμε άλλο
τρίζουν οι αρθρώσεις μας
σκεβρώσαμε
στοίβα μαζευτήκαν τ’άπλυτα ρούχα
δουλιά δεν έχει δουλιά
τί θα γίνει
φεύγει η ζωή μας
κάτι πρέπει να σκαρφιστούμε
όχι λαχεία προπό κανα ιππόδρομο
όχι τέτοια
πρέπει να προλάβουμε
θέλει γερό ντού
θέλει ξεσηκωμό
αναποδογύρισμα το γραφείο και τις καρέκλες
στριγγλιές απο τις κότες
να τρέχουν
οι φλώροι με τα σώβρακα στη φλεγόμενη Πανεπιστημίου.
Τύχη, πού μ’ έριξες
σαν φύλλο γκρίζος να σαπίζω
το πλαστικό φορώντας,τον καπνό
καταπίνοντας;
Εδώ θα σωριαστούν τα πάντα με πάταγο
και θ’ανεβεί
σκόνη πυκνή και τρόμος.
Τα χρόνια γύρω μου πεσμένα μπρούμητα.
Περνώ.
Βελάζουν οι εφημερίδες.
Λαός ευνούχος που τραυλίζει.
Ο μέγας
νταβατζής ευλογεί.
Κοπάδια υπουργών υπαλλήλων
αλαφιασμένα
στη Βουλή στην TV στα μπαλκόνια.
Οι κουδούνες αχούν στο λαιμό τους.
Θα μπώ να σπάσω κόκκαλα να σπάσω
το κρύσταλλο της αδιαφορίας.Στα γυαλιά
θα βάλω να χορέψει ξυπόλητος
ο μέγας χορογράφος της απάτης
της στρούγκας κλειδοκράτορας
ο άρχων
κυματιστής της πλαστικής σημαίας.
Βουβάσου πλήθος μόρτηδων αργών λιμοκοντόρων.
Θ’ακούσεις τη φωνή την καθαρή
το τίμιο σφυρί στην καμπάνα.
Ερχεται η ώρα
σιμώνουν τα βήματα αργά
στη άσφαλτο γδούπος.
Θα καρφωθεί του πανικού η σφήνα
στα μάτια των νηφάλιων.
Τότε
δε θά’χει δρόμο
για διαπραγματεύσεις
δεν θα μου κατεβάσεις στοιχεία κι αριθμούς
με ράδια και τηλεοράσεις
δεν θα με ρίξεις.
Αν το βαστάς
θα βγάλεις το σακκάκι σου
και θά’ρθεις
σαν άντρες να χτυπηθούμε.
ΟΙ ΕΚΒΙΑΣΤΕΣ
Τότε τίναξαν όλες τις ήττες απο πάνω τους
τσαλαπάτησαν τα χρόνια που σέρνονταν χωρίς γεγονότα
είπαν: αυτό δεν είναι ζωή
και κατέβασαν τους διακόπτες.
Η πόλη παρέλυσε απο διαδηλώσεις.
Πήγαν και βρήκαν αυτούς που δεν ήταν σίγουροι
τους άλλους που βούλιαζαν απο καιρό στ’απόνερα του σπιτιού τους.
Οι νεότεροι δεν ήθελαν και πολλές εξηγήσεις.
Συμφώνησαν οτι πρέπει να γίνουν πλέον εκβιαστές.
Ν’αρχίσουν να θέτουν όρους.
Δεν θέλω μέλλον και ναρκωτικές ελπίδες
τώρα
να σκάσουν τώρα οι μπόμπες στα κρανία
η γλυκιά
μάνα φωτιά να καταφάει τα κουρέλια τον
φυματικόν αέρα τα γυαλιστερά
αυτοκίνητα
τώρα
το φοβερό νερό να παρασύρει
τούτη τη χώρα προς τη θάλασσα.
Λαμπιόνια αναβοσβήνουν πλήκτρα
ακούγονται
οι έφηβες λέξεις μαραθήκαν
απο τα στόματα των ανθρώπων
βγαίνουνε μόνο κέρματα φυσαλίδες αριθμοί.
Δωμάτια διάδρομοι πάλι δωμάτια γραφεία
φως που μυρίζει φορμόλη.
Χόρτασα λόγια κι άλλα λόγια
συσκέψεις εισηγήσεις αυτοκριτικές
οι μεγάλοι ηγέτες που σήμερα χειροκροτούμε κι αύριο θ’αναθεματίζουμε χόρτασα.
Θέλω να δω την πτώση των μεγάλων κρατών
ισοπεδωμένα τα γιγάντια εργοστάσια όπλων.
Ωρα μεγάλη που θα
μουδιάσει το χαμόγελο στα χείλη των εμπόρων
θα φανούν οι σκελετοί των μεγάλων σπιτιών οι πισίνες
θα ξεραθούν
οι δρόμοι πάλι θα γεμίσουν σιωπηλούς
εκατομμύρια σιωπηλούς
σαν έκρηξη.
Πόλεμος,
ναι Σκοτεινέ
πατήρ πάντων πόλεμος.
Αναγνώστες
ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ
ποίηση στην εποχή της εκποίησης
