η ποίηση στην εποχή της

η ποίηση στην εποχή της
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Διαμαντοπούλου Ελισάβετ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Διαμαντοπούλου Ελισάβετ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

ΜΑΣΚΕΣ

Μικρό το μονοπάτι σου ζωή.
Στενό κι ανήμερο θεριό ο πόνος.
Μας πόνεσε τα πόδια και τα γόνατα
και της ψυχής τα βάθη.
Και μείναμε σκυφτοί και νικημένοι,
για αλήθεια μιλώντας στη μοναξιά μας.

Κι η μοναξιά αγρίμι ,πηγάδι βαθύ.
Κεντρίζει κι αφρίζει στα μάτια με τρόμο ,
στα μάτια μ ’οργή…
Κι εσύ αναρωτιέσαι γιατί
και μάσκες πετάς  βδελυρές.
Αναρωτιέσαι γιατί μάσκες σου βάλανε
να ζεις  το παρόν σαν ντροπή,
με ντροπή και φόβο.

ΑΠΟΦΑΣΗ

Όταν τόσο κατάφωρα το δίκαιο πατιέται,
όταν τόσο κατάφωρα χτυπιέται η ζωή,
αιχμάλωτος πώς στέκεσαι στο φόβο, στην οργή;

Ενοχικός κι αδύναμος συνήθισες να τρέμεις,
να φοβάσαι, να γονατίζεις και να υποχωρείς.
Έτσι ο φόβος σ ’εκφυλίζει και  σκλάβο σε βαφτίζει.

Χρόνια αγόραζες το παραμύθι τους.
Χρόνια σου βάλανε θηλιά, που τώρα σφίγγει.
Ξέρανε καλά να μαδάνε την ελπίδα σιγά-σιγά και σταθερά.
Χωρίς ελπίδα η ζωή διόλου δεν προχωρά…

Τώρα σου πρέπει απόφαση, που τη ζωή αψηφά,
που ξεπερνά συμβάσεις κι οπτικές του χθες
και κάνει απόφαση ζωής τη λευτεριά.
Αρκεί μόνο τη φωτεινή γραμμή του ήλιου
πού ’χεις μέσα σου να ’βρεις,
αυτή που σε ενώνει με τους άλλους.
Τότε θα ανταμώσεις στο φως την ελπίδα.

Κι όταν μέσα σου επισυμβεί το θαύμα,

τότε όλα τ’ αδύνατα, θα γίνουν δυνατά.

ΑΠΟΦΑΣΗ

Όταν τόσο κατάφωρα το δίκαιο πατιέται,
όταν τόσο κατάφωρα χτυπιέται η ζωή,
αιχμάλωτος πώς στέκεσαι στο φόβο, στην οργή;

Ενοχικός κι αδύναμος συνήθισες να τρέμεις,
να φοβάσαι, να γονατίζεις και να υποχωρείς.
Έτσι ο φόβος σ’εκφυλίζει και  σκλάβο σε βαφτίζει.

Χρόνια αγόραζες το παραμύθι τους.
Χρόνια σου βάλανε θηλιά ,που τώρα σφίγγει.
Ξέρανε καλά να μαδάνε την ελπίδα σιγά-σιγά και σταθερά.
Χωρίς ελπίδα η ζωή διόλου δεν προχωρά…

Τώρα σου πρέπει απόφαση, που τη ζωή αψηφά,
που ξεπερνά συμβάσεις κι οπτικές του χθες
και κάνει απόφαση ζωής τη λευτεριά.
Αρκεί μόνο τη φωτεινή γραμμή του ήλιου
πού ’χεις μέσα σου να ’βρεις,
αυτή που σε ενώνει με τους άλλους.
Τότε θα ανταμώσεις στο φως την ελπίδα.

Κι όταν μέσα σου επισυμβεί το θαύμα,
τότε όλα τ’ αδύνατα, θα γίνουν δυνατά.

Η ΜΕΓΑΛΗ ΩΡΑ

Σε ξεχασμένες διαδρομές τα όνειρά μας…
Στα σκλαβοπάζαρα του κόσμου τα παιδιά μας…
Πόση ασχήμια και σκοτάδι γέμισε η ζωή!
Μας στοίχειωσαν μαύρα φαντάσματα
 δουλείας  το δρόμο της ζωής,
που ‘ναι  ο δρόμος των θελήσεων τ’ ανθρώπου.

Ανήλεη ανάγκη, που καις-σφυρί καυτό-
τη θέληση και τη ματώνεις !
Ανήλεη δολιότητα του κούφιου ανθρώπου!
Τι γυρεύατε λάθη ξένα να φράξετε το δρόμο;

Ξανά ζητούν καρδιές ,ζωές να εισπράξουν…

 Ζωή  δεν παραδίδουμε σε άπονων τα χέρια.
Ζωή δεν παραδίδουμε σ’ ανθρώπων την οργή.
Τώρα είναι η ώρα του ανυπότακτου,
του ανυπόκριτου του λόγου…  Αυτόν  υπηρετούμε,
καθώς ήρθε η ώρα να αλλάξουμε τον κόσμο
με απόφαση κι υπομονή, με πάθος και με γνώση.

Τώρα  είν’ η ώρα του λαού,  είν’ η μεγάλη  ώρα.


Ζωή που μας  στερήσανε…  παίρνουμε πίσω τώρα. 

ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΕΣ ΠΡΑΞΕΙΣ

Δεν έχω πια τι να σου πω ,να σε παρηγορήσω.
Τα λόγια σε κουράσανε κι οι παρηγόριες κι οι ψευτιές
 και θέλεις τώρα πράξεις, με συνέπεια και συνέχεια…
Μα συ τι κάνεις; Κάνεις έστω το ελάχιστο;
Τι το καλό έχεις για να κομίσεις στον αγώνα;

Πολύ το νου σου σκότισαν παράλυτες ψυχές
και ψάχνεις για τη λύση σ’ άγονες διαδρομές …
Ξαστόχησες στο δρόμο και πίστεψες στ’ αλήθεια
 πως  είναι σύνθετο και άλυτο το πρόβλημα-ίδιο με γόρδιο δεσμό.

Όλα τα σύνθετα  γίνοντ’  απλά και με απλά μαθηματικά,
με πράξεις βέβαιες και λογικές. Αυτοί καιρό κάνουν διαίρεση,
απλά και βολικά. Λαό τον κομματιάζουν.
Ταυτόχρονα κι αφαίρεση, αρπάζουν και ρημάζουν.
 Τον δέρνουν και τον σφάζουν… περήφανο λαό.
 Σ’ εγκλώβισαν σ’ αυτές τις πράξεις  
και σε εθίσανε σ’ αυτές τις άλογές τους  λογικές…
 Και πίστεψες πως άλλες πράξεις δεν  είναι εφικτές.

Κι  όμως  η πρόσθεση είναι η πρώτη κι η πιο απλή η πράξη,
 που εύκολα την έμαθες παιδί, κι είναι καιρός που ξέχασες,
μπλεγμένος στη διαίρεση και την πολλή αφαίρεση…
Και τώρα θόλωσαν τη σκέψη «κύμβαλα αλαλάζοντα»
 με άδειες πλέον λέξεις , να μη θυμάσαι τ’ απλά, τ’ αυτονόητα,
που λαούς δυναμώνουν και στήνουνε ορθούς.
 Πρόσθεση, όταν κάνεις, μ’ άλλους πολλούς μαζί ,
τότε πολλαπλασιάζεις σε λίγο την ορμή,
για τα μεγάλα και πολλά ,που είναι πια μπροστά.
 Κι η  πράξη που ακολουθεί μαζί, τα κάνει θαυμαστά.…

Ένα απλό κουβάρι είναι  λοιπόν το πρόβλημα
 και κρύβουνε την άκρη του δολίως κι αυθαιρέτως ,
γι’ αυτό αφηρημένος την έχασες κι εσύ…
 Κι έγινε ένα κουβάρι ο νους σου κι η ψυχή.

Γρήγορα πια το νήμα απλώνει και γίνεται αλυσίδα,
άρρηκτα  συνδεμένη, όσο  η ψυχή απλώνει …χέρι στο διπλανό.
 Και λευτερώνεται … Κι ο νους πλαταίνει…
Και τέτοια ανθρώπινη αλυσίδα λαού ενωμένου,
ούτε που το φαντάζεσαι σε ποια πράξη περνά!

Ψάξε το λόγο π’ απαντά μόνο σε τέτοιες πράξεις
καθώς είναι μπροστά σου .Είν’ η αλήθεια που βοά
 καιρό πια τώρα, μα δεν την καταδέχεσαι…
Εθίστηκες πολύ μες στην καχυποψία και μες στην απραξία,
μα η φωνή αυτή σ’ αγώνα σε καλεί… πράξη λυτρωτική.
 Αν εσύ δεν  αντέχεις τούτη την παιδωμή, σ’ αξίζουνε πια τότε
«οι από μηχανής θεοί», που άλλοι ορίζουνε για σε …
να οδηγούνε τη ζωή στην  άβυσσο…

Δική σου είν’ η απόφαση, στα χέρια σου η ζωή, που την ακολουθεί…
 Μα κι ο καθείς μας μια πατρίδα είναι, που θέλει να σωθεί,
 με μία μόνο λύση να είναι εφικτή, παλλαϊκή ενότητα…

ΛΕΞΕΙΣ ΙΑΜΑΤΑ

Άχθος βαρύ ο στεναγμός κι η πίκρα κι η ορφάνια.
Πνίγει ο κόμπος το λαιμό απ’ τ’ αναφιλητό.
Δεν έχω τρόπο να παλέψω τούτη τη μαύρη κατοχή.
Ο λόγος καταφύγιο κι η ποίηση ακριβή.

Ψάχνω στα δίχτυα του μυαλού τις λέξεις να ξορκίσω,
κείνες που φέραν’ το κακό,
μα ετούτες στανικώς έρχονται και ξανάρχονται,
φαντάσματα του τρόμου μες τη σκέψη,
βαραίνουν τη συνείδηση…
Λέξεις  στενές ,συμβατικές  και άνευρες,
λειψές νοήματος … στέκουν  έωλες.
Φορές  τ’ αντίθετό τους καθρεφτίζουν.
Μπερδεύονται, ξεστρατίζουν σ’ αλλιώτικους,
ατέρμονους συσχετισμούς.«Μυρίζουν» προδοσία.
Ζητάνε τ ’όνομά τους, τις σημασίες που χάσανε.
Κρατώ αυτές που γερεύουν το πνεύμα,
που αρρώστησε από έλλειψη νοήματος…
Μα είναι άβυσσος ετούτο το σκοτάδι και περίσσιο…
Κρατώ κι αυτές που ξεγυμνώνουνε το ψέμα…
Κρατώ κυρίως  αυτές  που βγάζουν απ’ τα στεγανά
του νου του γερασμένου τη φλόγα της καρδιάς.

Απ’ την καρδιά  βγαίν’ η φωτιά ,που θεώνει τις λέξεις
και το νου… και  γράφει ιστορία.
Ψάχνω κι εκείνες που ξεχάστηκαν.
Ψάχνω απαρχής τις σημασίες.
Θέλω το νόημά τους να αναβαπτίσω
με δύναμη αθάνατη, δύναμη της ψυχής.

Θέλω να βρω λέξεις ιάματα και ως ιεροφάντης
να φανερώσω και να γιατρέψω πληγωμένους πόθους.
Πάθη και λάθη  με λόγια μαγικά να τα εξευμενίσω.
Θέλω  να σαγηνέψω τη σκέψη με λέξεις,
και με σύμβολα, και μύθους ζωντανούς.
Έτσι με πίστη και επιμονή θαυμαστά νοήματα
να σταλάξω στο λίκνο του μυαλού,
ν’ αποσοβήσω το κακό που ενέσκηψε ως αντάρα.

Λέξεις  αρχίζουν να σαλεύουν σ’ ιεροτελεστία μαγική.
Τη σκέψη οδηγούν σε αντίστροφη πορεία.
Στέλνουν καινοφανή μηνύματα .
Γράφουνε απ’ αρχής την ιστορία.
Συνθέτουν άλλη, λυτρωτική συνειδητότητα,
κι άλλη πραγματικότητα, θαυμαστή και καινούρια.
Θεμελιώνουν γκρεμισμένα οράματα.
Τα στήνουν θαλερά στη θέαση του κόσμου,
ώσπου ο ουρανός να ανοιχτεί σ’ άγνωρα μονοπάτια.
Ώσπου το αναπόφευκτο της επερχόμενης ανάσταση
να γίνει πανηγύρι… και μελωδία χαράς ονειρικής.


Αναγνώστες

ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ

ekpoiisi@yahoo.gr

ποίηση στην εποχή της εκποίησης

ποίηση στην εποχή της εκποίησης