η ποίηση στην εποχή της

Ο μωβ άνθρωπος
Θα υπάρχεις όταν έχω αδειάσει;
Μη μου μιλάς για τα ποτάμια.
η πρώτη και τελευταία λέξη
αυτή η λέξη
παλιός χορός
Η μυθολογία του σκοταδιού
Καμιά μολυβιά δεν απομένει στο μπλε τετράδιο.
Θέλω να βάλω τις λέξεις σε σειρά
Είμαστε κάτι πανάρχαιες αγχόνες,
οι θηλιές μας σφιχτοπλεγμένες
Σε βλέπω από μακριά,
Συναλλαγή
Δεν σταματάς
να περιμένεις,
συνεχώς,
να εμφανιστείς
και να χαθείς ξανά—
όμως παραμένεις
άπιαστο χρέος.
Είσαι μικρά ασήμαντα
χαρτιά που τύπωσαν
οι άνθρωποι
και διέλυσαν
τον κόσμο.
Όμως δεν φταις.
Είσαι κατασκευή—
μία απάτη.
Σε έχουν αγγίξει
χιλιάδες χέρια
με υπολογισμένη αξία
μικρότερη
απ’τη δική σου.
Τα αποτυπώματα τους
ξεραμένα στο λίπος σου
σε κάνουν πιο βρώμικο.
Το ένα χέρι
σε τσαλακώνει
συνειδητά,
το άλλο με πίεση
σε σιδερώνει
πάνω στην τσέπη
της καρδιάς του.
Το τρίτο σε ξεχνά,
μέχρι να σε ξαναβρεί
ξαφνικά μ’ένα χαμόγελο,
καταχωνιασμένο.
Όλα, τουλάχιστον μία φορά,
σε έχουν αποκρύψει—
μυστικό ντροπιασμένο.
Φαντάζεσαι τη γη
χωρίς εσένα;
Όλοι ελεύθεροι, ίσοι.
Εργασία θα ήταν η σωτηρία
του κόσμου.
Αμοιβή θα ήταν η σωτηρία
του κόσμου.
Εσύ, κάτι άλλο—
θα μύριζες κι εσύ
σαν το λουλούδι.
Θα έμπαινες στη γη
χωρίς κορώνες, μαστίγιο ή λουρί—
με μάτια όμως
να φέγγουν
στους αιώνες.
Αλλά είσαι
απλώς ένα χαρτί
μες στο παιχνίδι,
μία κουκίδα ψηφιακή
μες στον αέρα
της οθόνης—
που σκοτώνεις
απ΄την πείνα
κάθε μέρα,
30.000
παιδιά
ενός κόσμου
κάθε μέρα,
30.000.
Ήρθε η ώρα.
Πιάσε το ψαλίδι.
Τεμάχισε όλα τα κομμάτια του κακού
που σ’έχουν κατασκευάσει.
Παρακμιακός
Χορεύεις σαν μυστικιστής
κάτω απ’το αστρικό ντισκοφώς,
στροβιλισμένος από μια μουσική
που δεν αγγίζει καθόλου το πάτωμα,
αφουγκράζεσαι κάθε νότα
σαν κυρτωμένη λεπτομέρεια,
κάθε νότα κυματίζει αργά
μες στη στροφή σου.
Κι όσο εσύ προσπαθείς
να εισπνεύσεις ότι νιώθεις,
να θυμηθείς το ανθεκτικό
υλικό που είσαι φτιαγμένος,
αυτοί κάθονται ακίνητοι
εραστές της ζωής μπροστά σου,
με μάτια καρφωμένα
στο τραχύ γύρισμα σου,
κι όταν εσύ τους κοιτάς αγριωπά,
κι ο κόσμος λαμπυρίζει
απ’τους χρυσοπράσινους
κόκκους των ματιών σου,
αυτοί σπάνε στα δυο το κεφάλι τους
και σηκώνουν τα τούβλα του μυαλού τους,
χτίζουν τοίχους διαίρεσης προβάλλοντας
τη μορφή της καταστροφής σου.
Μέχρι να σε πετάξουν πιο χαμηλά,
πίσω απ’το διπλό σκοτάδι,
πίσω κι απ’τη σκιά σου,
αφανής, και ήσυχα καθισμένος,
στη καρέκλα της γωνίας
είσαι ακόμα ο τιμωρημένος.
Μας γνωρίζω από το πάθος που με βία σπάει τη διαφθορά, μας γνωρίζω από το όραμα για ελευθερία.
Στους Έλληνες πολιτικούς
Εσείς εκεί κάτω με τα μεγάλα προδομένα μάτια,
χωρίς εκείνη τη φωτιά που ανάβει
η πρώτη σπίθα της ανατολής,
με τα μεγάλα βήματα
που πατήσανε πάνω
σε δικά μου προδομένα
χνάρια,
θέλω να δω πώς
θα αποσυνθέσετε την ταυτότητα μου,
θα αποκοιμίσετε την ενόχλησή μου,
θα τρίξετε τα δόντια στην τέχνη μου,
πώς θα κλείσετε τα αυτιά μου στα ριζίτικα τραγούδια,
πώς θα μου κλέψετε το φιλότιμο και τη ζεστασιά.
Θέλω να δω πώς
θα ανοίξω διάπλατα τα μάτια μου στην ιστορία,
θα ανασυνθέσω την ιδεολογία μου,
θα αγαπήσω τη χώρα μου ξανά,
πώς θα υπερβώ το άδικο
που χρόνια πάνω μου
έχει κολλήσει।
Δ ε ν θ έ λ ω ν α δ ω
πως θα με κάνετε να μισήσω την πόλη μου,
θα με διώξετε από δω,
πώς θα με βάλετε άσπρο φονιά
στα μαύρα, κίτρινα
καφέ παιδιά.
Θέλω να σας δω γυμνούς να αναρριγάτε
ένας ένας εμπρός μου,
κι ο ιδρώτας όλου του κόσμου
να σας ζεστάνει,
για τελευταία φορά,
μέχρι να κοκκαλώσετε απ’το κρύο
που μας πεθαίνει.
Θέλω να σας δω γονατιστούς
μπροστά στην ιερή ελιά,
να σκάβετε με τα νύχια σας
έως τη σάπια ρίζα—
να εκκαθαρίσετε την εκκλησία,
να γεμίσετε τα άδεια ταμεία,
να ελευθερώσετε την παιδεία,
να φέρετε πίσω τον πολιτισμό.
Να φέρετε πίσω την Ακρόπολη.
Να μπαίνω με το φως του φεγγαριού,
να ζωγραφίζω με τα καθημερινά μου δάχτυλα
τις γκρίζες πολιτείες, της ανελέητης οξύτητας
το σκουριασμένο ήλιο, τη θάλασσα, τη θάλασσα,
το δάσος με ελάχιστα μωβ και μαύρα δέντρα,
το θεό βαθιά καρφωμένο στο μπλε ουρανό,
τη βροχή που βιάζει τα μάτια, δυναμώνοντας
το βλέμμα μου προς την Αθήνα.
Μην με κρίνετε άλλο ως αμελητέα ποσότητα—
θα σηκώσω το βλέφαρο,
θα θυμηθώ
πως δεν κοιμόμουν—
μια μεγάλη σιωπή,
ένας τεράστιος συνειρμός,
ένα κύμα που με σπρώχνει,
ένα ρεύμα ηλεκτρικό χωρίς το σήμα
του κινδύνου.
Μέρα ή νύχτα ένα κρυμμένο δρεπάνι
πάνω από τα κεφάλια σας.
Αναγνώστες
ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ
ποίηση στην εποχή της εκποίησης
