η ποίηση στην εποχή της

η ποίηση στην εποχή της
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ανδρικοπούλου Νίκη. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ανδρικοπούλου Νίκη. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Ο μωβ άνθρωπος

Χτες βράδυ ένας μωβ άνθρωπος
κάθισε στον εξώστη
του ονείρου μου

δεν ήταν σίγουρος για το μέλλον του
διαλογιζόταν αιώνες τώρα
είχε πετρώσει ζωντανός

τα πόδια του ρίζες
που φλέβιζαν τη γη
το στόμα του χώραγε
την Αφρική

κανείς δεν έπρεπε να τον αγγίξει
οι μαγικοί κρεμαστοί κήποι γύρω του
οι ταξιδευτές που τον θαύμαζαν
ο ήλιος που ήτανε δικός του
το φτερό της πεταλούδας
καθώς ξεμάκραινε
λίγο πριν το χάος

κανείς δεν έπρεπε να τον αγγίξει
αν εκείνος έσπαγε σε χιλιάδες κομματάκια
ο κόσμος όλος θα πνιγόταν
σ’ένα μωβ σύννεφο σκόνης

μείνετε μακριά
ούρλιαξα στα αγέννητα αστέρια
μα ο αντίλαλός μου φώτισε
μόνο τα πεθαμένα

μείνετε μακριά
δεν αντέχει αυτά τα χέρια
στέκει ατάραχος εκεί

Θα υπάρχεις όταν έχω αδειάσει;


Μη μου μιλάς για τα ποτάμια.
Ότι δεν μπορείς να πιάσεις το ρυθμό τους,
να απλώσεις βαθιά τα μακριά σου πόδια,
να τα διπλώσεις σε τρίγωνα.

Εγώ παραπαίω στις γραμμές αυτές
και βάζω φωτιά στις βιβλιοθήκες.
Εγώ ονειρεύτηκα τον εαυτό μου
σαν πεταλούδα μέσα σε φέρετρο.

Δες σχισμές που αφήνουν οι λέξεις ανάμεσά μας,
ενώ γράφω αυτό το ποίημα ολόγυρά σου
και σου φωνάζω έεειι τώρα είμαι εδώ,     
μα καθώς πετάω ύστερα,
με εξαφανίζω.

Μη μου μιλάς για τα ποτάμια.
Αυτά κι αν δεν γυρνάνε πίσω.

η πρώτη και τελευταία λέξη


αυτή η λέξη
αυτή η λέξη είναι το σύμπαν
συμπυκνωμένο
σε μία γραμμή

αυτή η λέξη
αυτή η λέξη είναι αχανής
για να ενώνει
την πάνω γραμμή με αυτή

μυτερή για να καρφώνει
συμπαγής για να σφηνώνει
χιλιάδες ακόντια και μία σφαίρα
μέσα στη γη

αυτή η λέξη είναι ακριβής
ανεπιθύμητη και επιθυμητή
αναγκαία και περιττή

είναι η ιαχή του αμαρτωλού
δίπλα στην ιαχή του θεού
αλλά και πάνω απ’αυτή
είναι η αλήθεια
κι είναι σκοτάδι
κι είναι φως

αυτή η λέξη είναι ιερή
είναι το ίδιο κερί
κάθε φορά που ανάβει
το ίδιο κερί
κάθε φορά που σβήνει

αυτή η λέξη
αυτή η λέξη είναι κενή
ένας λώρος
δένει το τίποτα
κι ένας λώρος
δένει το όλον
με την ψυχή
με την ψυχή
αυτή η λέξη
αυτή η λέξη είναι πυκνή

μικρή για να πεθάνει
μεγάλη για να ζήσει
ασήμαντη και σημαντική
αυτή η λέξη
αυτή η λέξη είσαι εσύ

παλιός χορός


πάνω σε λεπτοκομμένα στιλέτα
σε κίνηση διαρκή
ηλεκτρισμένες γυναίκες
ανεβάζουν ψηλά τα χέρια
αργά προσεκτικά αφηρημένα
στέλνουν κάπου ένα φιλί αναβλημένο
ένα κόκκο τρυφερότητας
ένα πόνο τόσο καθαρό
η μέση και τα γόνατα τσακίζουν
τα γύρω γύρω των γοφών
βαθιά ανάσα το άρωμα τους
μες στον πυκνό καπνό
οι άντρες στις γωνίες
μπροστά απ’τους τοίχους
με τα χέρια πίσω απ’τις πλάτες
γεύση από κρασί και θυμάρι
με ενθουσιώδη φουσκωμένα χείλη
με χαμηλά πεταχτά βήματα
με έμμονες ιδέες
υψώνουν τα γαρύφαλλα
σαν τέλεια βροχή
σαν κόκκινα αστέρια πεθαμένα
και σηκώνουν με τα μάτια τα φορέματα
και σπάνε τα πιάτα στο μωσαϊκό
μες στο ρυθμό μες στον αέρα
μες στις στροφές
αισθαντικές ματιές
και το πάτωμα αρπάζει φωτιά
και το σπίτι μας αρχίζει να καίγεται
σαν πρόσκαιρη ύλη
η γιορτή περνά στο κόκκινο
οι άνθρωποι φωνάζουν δυνατά
κι αναρωτιέμαι χρόνια μετά
πως καταλάγιασε τούτος ο θόρυβος
και θυμάμαι πίσω στη χώρα μου
όταν χορεύαμε
ήταν σαν κεραυνός
και το νόημα των τραγουδιών
κοφτερό σαν το μαχαίρι.

Η μυθολογία του σκοταδιού

Σήμερα μ’αγάπη θα σου σερβίρω
την καρδιά μου πάνω στο πιάτο,
μ’όλο το αίμα της και το μαχαίρι
να πάλλεται μπηγμένο ως τον πάτο.
Ύστερα για επιδόρπιο,
ένα λευκό μου στίγμα 
γδαρμένο ως το κόκκαλο σαν γύμνια,
κι έναν καθρέφτη ανάμεσά μας
να αντανακλάει τα κενά μας.

Λένε πως είμαι αρκετά νεκρή,
εσύ να υποθέσω πως τυφλώθηκες;


Καμιά μολυβιά δεν απομένει στο μπλε τετράδιο.


Θέλω να βάλω τις λέξεις σε σειρά
μα αυτές δεν υπακούν, χορεύουν
κι αναποδογυρίζουν μες στα σχήματα,
με κοροϊδεύουν και πλακώνουν
η μία την άλλη, ή σε απόσταση
συγκεκριμένη
ισορροπούν από μία παύση.

Τι χρώμα έχει η πρόταση που απελπισμένα
προσπαθώ να καρφώσω στο χαρτί,
οι πρόκες που τρυπούν τα γράμματα;
Τι χρώμα έχει η  λ έ ξ η  αυτή;

Δεν είναι κόκκινη σαν φλόγα μες στο στόμα,
ασημένια σαν σφαίρα προς το πάθος,
μαύρη σαν καταδίκη,
διάφανη όπως τα πλατιά γυαλιστερά μας μάτια.

Δεν είναι λευκή σαν μια νέα αίρεση για την αλήθεια,
λευκή σαν τα διαλυτικά υλικά
που αγαπώ ν’απλώνω πάνω σου.

Είναι πολύχρωμη και όρθια
σαν την παιδικότητα.
Είναι άχρωμη και όρθια
σαν μια ενήλικη πράξη.

Είμαστε κάτι πανάρχαιες αγχόνες,


οι θηλιές μας σφιχτοπλεγμένες
με ευωδιαστές γλαδιόλες.
Κάτι αλυσίδες από μαργαρίτες
που δεν σπάνε εύκολα καθόλου.

Είμαστε κάτι αναποδογυρισμένες φλόγες.
Τα κεφάλια μας κρυώνουν,
να φιληθούνε ψάχνουνε
μα δεν βρίσκουνε το στόμα.

Ένα τελευταίο τίναγμα στα ακροδάχτυλα
και τα σκοτωμένα μας πουλιά είμαστε
πριν πέσουν άδοξα στη θάλασσα.
Το κύμα που σκάει στη καρδιά,
η ανάσα μες στο στήθος
που δεν βγαίνει.

Είμαστε η ηχώ απ’τα παιδιά
και κάτω απ’τα βουνά είμαστε
οι ρίζες ενός κινούμενου κάστρου.
Η κατακόρυφη διαφορά
ανάμεσα στο χτες και το σήμερα.

Κάτι παραφορτωμένες ερωτήσεις
που δεν έχουν απαντήσεις.
Είμαστε το αίμα που τρέχει απ’τα αυτιά
στα αρχαία μας ολόλευκα αγάλματα.

Σε βλέπω από μακριά,

τυλίγεις το μαύρο φουλάρι σου
βιαστικά, τα μαλλιά προσπερνάνε
το πρόσωπο αδιάκριτο, διαμάντια
τα μάτια γυαλίζουν στο υπερπέραν,
χύνουν τοσοδούλικα γαρύφαλλα,
στεφάνια τοσοδούλικων νεκρών.
Μπαίνεις στην πομπή, εκστομίζεις
δεκεμβριανά παραμύθια ανηλίκων
για νεράιδες που σβήνουν στ’απόμακρο,
απόμακρο σκότος της αυγής.
Μεταμορφώνεσαι σε γνώση
που δεν γνώριζες πως έχεις
κι ανάμεσα στον οδυρμό του πλήθους—
ξεδιπλώνεις τα απέραντα χέρια σου
επάνω μου, άγνωστη,
ατρόμητη ενάντια στον κοφτερό
σκόπελο της συνύπαρξης.
Μου θυμίζεις τη θάλασσα,
μια μεγεθυμένη ουτοπία του οικείου
γαλανού που απλώνεται βαθύ
και παγωμένο μέσα μου.
Τινάζεις απ’τα δάχτυλα
δέκα μικρά στιλέτα,
σκίζοντας τη στιγμή αυτή
σε δυο τέλεια κομμάτια.

Συναλλαγή

Δεν σταματάς

να περιμένεις,

συνεχώς,

να εμφανιστείς

και να χαθείς ξανά—

όμως παραμένεις

άπιαστο χρέος.


Είσαι μικρά ασήμαντα

χαρτιά που τύπωσαν

οι άνθρωποι

και διέλυσαν

τον κόσμο.

Όμως δεν φταις.

Είσαι κατασκευή—

μία απάτη.


Σε έχουν αγγίξει

χιλιάδες χέρια

με υπολογισμένη αξία

μικρότερη

απ’τη δική σου.

Τα αποτυπώματα τους

ξεραμένα στο λίπος σου

σε κάνουν πιο βρώμικο.


Το ένα χέρι

σε τσαλακώνει

συνειδητά,

το άλλο με πίεση

σε σιδερώνει

πάνω στην τσέπη

της καρδιάς του.


Το τρίτο σε ξεχνά,

μέχρι να σε ξαναβρεί

ξαφνικά μ’ένα χαμόγελο,

καταχωνιασμένο.


Όλα, τουλάχιστον μία φορά,

σε έχουν αποκρύψει—

μυστικό ντροπιασμένο.



Φαντάζεσαι τη γη

χωρίς εσένα;

Όλοι ελεύθεροι, ίσοι.

Εργασία θα ήταν η σωτηρία

του κόσμου.

Αμοιβή θα ήταν η σωτηρία

του κόσμου.

Εσύ, κάτι άλλο—


θα μύριζες κι εσύ

σαν το λουλούδι.

Θα έμπαινες στη γη

χωρίς κορώνες, μαστίγιο ή λουρί—

με μάτια όμως

να φέγγουν

στους αιώνες.


Αλλά είσαι

απλώς ένα χαρτί

μες στο παιχνίδι,

μία κουκίδα ψηφιακή

μες στον αέρα

της οθόνης—

που σκοτώνεις

απ΄την πείνα

κάθε μέρα,

30.000

παιδιά

ενός κόσμου

κάθε μέρα,


30.000.


Ήρθε η ώρα.

Πιάσε το ψαλίδι.

Τεμάχισε όλα τα κομμάτια του κακού

που σ’έχουν κατασκευάσει.


Παρακμιακός

Χορεύεις σαν μυστικιστής

κάτω απ’το αστρικό ντισκοφώς,

στροβιλισμένος από μια μουσική

που δεν αγγίζει καθόλου το πάτωμα,

αφουγκράζεσαι κάθε νότα

σαν κυρτωμένη λεπτομέρεια,

κάθε νότα κυματίζει αργά

μες στη στροφή σου.

Κι όσο εσύ προσπαθείς

να εισπνεύσεις ότι νιώθεις,

να θυμηθείς το ανθεκτικό

υλικό που είσαι φτιαγμένος,

αυτοί κάθονται ακίνητοι

εραστές της ζωής μπροστά σου,

με μάτια καρφωμένα

στο τραχύ γύρισμα σου,

κι όταν εσύ τους κοιτάς αγριωπά,

κι ο κόσμος λαμπυρίζει

απ’τους χρυσοπράσινους

κόκκους των ματιών σου,

αυτοί σπάνε στα δυο το κεφάλι τους

και σηκώνουν τα τούβλα του μυαλού τους,

χτίζουν τοίχους διαίρεσης προβάλλοντας

τη μορφή της καταστροφής σου.

Μέχρι να σε πετάξουν πιο χαμηλά,

πίσω απ’το διπλό σκοτάδι,

πίσω κι απ’τη σκιά σου,

αφανής, και ήσυχα καθισμένος,

στη καρέκλα της γωνίας

είσαι ακόμα ο τιμωρημένος.

Μας γνωρίζω από το πάθος που με βία σπάει τη διαφθορά, μας γνωρίζω από το όραμα για ελευθερία.

Στους Έλληνες πολιτικούς

Εσείς εκεί κάτω με τα μεγάλα προδομένα μάτια,

χωρίς εκείνη τη φωτιά που ανάβει

η πρώτη σπίθα της ανατολής,

με τα μεγάλα βήματα

που πατήσανε πάνω

σε δικά μου προδομένα

χνάρια,


θέλω να δω πώς


θα αποσυνθέσετε την ταυτότητα μου,

θα αποκοιμίσετε την ενόχλησή μου,

θα τρίξετε τα δόντια στην τέχνη μου,


πώς θα κλείσετε τα αυτιά μου στα ριζίτικα τραγούδια,

πώς θα μου κλέψετε το φιλότιμο και τη ζεστασιά.


Θέλω να δω πώς


θα ανοίξω διάπλατα τα μάτια μου στην ιστορία,

θα ανασυνθέσω την ιδεολογία μου,

θα αγαπήσω τη χώρα μου ξανά,


πώς θα υπερβώ το άδικο

που χρόνια πάνω μου

έχει κολλήσει।


Δ ε ν θ έ λ ω ν α δ ω


πως θα με κάνετε να μισήσω την πόλη μου,

θα με διώξετε από δω,

πώς θα με βάλετε άσπρο φονιά

στα μαύρα, κίτρινα

καφέ παιδιά.


Θέλω να σας δω γυμνούς να αναρριγάτε

ένας ένας εμπρός μου,

κι ο ιδρώτας όλου του κόσμου

να σας ζεστάνει,

για τελευταία φορά,

μέχρι να κοκκαλώσετε απ’το κρύο

που μας πεθαίνει.



Θέλω να σας δω γονατιστούς

μπροστά στην ιερή ελιά,

να σκάβετε με τα νύχια σας

έως τη σάπια ρίζα—


να εκκαθαρίσετε την εκκλησία,

να γεμίσετε τα άδεια ταμεία,

να ελευθερώσετε την παιδεία,

να φέρετε πίσω τον πολιτισμό.


Να φέρετε πίσω την Ακρόπολη.


Να μπαίνω με το φως του φεγγαριού,

να ζωγραφίζω με τα καθημερινά μου δάχτυλα

τις γκρίζες πολιτείες, της ανελέητης οξύτητας

το σκουριασμένο ήλιο, τη θάλασσα, τη θάλασσα,

το δάσος με ελάχιστα μωβ και μαύρα δέντρα,

το θεό βαθιά καρφωμένο στο μπλε ουρανό,

τη βροχή που βιάζει τα μάτια, δυναμώνοντας

το βλέμμα μου προς την Αθήνα.


Μην με κρίνετε άλλο ως αμελητέα ποσότητα—


θα σηκώσω το βλέφαρο,

θα θυμηθώ

πως δεν κοιμόμουν—

μια μεγάλη σιωπή,

ένας τεράστιος συνειρμός,

ένα κύμα που με σπρώχνει,

ένα ρεύμα ηλεκτρικό χωρίς το σήμα

του κινδύνου.


Μέρα ή νύχτα ένα κρυμμένο δρεπάνι

πάνω από τα κεφάλια σας.


Αναγνώστες

ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ

ekpoiisi@yahoo.gr

ποίηση στην εποχή της εκποίησης

ποίηση στην εποχή της εκποίησης