η ποίηση στην εποχή της

η ποίηση στην εποχή της
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Αλεξανδρής Γιώργος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Αλεξανδρής Γιώργος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

ΠΟΛΗ (Γιώργος Αλεξανδρής)

Ράθυμη πόλη,
πόλη αλαζονική,
πόσο μικρή και άχρωμη
στους πλατιούς και πολύβοους δρόμους,
πόσο στενάχωρη και θλιβερή
στο φτιασίδωμα και την ξιπασιά
της στολισμένης βιτρίνας.
Αναστενάρισσα πόλη,
πόλη αυτάρεσκη
χωρίς ταυτότητα και ψυχή,
γέρνεις καλάμι στο πρωί
την ώρα που ένα αβέβαιο χέρι
σε δαχτυλοδείχνει κι αμφισβητεί
την πλαστική σου καθημερινότητα,
την ώρα που φυλακίζεσαι
πίσω απ’ το σίγουρο ήχο της κλειδαριάς,
από εικόνες που τρέχουν,
από φόβους που παραστέκουν
ως υποψία αντίστασης.
Φοβάμαι πως σου μοιάζω!
Και σφίγγεται η ψυχή μου
στην απουσία των ελπίδων
στο κενό των ονείρων
και την άτιτλη προσδοκία.
Ανέραστη πόλη,
πόλη χλωμή,
φοβάμαι κείνες τις ώρες
που όταν προσεύχονται οι κορφές των δένδρων
στη σιωπή του ουρανού
βγαίνουν σε πλειστηριασμό
άδεια και ξέπνοα κορμιά,
κείνες τις ώρες που λόγια κι αισθήσεις
παραδίνονται μ’ εκπτώσεις κι εκποιήσεις.
Αγύρτισσα πόλη,
τσιγγάνα ανέμελη στη βροχή,
στου στενοσόκακου τη γιορτή
αναπνέεις ζωή
και τρέχω κοντά σου μικρό παιδί.
Σφιγμένο το χέρι,
το βλέμμα βαθύ,
απ΄ την ίδια γραφή κι οι δυο,
στη γη τεντωμένοι.
Ανιστόρητη πόλη,
πόλη μαγική!

Ω! ΘΕΕ ΜΟΥ . . . (Γιώργος Αλεξανδρής)

Βαθύς ο ίσκιος της ζωής
πίσω από θλιμμένα μάτια
κι αυτό το δράμα της ψυχής,
θρήνος σε άγνωστα μονοπάτια.
Ω! Θεέ μου,
παρηγόρησέ με!

Αίμα εδώ και αίμα εκεί,
δρόμοι γεμάτοι δάκρυ,
ποιοι άραγε σ’ αυτή τη γη
το μίσος  θα φέρουνε στην άκρη;
Ω! Θεέ μου,
αξίωσέ με!

Τα χέρια επάνω στη φωτιά
και οι φωνές πολεμική κραυγή,
ποια θα είναι αυτή η γενιά
που θα φέρει μιαν άλλη εποχή;
Ω! Θεέ μου,
αναθάρρησέ με!

Μετανάστες και όμηροι
σε ανθρώπινα παζάρια,
τι δυστυχία οι κακόμοιροι,
αιχμάλωτοι σε κελάρια.
Ω! Θεέ μου,
αντρείεψέ με!

Πού να πάνε να προσκυνήσουν,
σε ποιον τόπο να σταθούν,
τη ζωή τους ν’ αγαπήσουν
χωρίς το αύριο να φοβηθούν;
Ω! Θεέ μου,
ευλόγησέ με!

Μικρά παιδιά στην απονιά,
απόκληρα κι ορφανά στο δρόμο,
σε ποια θα γείρουν αγκαλιά
χωρίς σπαραγμό και τρόμο;
Ω! Θεέ μου,
προστάτεψέ με!

Δύσκολοι κι απέλπιδες καιροί
δίχως δίκιο και σεβασμό,
με ποια ευχή τόσοι καημοί
θα βρούνε λυτρωμό γλυκό;
Ω! Θεέ μου,
φυγάδεψέ με!

Η αντιδικία θρονιασμένη
με τα πάθη ως αρετή
και η κοινωνία διχασμένη
δίχως έρμα και ντροπή.
Ω! Θεέ μου,
γρηγόρεψέ με!

Την ειρήνη πού να καρτερέψουν,
ποιους ηγέτες να εμπιστευθούν
πώς εκδικητές να ημερέψουν,
σε ποιους σωτήρες να στραφούν;
Ω! Θεέ μου,
προφύλαξέ με!

Ικέτες ιεροί στη δύναμή Σου
να  ‘βρει η φιλία χώρο και σκεπή
να ‘ναι αρμονία η θέλησή Σου
των ανθρώπων, και σοφίας ηθική.
Ω! Θεέ μου,
ευτύχισέ με!

ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΦΩΝΗ (Γιώργος Αλεξανδρής)

Γλυκό κελάηδισμα η ζωή,                                                       ,
μυριόστομο,
αντίλαλος,
απόηχος. 
                                                                
Αγλάισμα η σκέψη στην ψυχή,
υμνωδία,
φωτοδότρα,
οδηγήτρα.

Λάμπρισμα οι πόθοι και οι καημοί,
ελπιδοφόροι,
ονειρόγιομοι,
πολυσήμαντοι.

Αρμένισμα τα όνειρα και εντρυφή,
ιδεολογία,
δικαίωμα,
ελευθερία.

Και αγγέλθηκαν άστατοι καιροί,
υποκρισίες,
προσποιήσεις,
παραιτήσεις.

Στην καρδιά η βαθιά ρωγμή,
παιδεμός,
απόγνωση,
απελπισία.

Στόμα βουβό και ματιά θολή,
προσωπική,
ομαδική,
συλλογική.

Ανάγκη πρώτη και η αποδοχή,
ανερώτητη,
ευσχήμονη,
προσήκουσα.

Κι όμως θα χαράξει η αυγή,
ηλιόσταλτη,
ταγμένη,
προορισμένη.

Σύστοιχη η ελπίδα με την ευχή,
μακαρισμός,
ευδοκίμηση,
επιτέλεση.

                                 
Χαρμόσυνο άκουσμα και η βοή,
συνάθροιση,
συνομιλία,
συμφιλίωση.

Ο λόγος μας ελεύθερη φωνή,
έκφραση,
τελετουργία,
αρμονία.

Και η πίστη μας ελεύθερη φωνή,
συντεταγμένη,
εκκωφαντική,
μελωδική.

Με την αλήθεια ελεύθερη φωνή,
αμφισβήτηση,
αποζήτηση,
ολοκλήρωση.

ΠΑΤΡΙΔΑ ΕΛΛΑΔΑ (Γιώργος Αλεξανδρής)

Σε χώρες ταξίδεψα πολλές και ξένους τόπους είδα.
Πρωτόγνωροι, ανοιχτοί, σε θέλγητρα απίστευτα μαγικοί,
μα σαν και σένα Ελλάδα γαλανή, τρισένδοξη πατρίδα,
όμοιά σου δε γνώρισα καμιά στα μέρη εκείνα εκεί.

Τ’ αμέτρητα τα κάλλη σου, η πλούσια ομορφιά σου,
μάτια θαμπώνουνε πολλά σε όλη την οικουμένη
και σ’ έχουν τίμημα τρανό, περήφανα τα παιδιά σου
και χαίρονται ανοιχτόκαρδα που σε τιμούν κι οι ξένοι.

Στην αναγνώριση, το θαυμασμό, στης προβολής τα γραπτά,
δόξα  κι αγλάισμα απόχτησες στα χρονικά της ιστορίας,
δόξα που κατακτήθηκε με δόγματα σοφίας και ρητά
και γαλουχήθηκαν λαοί στο πνεύμα της δημοκρατίας.

Επιβουλεύτηκαν πολλοί τ’ αδούλωτο και ιερό σου χώμα,
δυνάστες και κατακτητές στην υποδούλωσή σου να χαρούν,
όμως λεύτεροι πολίτες σε προστάτεψαν κι απέδειξαν ακόμα
πως την αρχαία δάδα της ευθύνης, αναμμένη την κρατούν.

Πρόμαχοι σε Θερμοπύλες, Μικρασίες, σε θάλασσες και βουνά,
λόγιοι και σοφοί στην Πνύκα, την Πόλη, σε Δύση και Ανατολή,
για το λάμπρισμα της ελευθερίας και της φυλής τα ιδανικά,
του πολιτισμού τη λαμπάδα κράτησαν ψηλά κι αέναα φωτεινή.

Και όταν σε κάθε εποχή , δόκιμοι ανεξάρτητων αρχών,
σε προδικάζουν θύμα ευάλωτων καιρών και πατριαρχίας,
μένεις ανοιχτός ναός λατρείας ελεύθερων προσκυνητών,
με πρόσκληση στην επιλογή κι εναλλαγή αδέκαστης εξουσίας.

ΤΟ ΑΝΤΑΜΩΜΑ (Γιώργος Αλεξανδρής)

Για το προσωπικό τ’ αντάμωμα σαν ξεκινήσεις
στη στράτα της ζωής που τη θέλεις πλατιά και μακρινή,
κρυφό και γλυκό ξαπόσταμα ποτέ μην πεθυμήσεις
στ’  ακρόδενδρου τον ίσκιο  και την νεροπηγή.

Στα  μάτια σου,  κατάματα ν’ αφήσεις να γέρνει
η λαύρα του ήλιου και τ’ άπειρο τ’ ουρανού
και στα στεγνά σου χείλη η δίψα να  σου φέρνει
καθάρια κι άγια νάματα της ψυχής και του μυαλού.

Οι πόθοι σου  αδέσποτα φαντάσματα να μη γίνουν,
τα όνειρα να μην σε ακολουθούν  εξόριστα και γυμνά
και οι σκέψεις σου κοντόθωρες  να μη μείνουν
σε  μέρες και νύχτες που μέτρησες απανωτά.

Στο διάβα ταπεινές στιγμές μη νοσταλγήσεις,
το κάθε σου πρώτο βήμα να το θαρρείς στερνό
και φίλημα χαιρετισμού σε μνήμες μην ποθήσεις,
το βέβαιο αγκαλιάσεις και χάσεις τον πειρασμό.

Για της γνώσης τον παιδεμό στη μύηση  σαν ξεκινήσεις
στην  απόκληρη κι ασύμμετρη συνοδεία της ζωής,
το τέλος της ως δίδαγμα να μην αποζητήσεις
και μ’ αποφθέγματα αδόκιμος κριτής  να μη φανείς.

Στα διλήμματα  του λογισμού  και τις φοβίες  μη σταθείς,
στου ξορκισμού το θόλωμα μη σε γητέψει ο νους σου
και για αρνήσεις κι επιστρόφια να μην αναρωτηθείς.
Απέναντι θα στέκεσαι εσύ, ορκιστής του εαυτού σου.

Του κοριτσιού τα μάτια (Γιώργος Αλεξανδρής)

Το λιόγερμα κόκκινο βαθύ,
τριαντάφυλλα και λεμονανθοί στο μπαλκόνι.
Χάρη και ομορφιά  στη γειτονιά,
βλέμματα οι δρόμοι και στεναγμοί οι γωνιές.
Ήταν το κορίτσι με του δειλινού τα μάτια.
                 
Στη γλάστρα δίπλα γιασεμί,
γιορτάνι ο δυόσμος στο λαιμό της.
Έπλεκε καρδιές ,κένταγε  τα χείλη
και σμίλευε καημούς και πάθια.
Ήταν το κορίτσι με τα φωτεινά τα μάτια.
                    
Έσκυβε και σκόρπιζε ανθούς της νιότης,
πεθυμιές κρυφές,πείσματα και γινάτια.
Το στήθος της φτερούγιζε περιστέρι
κι άνοιγαν οι ουρανοί τα πλάτια.
Ήταν το κορίτσι με τα γλαρά τα μάτια.

Και από απέναντι καρτέρι,
σκιρτήματα καρδιάς και  βαθιές ανασαιμιές.
Να 'ταν το μπαλκόνι αλάνα,
μονοπάτια της χαράς και της λαχτάρας.
Ήταν το κορίτσι με τα παράξενα τα μάτια.

Και η νύχτα της ψυχής το κρυφοδρόμι,
σεργιάνι φεγγαρόλουστο και νυχτέρι.
Στο παραθύρι της του έρωτα η όψη,
της ευτυχίας λάμπρισμα και κάλεσμα  ζωής.
Ήταν το κορίτσι με τα λατρεμένα μάτια.

                              5-8-2022

ΑΠΟΔΡΑΣΕΙΣ (Γιώργος Αλεξανδρής)

Με του Μαρτιού το καλωσόρισμα το γλυκό ,
το γνέψιμο το πρόσχαρο τ' Απρίλη και το γέλιο
και του Μαγιού τ' αγκάλιασμα και το φιλί ,
πήρε ο κόσμος φώτισμα και χρώμα ανατολής
κι απόδρασε στις αναμνήσεις και τις πεθυμιές
μέσα από του χρόνου τις πλατιές ρωγμές
που άνοιξε η καλότυχη αποζήτηση της φυγής,
στης άνοιξης την ομορφιά και της ζωής.

Μέσα από κοινές προκλήσεις και ιστορίες,
από εσπέριους μύθους και δοξασίες
και αλήθειες προσωπικές,θάρρητες και φοβίες
βρήκε ο κόσμος πεποίθηση και αντοχή
κι απόδρασε στη γνώση και την πίστη
να γίνει η εχέμυθη ευχή ομόδοξη φωνή,
η σύναξη  άδολη μοιρασιά κι αλληλεγγύη
κι η πρόβλεψη βεβαιότητα και ευτυχία.

Με μνήμες βαθιές και άξιες παρουσίες,
συνάγωγη τη σκέψη σε ιδέες και πρακτικές
και τους καιρούς ορίζοντες μακράς διαδρομής,
τόλμησε ο κόσμος ανάγκες ν΄αφουγκραστεί
κι απόδρασε στην ενόραση της δημιουργίας,
ο στοχασμός να γίνει ευδόκιμη βουλή
η ύπαρξη, ανταύγεια θέωσης και σπονδή
ονείρων και οραμάτων, για μια αισιόδοξη αρχή.

Αλήθειες (Γιώργος Αλεξανδρής)

Κι εμείς στενέψαμε τις μέρες μας σε άκρες και περιθώρια,
μακρύναμε τις νύχτες μας στη σιωπή του μοναχισμού,
αφουγκραστήκαμε τις εκκλήσεις,κοιταχτήκαμε στις συστάσεις
κι αποδεχτήκαμε με θεωρίες,αφορισμούς και δοκιμασίες
την άσπονδη καθημερινότητα της αναγκαστικής καταφυγής
πότε με την υποψία και το βόλεμα των δόκιμων συσπειρώσεων
και πότε με τη σιγουριά και το φόβο των στοχαστικών ακροβολισμών.
                                         *
Αριθμήσαμε ιστορικές περγαμηνές,παραδόσεις και γεγονότα,
προβληθήκαμε ως της συνέχειας εχέφρονες ευαγγελιστές,
προστρέξαμε ευσύνοπτοι μάρτυρες της αρετής και της προοπτικής
και πιστώσαμε την αλήθεια, συνείδηση,συνέπεια κι ευθύνη.
                                         *
Κι εκείνοι αναμετρήθηκαν παράμερα με ιδέες και δοξασίες,
μονολόγησαν αυτάρεσκα στη διαφορά και τη γνώση,
παλινδρόμησαν σε ίδιες πρακτικές και ξένες εμπειρίες
κι ανασυντάχθηκαν αυτόκλητοι κι αυτόνομοι μπροστάρηδες,
ενάντια στην ομαδική συμμόρφωση και την υποταγή,
μακριά από ύποπτα κελεύσματα και τη δόλια προτροπή,
μ' επίγνωση αυθόρμητης συμπεριφοράς και λόγου επιρροή.
                                        *
Μονοδρόμησαν στην εξαίρεση και την επιθετική προβολή
ανδρώθηκαν στην άρνηση ,το πείσμα και την ανυπακοή,
αυτομόλησαν στη στράτευση του επίδοξου οραματιστή
και έχρισαν την αντίπραξη αλήθεια και  σύληση υπαρξιακή.
                                        *
Αλήθειες ο ισχυρισμός, η αντίθεση, το δοκούν και η πλάνη.
Παράλληλη κι ομόσπονδη γραφή του καθενός ο χρόνος και ο χώρος
και σύμπτυξη ανερμάτιστη ο λόγος ο προσωπικός κι η στάση.
Αλήθειες η σύμπραξη και η συνοχή, η αντιδικία και η συνενοχή.

ΑΡΜΟΝΙΑ ΚΑΙ ΟΛΟΚΛΗΡΩΣΗ (Γιώργος Αλεξανδρής)

Της ψυχής μου το άδειο κατώφλι
είναι γεμάτο από το βλέμμα της απουσίας σου.
Οι θύμησες,  ρεμβασμός και θεία λειτουργία,
ρυθμικός  χορός και θυσία  στης μνήμης το βωμό
και η νοσταλγία κρυφή σπονδή στο χρόνο
να έχουν και πάλι τα όνειρα αρχή και χρώμα.

Της ψυχής  σου τ’ ανοιχτό παραθύρι
λιοστάσι είναι και φεγγαράδας γιόμα.
Το βλέμμα σου αγγέλου γλυκοκοίταγμα και χάδι,
ταξίδεμα ηλιού στ’ ουρανού το γαλάζιο
και τ’ αυγινό σου γέλιο αντίδωρο και χάρη
στον ίσκιο του κρυφού καημού και της ελπίδας.

Απλωσιά της αγάπης και χαράς η ζωή,
πολύφερνος δρόμος στην ομορφιά και τη μαγεία.
Οι  λογισμοί του νου και της καρδιάς οι χτύποι,
βαθύ προσκύνημα με σεβασμό και γνώση
στο κάλεσμα, στ’ αντάμωμα, στο γιάτρεμα του πάθους,
πιο πέρα απ’ το γραμμένο μας και τις απαντοχές μας.

Του έρωτα τραγούδι το γλυκομιλητό σου,
μακρύ ταξίδι λυτρωμού και η σιωπή σου.
Ανταύγειες του μέλλοντος καταφυγές κι αναπολήσεις,
λαμπρίσματα οι προσμονές κι οι πόθοι αρμονία,
να έρχεσαι απ’ το αύριο παραδοχή και πίστη
και ταίριασμα να φτάνεις και ολοκλήρωση ζωής.

ΕΝΣΤΑΣΕΙΣ (Γιώργος Αλεξανδρής)

Από τη συμβουλή ως και τη σύσταση,
η απειλητική ματιά κι ο οργισμένος λόγος,
εκεί, στην περιπολία, την επίβλεψη και τη σήμανση,
αυθαίρετα επέβαλαν τη δύναμη της εξουσίας
κι αυτάρεσκα συνταίριαξαν το επίτιμο προσωπείο,
με τη σιγουριά τ’ ανώνυμου και τη φυγοδικία.

Από το ξάφνιασμα ως και τ’ αναρώτημα,
ο αφανέρωτος φόβος και η απροσποίητη σιωπή,
εκεί, στην περιόδευση για τις πεζές ανάγκες,
ανακάλεσαν μνήμες παλιές σε  γυάλινες εποχές,
συγκράτησαν φωνήματα έκπληξης και αντιμιλιές
κι ως ένσταση αφέθηκε η απορία και η υπακοή.

Από την άρνηση ως και τη βιαιοπραγία,
ο αστέγαστος ελευθερισμός και οι επίπλαστες θεωρίες,
εκεί, στο χώρο της αντίδρασης και της μισαλλοδοξίας,
πυκνώνουν νεφελώματα σε σκοτεινές συνάξεις,
συντάσσονται ανατροπές σε πρακτικές κατεστημένες
κι αυτομολούν ανεύθυνοι κι ακόλουθοι της τάξης.

Από την επιφύλαξη ως και τη βεβαιότητα,
ο δόκιμος προβληματισμός και η ελεύθερη σκέψη,
εκεί στο επιστέγασμα της κριτικής και του ρεαλισμού,
αδήριτα αντιστέκονται σε συμπάθειες και πλάνες,
τη συνύπαρξη επικροτούν σε θέσεις και αντιθέσεις
κι ως ένσταση δηλώθηκε η  επανάσταση της λογικής.

Πορφύρωμα ζωής (Γιώργος Αλεξανδρής)

Κι όσο τα χρόνια πλήθαιναν
με μιαν ανελέητη ευκολία και σειρά
και στένευαν οι αλλότριες κι ασύμμετρες εποχές
σε μια άκληρη, απρόσωπη εφημερία
κι έναν ανώριμο και μακάριο εφησυχασμό,
λιγόστευαν τα όνειρα και οι προσδοκίες,
μίκραιναν οι ελπίδες και οι αναμονές
κι οι μέρες ασύνταχτες και δίχως τελειωμό,
δυσοίωνες γλιστρούσαν στη δυσθυμία και την ενοχή.

Κι όσο οι νύχτες αιμορραγούσαν
κενά ψυχής και απουσίες οραμάτων
σε κρυφούς καημούς κι επώδυνες ομολογίες,
αν και η φαντασία σμίλευε σεμνές συνωμοσίες,
αφουγκρασμούς ουράνιους κι επίγειες ανταμώσεις,
απαντοχές ευδόκιμες κι αρμένισμα ευτυχίας,
πέζευε η ζωή χλωμή στου νου τα σταυροδρόμια,
αβάσταχτη συνήθεια σε δόγματα και ρήσεις,
ανάγνωση ρηχή χωρίς προγνώσεις κι αποδράσεις.

Κι όταν η σύνεση ψηλάφησε
την ομορφιά της αρετής και την τελείωση του ήθους
στην αναστάτωση της ψυχής και την πυρπόληση της μνήμης,
στο στέγασμα της μοναξιάς και της  τελετουργικής σιωπής,
συστοίχισε τα καθημερινά με στοχασμό και βλέψεις
στον έρωτα και το σεβασμό μ’ αισθήματα αμοιβαία,
συμμάζεψε τα χθεσινά, τα υψιπετή και σκόρπια
απ’ τ’ άγια σεληνόφωτα και τις αστροφεγγιές τις πλέριες
για το κοινό  κι ανέφελο πορφύρωμα της ζωής.

EKEINH TH NYXTA (Γιώργος Αλεξανδρής)

Εκείνη τη νύχτα,
τη νύχτα της λειτουργίας και ανάτασης των ψυχών,
της υμνωδίας και σαγήνης των μακαρισμών,
που αναμετριόμασταν με το χρόνο και τον κόσμο
και δικάζαμε βιαστικές τις επιλογές μας,
αστόχαστες τις στάσεις και άγουρες τις συμπεριφορές,
εκείνη τη νύχτα ανακαλύπταμε τη ζωή μας
σε κοντινούς ορίζοντες και μικρές καταθέσεις,
σε όνειρα φτιασιδωμένα κι αδέσποτες προσδοκίες.

Εκείνη τη νύχτα,
τη νύχτα της απροσποίητης έκπληξης και χαράς,
της ομορφιάς της αναστάτωσης και των πόθων
που αρνηθήκαμε τη σοφία των συμβιβασμών
και παραδοθήκαμε στην αρετή των ευαισθησιών
και τη θελκτική μαγεία απόκοσμων φωνών,
εκείνη τη νύχτα διαφεντέψαμε τη ζωή μας
σε  πρωτόφαντες λαχτάρες και μύχιες πεθυμιές,
σε άγνωστες διαδρομές και μακρινές περιπλανήσεις.

Εκείνη τη νύχτα,
τη νύχτα της περισυλλογής και της γνώσης,
της μυσταγωγίας, της έκστασης και των ασπασμών
που μαρτυρήσαμε κοινές καταφυγές και αποδράσεις,
που αφουγκραστήκαμε σκιρτήματα και κατανύξεις,
ανίσκιωτα βλέμματα και λόγια αναμνήσεις,
εκείνη τη νύχτα διακονήσαμε τη ζωή μας
σε ιερά θυσιαστήρια και άσπιλα άβατα θεών,
στου  έρωτα τα μυστικά  λιοστάσια των  θνητών.

Η ΑΡΜΟΝΙΑ ΤΟΥ ΤΕΛΟΥΣ (Αλεξανδρής Γιώργος)

Κάθε αρχή και ψέμα, κάθε τέλος και αλήθεια
και των ονείρων το δίκαιο και η αρετή,
ψευδαίσθηση υπότροπη, ιδέα δηλωτική,
αρμονική η σύζευξη και η εκπλήρωση αναμονή.
Συναρπαστικό και ερεβώδες μυστήριο η ζωή,
η σύμπτωση, η πρόκληση, η γνωριμιά και η μαρτυρία,
σπάταλη γραφή στους ορισμούς και τις εκζητήσεις,
ερώτημα μέγα οι λογισμοί και βεβαιότητα η απορία.
Οι υποθέσεις,αμφίδρομοι συνειρμοί κι εκτίμηση,
οι πιθανότητες, επινόηση μέτρου συναλλαγής,
η φαντασία  γλυκότροπη και αξία προστακτική
και η πραγματικότητα αδέκαστη αποτίμηση και παραδοχή.
Η αίσθηση του χρόνου, κρυφή ενοχή και φόβος,
η εντρυφή του μακάρια υπέρβαση κι επώδυνη αυτογνωσία,
ανύπαρκτο το αιώνιο, ψηλάφισμα το συμπαντικό
κι απόλυτη κορύφωση, η αρμονία και η αποδοχή του τέλους.
Κι  εμείς, μετουσιώσαμε την ύπαρξη σε λόγο και ανάγκη,
κοινωνήσαμε τη θέωση ως λύτρωση και μεγαλοσύνη,
κοινή  σπονδή και λειτουργία  η πεμπτουσία  της ζωής
κι ο έρωτας συνείδηση,μεγαλείο κι αφορισμός του τέλους .
                                                      5-5-2019

ΗΤΤΕΣ ΚΑΙ ΕΠΕΤΕΙΟΙ (Αλεξανδρής Γιώργος)

Τούτο το ασχη­μά­τι­στο πλή­θος
με τα σφιγ­μένα χείλη και τα σκο­τεινά μάτια
που σάστισε στην ήττα της επο­χής του,
κι αυτός ο ασυμ­μά­ζευ­τος λόγος
που κούρ­σεψε τον πανικό και την υστε­ρία
με δυο κραυ­γές στο φόβο του
και μια βρι­σιά στην οργή του,
χώρε­σαν ως ενοχή και ψέμα στην επό­μενη ημέρα,
αιχ­μά­λω­τοι στις αρχές και το δίκαιο της ευθύνης .

Τού­τοι οι ευρύ­λα­λοι ταγοί
με το κηρύ­κειο της προ­σφο­ράς και την τήβεννο της πει­θούς
που στα­σί­α­σαν στα κενά και τις απου­σίες
κι αυτοί οι κλη­τοί συνο­δοι­πό­ροι
που θυσί­α­σαν στην πτώση και την ανα­δοχή
με δυο κρυ­φές απο­στρο­φές
και μια φανερή συνη­γο­ρία,
υπέ­κυ­ψαν στην οφειλή και τη γοη­τεία των επε­τείων
στο­χα­στές στην παρόρ­μηση και τον μυρηκασμό.

Πεζοί και χαλ­κευ­μέ­νοι οι και­ροί
σε δοκη­σί­σο­φες σκη­νές και πρά­ξεις επι­στα­σίας
να έχει σχήμα η ζωή και η συνέ­χεια άκρη
και οι άθρω­ποι προ­βλέ­ψι­μοι
στης μνή­μης το ανά­θεμα, στην οιμωγή του οίστρου.
Χωρίς της ουτο­πίας την πλη­σμονή,
την προ­σφυγή στου ονεί­ρου την προ­φη­τεία,
χωρίς την απο­κο­τιά και τ’ ανέ­φι­κτου την τυραν­νία,
ήττες και επέ­τειοι την ιστο­ρία θα ορίζουν.

ΠΡΟΒΟΛΕΣ ΚΑΙ ΑΝΑΠΑΡΑΣΤΑΣΕΙΣ (Αλεξανδρής Γιώργος)

Κι αυτός , ένας από μας, ήταν προβληματισμένος.

Δεν είχε τίποτα να προσδοκά και να ονειρεύεται,
τίποτε να επινοεί ,να σχεδιάζει και να ελπίζει,
κι οι μέρες του έφταναν άδειες, με μιαν ανυπόφορη σιωπή
κι έφευγαν στεγνές, με μιαν αβάσταχτη ματαιότητα.
Αλλά και απογοητευμένος.
Δεν είχε τίποτα να θυμάται και να αναπολεί,
τίποτε ν’ ανακαλέσει, ν’ ακουμπήσει και να παραδοθεί
κι οι σκέψεις του ανήλεες, με μιαν αδυσώπητη προβολή
τον ισοπέδωναν σε μια βάρβαρη μοναξιά και οδύνη.

Ήταν η ζωή του μια αδειανή χεριά,
κύκλου μικρού ένα ρηχό σημάδι.

Και  τούτος,  ένας από μας, ήταν ησυχασμένος.

Δεν είχε τίποτα να αγωνιεί και να ανησυχήσει,
τίποτε να αναρωτηθεί, να φοβηθεί και να μετανιώσει
κι οι μέρες του περνούσαν σκυφτές, ίδια σχηματισμένες
χωρίς έννοιες και λογισμούς, δίχως ρωτήματα και ταραχές.
Αλλά και παραιτημένος.
Δεν είχε τίποτα να μνημονέψει και να δικάσει,
τίποτε να δαχτυλοδείξει, να μαρτυρήσει και να προβλέψει
κι οι σκέψεις του αμνήμονες σε μιαν ήσυχη πομπή
τον γαλουχούσαν λεύτερο στην τάξη και την αποφυγή.

Ήταν η ζωή του μια προσκυνηματική φτιαξιά,
ένας ανύποπτος, στρωτός και συρόμενος κόσμος.

Και κείνοι, πολλοί από μας, εσωστρεφείς και  πειθαρχημένοι..

Ασκήτευαν μοναχικοί σε αξίες και ευθύνες,
απόμακροι, απέλπιδες μπροστά από την εποχή τους ,
ενώ ο σωρός τυμπάνιζε σε ομήγυρες και συνάξεις
το θράσεμα της άγνοιας, το θρίαμβο της ανωνυμίας.
Αλλά και ευταξίας μέντορες και σωφροσύνης λειτουργοί.
Παλιών αρχών κελεύσματα οι απαντοχές και οι μνήμες,
η ιστορία, του φόβου αναπαράσταση και πίστης δοκιμασία.
Βαθιά θεώρηση ζωής και σμίλεμα ιδεών οι μύθοι,
τα πάθη αιώνια ηχώ κι αλήθεια οι ανάγκες.

Δικαίωση ζωής η αντίθεση και η συμφωνία φύση.
Στο αύριο οι μπροστάρηδες και οι ακόλουθοι στο πνεύμα.

ΑΝΑΜΕΤΡΗΣΕΙΣ

…από τους αδέξιους βηματισμούς…

Η αστέγαστη σιωπή και το φευγάτο βλέμμα,
κρυφή παραδοχή κι αστράτευτη εμπειρία.
Η αγανάκτηση, ανώριμη οργή και  ρήτρα,
αυτάρεσκη επινόηση, του φόβου αγυρτεία.
Σωριάσαμε τις μέρες μας ανώνυμες και υποτελείς,
μετρήσαμε τα χρόνια μας με σύμβολα και εποχές
και τώρα πώς ν’ αναμετρηθείς με  σχήματα και ίσκιους
και πώς ν’ αξιωθείς μακαρισμούς και προβλέψεις;

…στο ανένταχτο κρησφύγετο …

Οι παλιές μνήμες και οι ύστεροι αναλογισμοί,
γραφή επιθυμιών και ανάγνωση σοφίας.
Η προσφυγή στους ορισμούς και τις αριθμήσεις,
αίρεση αξιών και αντίστιξη ευθύνης.
Συνταχθήκαμε με αναλυτές και προφήτες,
αναρτήσαμε ιδέες ,αξίες και προτάσεις
και τώρα πώς ν’ αναμετρηθείς με μεταστάσεις
και πώς ν’ αξιωθείς την πρακτική της γνώσης;

…και τις απόκρυφες  ομολογίες.

Η χθεσινή επίσπευση, το κέλευσμα τ’ αυριανό,
επίγραμμα μοναξιάς και επιμύθιο ιστορίας.
Το δίλημμα, συνείδησης κενό και υποτροπή,
αφορισμού ανάκρουση, ανάγκη και μαρτυρία.
Πορευθήκαμε με προτεραιότητες και ανιχνεύσεις,
στασιάσαμε με σύνδρομα και αμφισβητήσεις
και τώρα πώς ν’ αναμετρηθείς με τη δεσποτεία του χρόνου
και πώς ν’ αξιωθείς τη λύτρωση της υπέρβασης;

ΣΥΝΑΙΣΘΗΣΗ

Και να θυμάσαι,
γυναίκα εσύ της μνήμης και της ανάγκης
πως ο δικός μας κόσμος
είναι αυτός των κρυφών θεών ο ασύνορος κόσμος,
του χορού των αγγέλων και του ίσκιου των ανθρώπων,
αυτός που μπορούμε με ουρανό να μετράμε
και σε μικρά κρησφύγετα να μοιραζόμαστε.
Και να λογιάζεις,
γυναίκα εσύ της πεθυμιάς και των ονείρων
πως ο δικός μας έρωτας
είναι αυτός της πληρότητας και του δέους,
της αυγής ανασαιμιά, βλεφάρισμα της εσπέρας,
αυτός  που μπορούμε με σιωπή να ομολογούμε
και σε εικόνες και σύμβολα να στεγάζουμε.
Για να μην φοβάσαι
τη μοναξιά των απωλειών και των παραιτήσεων,
για να αρνείσαι
τα βέβηλα προσχήματα και τις αδέξιες αποδράσεις
και να συντρέχεις  με πλήρη συναίσθηση,
ταίρι εσύ στο προσκύνημα των ειδώλων
και στο μεγαλείο της αιωνιότητας των στιγμών.

ΑΝΙΣΤΟΡΗΤΟΙ

Σε τούτους τους δρόμους σέρνεται η σιωπή.
Ένοχη και απολογητική.
Σε τούτες τις μέρες τρυπώνουν οι ψίθυροι.
Ασαφείς και  ανακριτικοί.
Και στριμώχτηκαν όλοι αυτοί, πανικόβλητοι συνοδοιπόροι
με μια  επιτηδευμένη έκπληξη και απορία
στα στενά του φόβου και τ’ ανοιχτά του θυμού,
να δηλώσουν συμμετοχή και ακολουθία.
Σε τούτους τους λόγους περισσεύει η υποκρισία.
Αξόδευτη και αναδρομική.
Σε τούτες τις γραφές στερεύουν οι ευθύνες.
Αλλότριες και ασπούδαστες.
Και συντάχθηκαν όλοι αυτοί, επιτήδειοι συλλειτουργοί
με πλήρη ομοφωνία και συναίσθηση αρραγή
στης ιστορίας το αύριο, στο χθες της δημιουργίας,
το χρέος να αναδείξουν ως συνείδηση και διδαχή.
Κι έγινε ο κομπασμός οιμωγή και βλασφημία,
η εγρήγορση μοναξιά και η αφοσίωση πλάνη.
Η περηφάνια στοίχειωσε σε σαρκασμό και ειρωνεία,
η φρόνηση υπέκυψε σε αναφορές και αιτίες
κι έμειναν όλοι αυτοί οι  αστόχαστοι χειροκροτητές,
απρόσωποι στασιαστές και ασύντακτοι φυγάδες,
ανιστόρητοι, χωρίς πνεύμα και δίχως προορισμό,
ναυάγια μιας πλαστογραφημένης και κίβδηλης εποχής.

Αναγνώστες

ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ

ekpoiisi@yahoo.gr

ποίηση στην εποχή της εκποίησης

ποίηση στην εποχή της εκποίησης