Ράθυμη πόλη,
πόλη αλαζονική,
πόσο μικρή και άχρωμη
στους πλατιούς και πολύβοους δρόμους,
πόσο στενάχωρη και θλιβερή
στο φτιασίδωμα και την ξιπασιά
της στολισμένης βιτρίνας.
Αναστενάρισσα πόλη,
πόλη αυτάρεσκη
χωρίς ταυτότητα και ψυχή,
γέρνεις καλάμι στο πρωί
την ώρα που ένα αβέβαιο χέρι
σε δαχτυλοδείχνει κι αμφισβητεί
την πλαστική σου καθημερινότητα,
την ώρα που φυλακίζεσαι
πίσω απ’ το σίγουρο ήχο της κλειδαριάς,
από εικόνες που τρέχουν,
από φόβους που παραστέκουν
ως υποψία αντίστασης.
Φοβάμαι πως σου μοιάζω!
Και σφίγγεται η ψυχή μου
στην απουσία των ελπίδων
στο κενό των ονείρων
και την άτιτλη προσδοκία.
Ανέραστη πόλη,
πόλη χλωμή,
φοβάμαι κείνες τις ώρες
που όταν προσεύχονται οι κορφές των δένδρων
στη σιωπή του ουρανού
βγαίνουν σε πλειστηριασμό
άδεια και ξέπνοα κορμιά,
κείνες τις ώρες που λόγια κι αισθήσεις
παραδίνονται μ’ εκπτώσεις κι εκποιήσεις.
Αγύρτισσα πόλη,
τσιγγάνα ανέμελη στη βροχή,
στου στενοσόκακου τη γιορτή
αναπνέεις ζωή
και τρέχω κοντά σου μικρό παιδί.
Σφιγμένο το χέρι,
το βλέμμα βαθύ,
απ΄ την ίδια γραφή κι οι δυο,
στη γη τεντωμένοι.
Ανιστόρητη πόλη,
πόλη μαγική!
η ποίηση στην εποχή της

ΠΟΛΗ (Γιώργος Αλεξανδρής)
Ω! ΘΕΕ ΜΟΥ . . . (Γιώργος Αλεξανδρής)
Βαθύς ο ίσκιος της ζωής
πίσω από θλιμμένα μάτια
κι αυτό το δράμα της ψυχής,
θρήνος σε άγνωστα μονοπάτια.
Ω! Θεέ μου,
παρηγόρησέ με!
Αίμα εδώ και αίμα εκεί,
δρόμοι γεμάτοι δάκρυ,
ποιοι άραγε σ’ αυτή τη γη
το μίσος θα φέρουνε στην άκρη;
Ω! Θεέ μου,
αξίωσέ με!
Τα χέρια επάνω στη φωτιά
και οι φωνές πολεμική κραυγή,
ποια θα είναι αυτή η γενιά
που θα φέρει μιαν άλλη εποχή;
Ω! Θεέ μου,
αναθάρρησέ με!
Μετανάστες και όμηροι
σε ανθρώπινα παζάρια,
τι δυστυχία οι κακόμοιροι,
αιχμάλωτοι σε κελάρια.
Ω! Θεέ μου,
αντρείεψέ με!
Πού να πάνε να προσκυνήσουν,
σε ποιον τόπο να σταθούν,
τη ζωή τους ν’ αγαπήσουν
χωρίς το αύριο να φοβηθούν;
Ω! Θεέ μου,
ευλόγησέ με!
Μικρά παιδιά στην απονιά,
απόκληρα κι ορφανά στο δρόμο,
σε ποια θα γείρουν αγκαλιά
χωρίς σπαραγμό και τρόμο;
Ω! Θεέ μου,
προστάτεψέ με!
Δύσκολοι κι απέλπιδες καιροί
δίχως δίκιο και σεβασμό,
με ποια ευχή τόσοι καημοί
θα βρούνε λυτρωμό γλυκό;
Ω! Θεέ μου,
φυγάδεψέ με!
Η αντιδικία θρονιασμένη
με τα πάθη ως αρετή
και η κοινωνία διχασμένη
δίχως έρμα και ντροπή.
Ω! Θεέ μου,
γρηγόρεψέ με!
Την ειρήνη πού να καρτερέψουν,
ποιους ηγέτες να εμπιστευθούν
πώς εκδικητές να ημερέψουν,
σε ποιους σωτήρες να στραφούν;
Ω! Θεέ μου,
προφύλαξέ με!
Ικέτες ιεροί στη δύναμή Σου
να ‘βρει η φιλία χώρο και σκεπή
να ‘ναι αρμονία η θέλησή Σου
των ανθρώπων, και σοφίας ηθική.
Ω! Θεέ μου,
ευτύχισέ με!
ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΦΩΝΗ (Γιώργος Αλεξανδρής)
Γλυκό κελάηδισμα η ζωή, ,
μυριόστομο,
αντίλαλος,
απόηχος.
Αγλάισμα η σκέψη στην ψυχή,
υμνωδία,
φωτοδότρα,
οδηγήτρα.
Λάμπρισμα οι πόθοι και οι καημοί,
ελπιδοφόροι,
ονειρόγιομοι,
πολυσήμαντοι.
Αρμένισμα τα όνειρα και εντρυφή,
ιδεολογία,
δικαίωμα,
ελευθερία.
Και αγγέλθηκαν άστατοι καιροί,
υποκρισίες,
προσποιήσεις,
παραιτήσεις.
Στην καρδιά η βαθιά ρωγμή,
παιδεμός,
απόγνωση,
απελπισία.
Στόμα βουβό και ματιά θολή,
προσωπική,
ομαδική,
συλλογική.
Ανάγκη πρώτη και η αποδοχή,
ανερώτητη,
ευσχήμονη,
προσήκουσα.
Κι όμως θα χαράξει η αυγή,
ηλιόσταλτη,
ταγμένη,
προορισμένη.
Σύστοιχη η ελπίδα με την ευχή,
μακαρισμός,
ευδοκίμηση,
επιτέλεση.
Χαρμόσυνο άκουσμα και η βοή,
συνάθροιση,
συνομιλία,
συμφιλίωση.
Ο λόγος μας ελεύθερη φωνή,
έκφραση,
τελετουργία,
αρμονία.
Και η πίστη μας ελεύθερη φωνή,
συντεταγμένη,
εκκωφαντική,
μελωδική.
Με την αλήθεια ελεύθερη φωνή,
αμφισβήτηση,
αποζήτηση,
ολοκλήρωση.
ΠΑΤΡΙΔΑ ΕΛΛΑΔΑ (Γιώργος Αλεξανδρής)
Σε χώρες ταξίδεψα πολλές και ξένους τόπους είδα.
Πρωτόγνωροι, ανοιχτοί, σε θέλγητρα απίστευτα μαγικοί,
μα σαν και σένα Ελλάδα γαλανή, τρισένδοξη πατρίδα,
όμοιά σου δε γνώρισα καμιά στα μέρη εκείνα εκεί.
Τ’ αμέτρητα τα κάλλη σου, η πλούσια ομορφιά σου,
μάτια θαμπώνουνε πολλά σε όλη την οικουμένη
και σ’ έχουν τίμημα τρανό, περήφανα τα παιδιά σου
και χαίρονται ανοιχτόκαρδα που σε τιμούν κι οι ξένοι.
Στην αναγνώριση, το θαυμασμό, στης προβολής τα γραπτά,
δόξα κι αγλάισμα απόχτησες στα χρονικά της ιστορίας,
δόξα που κατακτήθηκε με δόγματα σοφίας και ρητά
και γαλουχήθηκαν λαοί στο πνεύμα της δημοκρατίας.
Επιβουλεύτηκαν πολλοί τ’ αδούλωτο και ιερό σου χώμα,
δυνάστες και κατακτητές στην υποδούλωσή σου να χαρούν,
όμως λεύτεροι πολίτες σε προστάτεψαν κι απέδειξαν ακόμα
πως την αρχαία δάδα της ευθύνης, αναμμένη την κρατούν.
Πρόμαχοι σε Θερμοπύλες, Μικρασίες, σε θάλασσες και βουνά,
λόγιοι και σοφοί στην Πνύκα, την Πόλη, σε Δύση και Ανατολή,
για το λάμπρισμα της ελευθερίας και της φυλής τα ιδανικά,
του πολιτισμού τη λαμπάδα κράτησαν ψηλά κι αέναα φωτεινή.
Και όταν σε κάθε εποχή , δόκιμοι ανεξάρτητων αρχών,
σε προδικάζουν θύμα ευάλωτων καιρών και πατριαρχίας,
μένεις ανοιχτός ναός λατρείας ελεύθερων προσκυνητών,
με πρόσκληση στην επιλογή κι εναλλαγή αδέκαστης εξουσίας.
ΤΟ ΑΝΤΑΜΩΜΑ (Γιώργος Αλεξανδρής)
Για το προσωπικό τ’ αντάμωμα σαν ξεκινήσεις
στη στράτα της ζωής που τη θέλεις πλατιά και μακρινή,
κρυφό και γλυκό ξαπόσταμα ποτέ μην πεθυμήσεις
στ’ ακρόδενδρου τον ίσκιο και την νεροπηγή.
Στα μάτια σου, κατάματα ν’ αφήσεις να γέρνει
η λαύρα του ήλιου και τ’ άπειρο τ’ ουρανού
και στα στεγνά σου χείλη η δίψα να σου φέρνει
καθάρια κι άγια νάματα της ψυχής και του μυαλού.
Οι πόθοι σου αδέσποτα φαντάσματα να μη γίνουν,
τα όνειρα να μην σε ακολουθούν εξόριστα και γυμνά
και οι σκέψεις σου κοντόθωρες να μη μείνουν
σε μέρες και νύχτες που μέτρησες απανωτά.
Στο διάβα ταπεινές στιγμές μη νοσταλγήσεις,
το κάθε σου πρώτο βήμα να το θαρρείς στερνό
και φίλημα χαιρετισμού σε μνήμες μην ποθήσεις,
το βέβαιο αγκαλιάσεις και χάσεις τον πειρασμό.
Για της γνώσης τον παιδεμό στη μύηση σαν ξεκινήσεις
στην απόκληρη κι ασύμμετρη συνοδεία της ζωής,
το τέλος της ως δίδαγμα να μην αποζητήσεις
και μ’ αποφθέγματα αδόκιμος κριτής να μη φανείς.
Στα διλήμματα του λογισμού και τις φοβίες μη σταθείς,
στου ξορκισμού το θόλωμα μη σε γητέψει ο νους σου
και για αρνήσεις κι επιστρόφια να μην αναρωτηθείς.
Απέναντι θα στέκεσαι εσύ, ορκιστής του εαυτού σου.
Του κοριτσιού τα μάτια (Γιώργος Αλεξανδρής)
ΑΠΟΔΡΑΣΕΙΣ (Γιώργος Αλεξανδρής)
Αλήθειες (Γιώργος Αλεξανδρής)
ΑΡΜΟΝΙΑ ΚΑΙ ΟΛΟΚΛΗΡΩΣΗ (Γιώργος Αλεξανδρής)
Της ψυχής μου το άδειο κατώφλι
είναι γεμάτο από το βλέμμα της απουσίας σου.
Οι θύμησες, ρεμβασμός και θεία λειτουργία,
ρυθμικός χορός και θυσία στης μνήμης το βωμό
και η νοσταλγία κρυφή σπονδή στο χρόνο
να έχουν και πάλι τα όνειρα αρχή και χρώμα.
Της ψυχής σου τ’ ανοιχτό παραθύρι
λιοστάσι είναι και φεγγαράδας γιόμα.
Το βλέμμα σου αγγέλου γλυκοκοίταγμα και χάδι,
ταξίδεμα ηλιού στ’ ουρανού το γαλάζιο
και τ’ αυγινό σου γέλιο αντίδωρο και χάρη
στον ίσκιο του κρυφού καημού και της ελπίδας.
Απλωσιά της αγάπης και χαράς η ζωή,
πολύφερνος δρόμος στην ομορφιά και τη μαγεία.
Οι λογισμοί του νου και της καρδιάς οι χτύποι,
βαθύ προσκύνημα με σεβασμό και γνώση
στο κάλεσμα, στ’ αντάμωμα, στο γιάτρεμα του πάθους,
πιο πέρα απ’ το γραμμένο μας και τις απαντοχές μας.
Του έρωτα τραγούδι το γλυκομιλητό σου,
μακρύ ταξίδι λυτρωμού και η σιωπή σου.
Ανταύγειες του μέλλοντος καταφυγές κι αναπολήσεις,
λαμπρίσματα οι προσμονές κι οι πόθοι αρμονία,
να έρχεσαι απ’ το αύριο παραδοχή και πίστη
και ταίριασμα να φτάνεις και ολοκλήρωση ζωής.
ΕΝΣΤΑΣΕΙΣ (Γιώργος Αλεξανδρής)
Από τη συμβουλή ως και τη σύσταση,
η απειλητική ματιά κι ο οργισμένος λόγος,
εκεί, στην περιπολία, την επίβλεψη και τη σήμανση,
αυθαίρετα επέβαλαν τη δύναμη της εξουσίας
κι αυτάρεσκα συνταίριαξαν το επίτιμο προσωπείο,
με τη σιγουριά τ’ ανώνυμου και τη φυγοδικία.
Από το ξάφνιασμα ως και τ’ αναρώτημα,
ο αφανέρωτος φόβος και η απροσποίητη σιωπή,
εκεί, στην περιόδευση για τις πεζές ανάγκες,
ανακάλεσαν μνήμες παλιές σε γυάλινες εποχές,
συγκράτησαν φωνήματα έκπληξης και αντιμιλιές
κι ως ένσταση αφέθηκε η απορία και η υπακοή.
Από την άρνηση ως και τη βιαιοπραγία,
ο αστέγαστος ελευθερισμός και οι επίπλαστες θεωρίες,
εκεί, στο χώρο της αντίδρασης και της μισαλλοδοξίας,
πυκνώνουν νεφελώματα σε σκοτεινές συνάξεις,
συντάσσονται ανατροπές σε πρακτικές κατεστημένες
κι αυτομολούν ανεύθυνοι κι ακόλουθοι της τάξης.
Από την επιφύλαξη ως και τη βεβαιότητα,
ο δόκιμος προβληματισμός και η ελεύθερη σκέψη,
εκεί στο επιστέγασμα της κριτικής και του ρεαλισμού,
αδήριτα αντιστέκονται σε συμπάθειες και πλάνες,
τη συνύπαρξη επικροτούν σε θέσεις και αντιθέσεις
κι ως ένσταση δηλώθηκε η επανάσταση της λογικής.
Πορφύρωμα ζωής (Γιώργος Αλεξανδρής)
και στένευαν οι αλλότριες κι ασύμμετρες εποχές
σε μια άκληρη, απρόσωπη εφημερία
κι έναν ανώριμο και μακάριο εφησυχασμό,
λιγόστευαν τα όνειρα και οι προσδοκίες,
μίκραιναν οι ελπίδες και οι αναμονές
κι οι μέρες ασύνταχτες και δίχως τελειωμό,
δυσοίωνες γλιστρούσαν στη δυσθυμία και την ενοχή.
κενά ψυχής και απουσίες οραμάτων
σε κρυφούς καημούς κι επώδυνες ομολογίες,
αν και η φαντασία σμίλευε σεμνές συνωμοσίες,
αφουγκρασμούς ουράνιους κι επίγειες ανταμώσεις,
απαντοχές ευδόκιμες κι αρμένισμα ευτυχίας,
πέζευε η ζωή χλωμή στου νου τα σταυροδρόμια,
αβάσταχτη συνήθεια σε δόγματα και ρήσεις,
ανάγνωση ρηχή χωρίς προγνώσεις κι αποδράσεις.
την ομορφιά της αρετής και την τελείωση του ήθους
στην αναστάτωση της ψυχής και την πυρπόληση της μνήμης,
στο στέγασμα της μοναξιάς και της τελετουργικής σιωπής,
συστοίχισε τα καθημερινά με στοχασμό και βλέψεις
στον έρωτα και το σεβασμό μ’ αισθήματα αμοιβαία,
συμμάζεψε τα χθεσινά, τα υψιπετή και σκόρπια
απ’ τ’ άγια σεληνόφωτα και τις αστροφεγγιές τις πλέριες
για το κοινό κι ανέφελο πορφύρωμα της ζωής.
EKEINH TH NYXTA (Γιώργος Αλεξανδρής)
της υμνωδίας και σαγήνης των μακαρισμών,
που αναμετριόμασταν με το χρόνο και τον κόσμο
και δικάζαμε βιαστικές τις επιλογές μας,
αστόχαστες τις στάσεις και άγουρες τις συμπεριφορές,
εκείνη τη νύχτα ανακαλύπταμε τη ζωή μας
σε κοντινούς ορίζοντες και μικρές καταθέσεις,
σε όνειρα φτιασιδωμένα κι αδέσποτες προσδοκίες.
τη νύχτα της απροσποίητης έκπληξης και χαράς,
της ομορφιάς της αναστάτωσης και των πόθων
που αρνηθήκαμε τη σοφία των συμβιβασμών
και παραδοθήκαμε στην αρετή των ευαισθησιών
και τη θελκτική μαγεία απόκοσμων φωνών,
εκείνη τη νύχτα διαφεντέψαμε τη ζωή μας
σε πρωτόφαντες λαχτάρες και μύχιες πεθυμιές,
σε άγνωστες διαδρομές και μακρινές περιπλανήσεις.
τη νύχτα της περισυλλογής και της γνώσης,
της μυσταγωγίας, της έκστασης και των ασπασμών
που μαρτυρήσαμε κοινές καταφυγές και αποδράσεις,
που αφουγκραστήκαμε σκιρτήματα και κατανύξεις,
ανίσκιωτα βλέμματα και λόγια αναμνήσεις,
εκείνη τη νύχτα διακονήσαμε τη ζωή μας
σε ιερά θυσιαστήρια και άσπιλα άβατα θεών,
στου έρωτα τα μυστικά λιοστάσια των θνητών.
Η ΑΡΜΟΝΙΑ ΤΟΥ ΤΕΛΟΥΣ (Αλεξανδρής Γιώργος)
ψευδαίσθηση υπότροπη, ιδέα δηλωτική,
αρμονική η σύζευξη και η εκπλήρωση αναμονή.
η σύμπτωση, η πρόκληση, η γνωριμιά και η μαρτυρία,
σπάταλη γραφή στους ορισμούς και τις εκζητήσεις,
ερώτημα μέγα οι λογισμοί και βεβαιότητα η απορία.
οι πιθανότητες, επινόηση μέτρου συναλλαγής,
η φαντασία γλυκότροπη και αξία προστακτική
και η πραγματικότητα αδέκαστη αποτίμηση και παραδοχή.
η εντρυφή του μακάρια υπέρβαση κι επώδυνη αυτογνωσία,
ανύπαρκτο το αιώνιο, ψηλάφισμα το συμπαντικό
κι απόλυτη κορύφωση, η αρμονία και η αποδοχή του τέλους.
κοινωνήσαμε τη θέωση ως λύτρωση και μεγαλοσύνη,
κοινή σπονδή και λειτουργία η πεμπτουσία της ζωής
κι ο έρωτας συνείδηση,μεγαλείο κι αφορισμός του τέλους .
ΗΤΤΕΣ ΚΑΙ ΕΠΕΤΕΙΟΙ (Αλεξανδρής Γιώργος)
Τούτο το ασχημάτιστο πλήθος
με τα σφιγμένα
χείλη και τα σκοτεινά μάτια
που σάστισε στην ήττα της εποχής του,
κι αυτός ο ασυμμάζευτος λόγος
που κούρσεψε τον πανικό και την υστερία
με δυο κραυγές στο φόβο του
και μια βρισιά στην οργή του,
χώρεσαν ως ενοχή και ψέμα στην επόμενη ημέρα,
αιχμάλωτοι στις αρχές και το δίκαιο της ευθύνης .
Τούτοι οι ευρύλαλοι ταγοί
με το κηρύκειο της προσφοράς και την τήβεννο της πειθούς
που στασίασαν στα κενά και τις απουσίες
κι αυτοί οι κλητοί συνοδοιπόροι
που θυσίασαν στην πτώση και την αναδοχή
με δυο κρυφές αποστροφές
και μια φανερή συνηγορία,
υπέκυψαν στην οφειλή και τη γοητεία των επετείων
στοχαστές στην παρόρμηση και τον μυρηκασμό.
Πεζοί και χαλκευμένοι οι καιροί
σε δοκησίσοφες σκηνές και πράξεις επιστασίας
να έχει σχήμα η ζωή και η συνέχεια άκρη
και οι άθρωποι προβλέψιμοι
στης μνήμης το ανάθεμα, στην οιμωγή του οίστρου.
Χωρίς της ουτοπίας την πλησμονή,
την προσφυγή στου ονείρου την προφητεία,
χωρίς την αποκοτιά και τ’ ανέφικτου την τυραννία,
ήττες και επέτειοι την ιστορία θα ορίζουν.
ΠΡΟΒΟΛΕΣ ΚΑΙ ΑΝΑΠΑΡΑΣΤΑΣΕΙΣ (Αλεξανδρής Γιώργος)
Κι αυτός , ένας από μας, ήταν προβληματισμένος.
Δεν είχε τίποτα να προσδοκά και να ονειρεύεται,
τίποτε να επινοεί ,να σχεδιάζει και να ελπίζει,
κι οι μέρες του έφταναν άδειες, με μιαν ανυπόφορη σιωπή
κι έφευγαν στεγνές, με μιαν αβάσταχτη ματαιότητα.
Αλλά και απογοητευμένος.
Δεν είχε τίποτα να θυμάται και να αναπολεί,
τίποτε ν’ ανακαλέσει, ν’ ακουμπήσει και να παραδοθεί
κι οι σκέψεις του ανήλεες, με μιαν αδυσώπητη προβολή
τον ισοπέδωναν σε μια βάρβαρη μοναξιά και οδύνη.
Ήταν η ζωή του μια αδειανή χεριά,
κύκλου μικρού ένα ρηχό σημάδι.
Και τούτος, ένας από μας, ήταν ησυχασμένος.
Δεν είχε τίποτα να αγωνιεί και να ανησυχήσει,
τίποτε να αναρωτηθεί, να φοβηθεί και να μετανιώσει
κι οι μέρες του περνούσαν σκυφτές, ίδια σχηματισμένες
χωρίς έννοιες και λογισμούς, δίχως ρωτήματα και ταραχές.
Αλλά και παραιτημένος.
Δεν είχε τίποτα να μνημονέψει και να δικάσει,
τίποτε να δαχτυλοδείξει, να μαρτυρήσει και να προβλέψει
κι οι σκέψεις του αμνήμονες σε μιαν ήσυχη πομπή
τον γαλουχούσαν λεύτερο στην τάξη και την αποφυγή.
Ήταν η ζωή του μια προσκυνηματική φτιαξιά,
ένας ανύποπτος, στρωτός και συρόμενος κόσμος.
Και κείνοι, πολλοί από μας, εσωστρεφείς και πειθαρχημένοι..
Ασκήτευαν μοναχικοί σε αξίες και ευθύνες,
απόμακροι, απέλπιδες μπροστά από την εποχή τους ,
ενώ ο σωρός τυμπάνιζε σε ομήγυρες και συνάξεις
το θράσεμα της άγνοιας, το θρίαμβο της ανωνυμίας.
Αλλά και ευταξίας μέντορες και σωφροσύνης λειτουργοί.
Παλιών αρχών κελεύσματα οι απαντοχές και οι μνήμες,
η ιστορία, του φόβου αναπαράσταση και πίστης δοκιμασία.
Βαθιά θεώρηση ζωής και σμίλεμα ιδεών οι μύθοι,
τα πάθη αιώνια ηχώ κι αλήθεια οι ανάγκες.
Δικαίωση ζωής η αντίθεση και η συμφωνία φύση.
Στο αύριο οι μπροστάρηδες και οι ακόλουθοι στο πνεύμα.
Δεν είχε τίποτα να προσδοκά και να ονειρεύεται,
Ήταν η ζωή του μια αδειανή χεριά,
Και τούτος, ένας από μας, ήταν ησυχασμένος.
Δεν είχε τίποτα να αγωνιεί και να ανησυχήσει,
Ήταν η ζωή του μια προσκυνηματική φτιαξιά,
Και κείνοι, πολλοί από μας, εσωστρεφείς και πειθαρχημένοι..
Ασκήτευαν μοναχικοί σε αξίες και ευθύνες,
Δικαίωση ζωής η αντίθεση και η συμφωνία φύση.
ΑΝΑΜΕΤΡΗΣΕΙΣ
Η αστέγαστη σιωπή και το φευγάτο βλέμμα,
…στο ανένταχτο κρησφύγετο …
Οι παλιές μνήμες και οι ύστεροι αναλογισμοί,
…και τις απόκρυφες ομολογίες.
Η χθεσινή επίσπευση, το κέλευσμα τ’ αυριανό,
ΣΥΝΑΙΣΘΗΣΗ
ΑΝΙΣΤΟΡΗΤΟΙ
Αναγνώστες
ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ
ποίηση στην εποχή της εκποίησης
