η ποίηση στην εποχή της

η ποίηση στην εποχή της
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ποταμιάνος Γιάννης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ποταμιάνος Γιάννης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Λευκά σουδάρια (Γιάννης Ποταμιάνος)

Πυρπολημένος ο ξανθός Ιούλιος
                                        μπαρουταποθήκη
Χειροβομβίδες
                     τα πυρομαχικά των πεύκων
Μυστική θυσία ετοίμαζαν οι Ιερείς
                                      με θυμιατό ρετσίνι
Γαύγιζαν τον ήλιο τα τελώνια
      οι άνεμοι ακόνιζαν τα μαχαίρια τους
                                                    στα βράχια
Σπιλιάδες και ριπές ανεμοστρόβιλου
           στις κοιλάδες θέριεψαν οι φλόγες
Οι σπινθήρες αναμείχθηκαν με τ’ άστρα
                                         τέτοιος χαλασμός
Που να ‘βρεις μονοπάτι για τη θάλασσα
                                           μια τέτοια νύχτα
Όλα μια φλόγα
                κι ο καπνός μαύρος καβαλάρης
            να τρίζουν τα κόκαλα των πεύκων
Στην πνιγμονή της στάχτης
    ο παφλασμός του κύματος παρηγοριά

Πυρομανής άνεμος
                  κατά μήκος του μαντρότοιχου
κι εσύ ξοπίσω απ’  το σκυλί
                                 με το χαμένο ένστικτο
Δέος, βρισιές καραγωγέα,
                                       συρματοπλέγματα
            δεν υπάρχει μονοπάτι στα κρεμνά

Δυνατός ο άνεμος, έπιασε τόπο η θυσία
Ορθόπλωρος απέπλευσε
                                   ο στόλος των Αχαιών
μα θα επιστρέψει
                         απ’ τα στενά του Καφηρέα
Κι εσύ Κάλχα ας τραβάς τα γένια σου
                             προβλέποντας εκατόμβη

Χωρίς οίκτο η δύση πυρπολεί
                                      τις κορυφογραμμές
Χωρίς λέξεις η ασύμμετρη φλόγα
                                        τα λέει με το κύμα
Νηπενθής ο άνεμος
                μεταφέρει την ασύνορη κραυγή
Στης αγωνίας την ακτογραμμή
                                 πυρώνονται οι βράχοι
Κι εσύ χαμένος στα συρματοπλέγματα
                                 αδαής της χωροταξίας
αναρωτιέσαι τα πως, τα πότε, τα γιατί
                   της πυρκαγιάς και του ανέμου

Έτσι:
Απολογισμού πρώτο

Και τούτο το καλοκαίρι
άλλη μια σκιά στην ακτινογραφία
                               του πνεύμονα της πόλης
Η αρχαία σκουριά επιμένει
                να σαπίζει της πατρίδας το σκαρί
Το ρετσίνι ψάχνει τη φωτιά του,
                    κρώζοντας φεύγουν τα πουλιά
Τη νύχτα θρηνούν οι σκύλοι
                               το χαμένο ένστικτό τους

Απολογισμού δεύτερο

Πρόσωπα ορφανά,
      καλυμμένα με λευκά σουδάρια,
                                            κι εξετάσεις DNA
Στάχτη και καπνιά
        οι φλόγες έφτασαν στη θάλασσα,
                                    τι άλλο μένει να καεί;

Απολογισμού τρίτο

Μυρωδιά θανάτου, πόνος άφωνος
                     παράλυτες φωνητικές χορδές
λέξεις μισές ακρωτηριασμένες
               με τα σωθικά τους να καπνίζουν
                                 στα συρματοπλέγματα
πώς να μιλήσεις;

Απολογισμού τέταρτο

Παίζει στο κύμα ο ασημένιος γλάρος
με άλλη μονάδα αυτός
                     μετράει το μπόι του θανάτου

Απολογισμού ακροτελεύτιο

Κι αυτοί άδουν τυμβωρυχόντας
                              καταμεσής στις στάχτες,
ερίζοντας για το στέμμα και το σκήπτρο

17 Νοέμβρη σήμερα, μια καλημέρα

17 Νοέμβρη σήμερα
κι η σκέψη μου σ’ όσους κράτησαν
                                            στιλπνό το μέταλλο
και το κρατούν ακόμα ανοξείδωτο
                                       σε πείσμα των καιρών
Σ’ αυτούς που αιθεροβάμονες
          στη στίλβη τ’ ουρανού βλέπουν
                                                το πρόσωπό τους
Σ’ όσους στη μεγάλη έφοδο
                                             κρατούσαν λάβαρο
                                        και το κρατούν ακόμα
Σ’ αυτούς που απέμειναν
στους σπάνιους όπως τα πετράδια
                     στους λίγους και τους φωτεινούς
που δεν αφήνουν τη φωτιά
                                         να σβήσει στην εστία
που φυλάνε μια σπίθα στην καρδιά τους
             προσμένοντας ν’ ανάψουν πυρκαγιά
                                     στους μπουρλοτιέρηδες
Σε όσους δένονται στο κατάρτι
                 ν’ ακούν το τραγούδι των Σειρήνων
Σε όσους φοβήθηκαν το ταξίδι
       αλλά ταξίδεψαν γαντζωμένοι στη σχεδία
Σ’ αυτούς που αψήφησαν το θάνατο
                                            κι έμειναν αθάνατοι
Στους γνωστούς κι άγνωστους ταπεινούς
                                               κι όμως γενναίους
που στις επετείους κρύβουν ένα δάκρυ
                                              μες στα γένια τους
Σ’ αυτούς που αντί για γραβάτα φορούν
                                  ένα κόμπο στο λαιμό τους
Σ’ όσους φορούν τα παράσημα
                              κάτω απ’ το πουκάμισό τους
Στους παλιούς συντρόφους του πολυτεχνείου
                                     που δεν αλλαξοπίστησαν
που δεν εκποίησαν τα τιμαλφή τους
                                     στην αγορά της εξουσίας
Στους παραπονιάρηδες,
                              τους ατίθασους συντρόφους
       που ξέρουν να γκρινιάζουν, να διεκδικούν
και να μάχονται για
                                   ψωμί, παιδεία, ελευθερία
        για δουλειά, δικαιοσύνη και αξιοπρέπεια
Σε όσους ακονίζουν το σπαθί
                                            και ξύνουν το μολύβι
Στους αφανείς που γράφουν ιστορία
                                               τώρα και όπως τότε
Σ’ όλους αυτούς σήμερα 17 Νοέμβρη
                                  τους πρέπει μια καλημέρα
                                       «Καλημέρα σύντροφοι»

Τα μαύρα πουλιά

Τα μαύρα πουλιά ακονίζουν
                     τα ράμφη τους στις βουνοκορφές
            σκάβουν με τα νύχια τους τις πεδιάδες

Τα μαύρα πουλιά κοιτάζουν από ψηλά
                                         τις ανυπότακτες πόλεις
πετάνε κρώζοντας στον γαλάζιο ουρανό
                 και εφορμούν σε στόχους ακριβείας
Τα μαύρα πουλιά φορούν
                                          μάσκες χαμογελαστές
                 να κρύβουν το άδειο πρόσωπό τους
τάζουν δημοκρατία στο λαό,
            στο φτωχό ψωμί, στον άνεργο δουλειά

Όμως τα μαύρα πουλιά
                 κρύβουν στα φτερά τους κεραυνούς
                                                  βροντές κι ερείπια
                 κι αίμα πολύ να ρέει στους δρόμους

Τα μαύρα πουλιά πετούν
                               πολύ κοντά στον ουρανό μας
                         τρέφονται με πετρέλαιο και αίμα
τάζουν δημοκρατία και ψωμί
                                  μα φέρνουν φωτιά και πόνο

Έρχονται έρχονται
           τα μαύρα πουλιά των αργυραμοιβών
χώνουν το ράμφος τους
                               βαθιά στο στέρνο της ερήμου
Τα μολύβια τους ξύνουν
                                 οι πληρωμένοι καλαμαράδες
προσαρμόζουν το κούφιο εκμαγείο
                                                       της δημοκρατίας
κι η πέμπτη φάλαγγα των δοσίλογων
       ετοιμάζει εθνικές γιορτές και κόκκινα χαλιά

Τα μαύρα πουλιά έρχονται μες τη νύχτα
                           ξεσκίζουν το σεντόνι της σιωπής
κι η ποίηση ασώματη κεφαλή στριφογυρίζει
                             σαν πυξίδα με το βοριά χαμένο
ερείπια, πτώματα, αίμα
          κέρδος, κέρδος, καίρδος, καίρδως κέρδως
θρυμματισμένα όνειρα, οι στίχοι αιμορραγούν

Αιμοσταγής βρικόλακας είναι η ιστορία
                           κι ετοιμάζει πάλι ματωμένο γάμο

Τα μαύρα πουλιά έρχονται
Μα όταν σφάζουν τα μαχαίρια
                                           η καρδιά κτίζει εκδίκηση
αρχιμάστορες οι νεκροί κι οι μάρτυρες
                                        και πλίνθοι μας οι μνήμες

Τα μαύρα πουλιά έρχονται
μα όσο σφάζουν τα μαχαίρια
                                               το αίμα θεριεύει όρκο
Τα μαύρα πουλιά έρχονται
                               μα οι Δελφοί στέλνουν χρησμό
«Μάχαιραν έδωκαν μάχαιραν ας λάβουν,
                    ώσπου να γεμίσουν οι κοιλάδες αίμα
                         να κολυμπάει το βόδι ως τη μέση»

Τα μαύρα πουλιά έρχονται
                      μα οι φρυκτωρίες στέλνουν μήνυμα:
        «Ζήτω η αντίσταση, η εξουσία στους λαούς»
Τα μαύρα πουλιά έρχονται
         μα η ιστορία τους ετοιμάζει ματωμένο γάμο
Πως αλλιώς θα ξεγεννήσει το καινούργιο
              αν στα βουνά δε μοσχοβολάει αντάρτικο;

Την δική μας μοίρα εμείς θα την ορίσουμε 
Η δική μας μοίρα είναι ο ήλιος
                              που σηκώνουμε στην πλάτη μας,
είναι η γεύση της αλμύρας
                                        στην άκρη των χειλιών μας,
κι ένα ηφαίστειο στο στήθος μας
                                                  που βρυχάται έκρηξη
                               να βάλει φωτιά στο πευκοδάσος

Όχι δεν θα περάσουν τα μαύρα πουλιά
        δεν θα φωλιάσουν στα περήφανα βουνά μας
Εδώ μοσχοβολούν λάβα τα ηφαίστεια
                    και το όνειρο που καίει τα σωθικά μας
                          θα γίνει κραυγή να σχίσει τον αέρα
με το ψαλίδι του χελιδονιού
                                               με τη φτερούγα γλάρου
Είμαστε εμείς μια μυρμηγκιά λαού
                                                που χτίζουμε τον κόσμο
μ’ αγιόκλημα και γιασεμιά με ηφαίστεια και λάβα

Η εξέγερση των μελισσών

Όχι δεν καταθέτουμε τα όπλα
πάντα σε νέο ταμπούρι
                           με παλιό καρυοφύλλι
Ξωμάχοι
μ’ ένα χρέος στο δισάκι μας
           δεμένο σε τετράγωνη πετσέτα
μαζί με τυρί, ψωμί κι άγιες ελιές

Όχι δεν καταθέτουμε τα όπλα
κοιμόμαστε  αγκαλιά
                              με το γιαταγάνι μας
πλάι σ’ ένα αγριολούλουδο
          που μοσχοβολάει το καινούριο
πλάι σ’ ένα θυμάρι ανθισμένο
       που εξεγείρει μέλισσες και ιδέες

Η φύση μαγεμένη Απριλιάτικη
            κραυγάζει έρωτα κι ανάσταση

Όχι δεν καταθέτουμε τα όπλα
                 καμιά υποταγή στο θάνατο
ας γίνουμε επίμονα κυκλάμινα
                   στου βράχου τη σχισμάδα
Όπου μας φροντίζει η στέρηση
                     κι ανθίζει η ομορφιά μας

Όχι δεν καταθέτουμε τα όπλα
Τ’ άστρα είναι οι φανοστάτες μας
                  στους δρόμους τ’ ουρανού
καράβια καλοτάξιδα
                         σε λευτεριά και γνώση
                                               

Όχι δεν καταθέτουμε τα όπλα
Εμείς ψάχνουμε πάντα στις πηγές
                             φεγγάρια ματωμένα
Αφού στην ανομβρία των καιρών
το αίμα των αμνών ποτίζει
                    το δέντρο της αντίστασης

Όχι δεν καταθέτουμε τα όπλα
σπιλιάδα η λύτρωση
     να μοσχοβολάει τ’ αγριολούλουδο
κι ο βόμβος
της εξέγερσης των μελισσών
  να μας τάζει μέλι γλυκό ανάστασης

Όχι δεν καταθέτουμε τα όπλα
εμάς σπιλιάδες μας πρέπουν
                                   κι αγριολούλουδα

Σ’ αυτή την πόλη



Στη μεγάλη λεωφόρο βαδίζουν
             όλοι μαζί κι ο καθένας μόνος
Όλοι βλέπουν
τα ίδια δένδρα, τα ίδια πρόσωπα
                             τους ίδιους δρόμους
Σ’ αυτή την πόλη
ο καθένας έχει τ’ όνειρό του
                                κι όλοι μαζί το ίδιο
Ο καθένας ζει το δικό του εφιάλτη
                             κι’ όλοι μαζί τον ίδιο

Σ’ αυτή την πόλη
                    οι μυλόπετρες της μέρας
                                          μας αλέθουν
όλους μαζί και τον καθένα μόνο του                     
Σ’ αυτή την πόλη
τα σκυλιά κι οι άνθρωποι
                          έχουν θλιμμένα μάτια
Σ’ αυτή την πόλη
                            άνθρωποι και σκυλιά
    ψάχνουν αποφάγια στα σκουπίδια
Σ’ αυτή την πόλη τη σκληρή
                     αυτό που δίνεις παίρνεις
μοναξιά στη μοναξιά
               φτώχεια στη φτώχεια
                               θάνατο στο θάνατο

Αυτή η πόλη πρέπει ν’ αλλάξει
Στη μεγάλη λεωφόρο πρέπει
                                        να βαδίσουμε
              όλοι μαζί κι ο καθένας μόνος
με τα ίδια όνειρα γραμμένα
                                     στο μέτωπό μας
με τα ίδια συνθήματα
                       γραμμένα στα πανό μας
Αυτή η πόλη σου επιστρέφει
                                           ό,τι της δίνεις
αγάπα τη να σ’ αγαπήσει
                      κάψε τη για να σε κάψει
να φυτρώσουν στ’ αποκαΐδια της
                                               λουλούδια
Αυτή η πόλη είσαι εσύ
                     άλλαξε λοιπόν, ν’ αλλάξει
Βγες επιτέλους στη μεγάλη λεωφόρο
μ’ ένα όνειρο στο μέτωπο
                               έτοιμος για να καείς

Σ’ αυτή την πόλη οι ήρωες είναι
                                      άνθρωποι απλοί
προχωρούν σκυφτοί στα σκοτεινά
                            του φόβου μονοπάτια
Ο ήρωες σ’ αυτή την πόλη
                φοβούνται αλλά προχωρούν
είναι πολλοί
         μα δεν διστάζουν να γίνουν ένας

Σαν έρθουν οι καιροί
σ’ αυτή την πόλη οι άνθρωποι
           γίνονται δέντρα, γίνονται δάσος
ριζωμένοι βαθιά στο χώμα
δρασκελούν πολλά χιλιόμετρα ιστορίας
                                                σε μια νύχτα

Σαν έρθουν οι καιροί
Αυτοί που δεν έχουν τίποτα να χάσουν
                               θα δείξουνε το δρόμο
Αυτοί π’ αρνούνται τη ζωή
                                     που τους χαρίζουν
και διαλέγουν μόνοι το δρόμο τους
                                     και το θάνατό τους
Αυτών το μπόι, θα μετρήσει η ιστορία,
                       με τη μεζούρα των αιώνων

Ο αλιγάτορας

Νείρεται σάρκα ομοούσια
                                        ο αλιγάτορας
στις σκιερές συστάδες
Ρόγχος, ιδρώτας και αίμα μουντό
                                   μελανοστάλακτο
ρέει μέσα στο έλος

Κρατάει ρομφαία δίστομη στον όρθρο
                                       ο κερδοσκόπος
να σφάζει άγουρο το όνειρο
          στο κοιμισμένο βλέφαρο μας

Ολημερίς των τοκογλύφων
                                           οι κυνόδοντες
ξεσχίζουν τις δορκάδες
Αχνίζει το αίμα
Στην πνιγμονή του απομεσήμερου
το σαρκοβόρο κέρδος ροκανίζει
                           τα κόκκαλα της μέρας

Στην τρικυμία της αγοράς
       λάμνουν ανελέητα οι κωπηλάτες
ξεβράζονται τα πτώματα της μέρας
           στους βράχους του απόβραδου,
να τα περιμαζεύει στοργικά
                               η ονειρομάνα νύχτα
ως το ξημέρωμα                                                      
                         μες στις φτερούγες της
να κλωσάει το όνειρο
                             μιας ζωής αλλιώτικης



Ουρανίωνες



 Με το κεφάλι σκυμμένο βαδίζουν
                                 στο ηλιοβασίλεμα
 ανεμίζοντας το σύνθημα
               «Ψωμί Παιδεία Ελευθερία»
Οι χθεσινοί φίλοι γερτοί
                            βαδίζουν δίπλα δίπλα
πάντα φωνάζοντας όπως παλιά
                       «θάνατος στο φασισμό»

Με το δισάκι της μνήμης ζαλωμένοι
στην αιώρα του χρόνου να λικνίζεται
αφουγκράζονται 
                 την ηχώ των ονείρων τους
ακούνε τις ψυχές των αδικαίωτων
που πίσω απ’ τα κάγκελα
                                 πόθησαν ουρανό

Οι εποχές που εμπορεύονται
                                  τα όνειρα, ήρθαν
Όμως περνούν δίπλα τους
                       χωρίς να τους αγγίζουν
αφού ύαινες οι μνήμες τους
                         αλυχτάνε στο φεγγάρι

Θέλει σοφία να καταλάβεις
       πως τα όνειρα δεν εκποιούνται
πως τα όνειρα είναι
         πολύχρωμα λιβάδια
                  για να καλπάζει η σκέψη,
σε  πολιτείες ιδανικές κι ολόφωτες

Ας βουίζει το ανεκπλήρωτο
                             στους πόθους τους,
αυτό είναι που γονιμοποιεί
                                        τον ύπνο τους
και μοσχομυρίζουν τα όνειρά τους
ως την ανατολή
                νυχτολούλουδο και γιασεμί

Άναρχες μαρμαρυγές

Στα δάκρυα των ματιών μου
                          θολώνουν οι μνήμες
Διαχέονται οι στοχασμοί μου
              στα πελάγη των ονείρων μου
Όταν έρχονται οι εικόνες σου
                                      καλπάζοντας
Σαν τ’ άλογα του Φαέθοντα
                                  που υψιπετούν

Στ’ αναπάντητα  ερωτήματα
                      κατρακυλάει ο λογισμός
Πριν το λυκαυγές
Τότε που τραυματισμένες
                                      οι ελπίδες μου
δύουν στους συμβιβασμούς σου
Και οι σιωπηλές κραυγές μου
                      διαχέουν την απόγνωση

Όμως εγώ, φυλάω σαν τα πουλιά
                        το μυστικό του σμήνους
στα μονοπάτια τ’ ουρανού
                          λάμνοντας την ελπίδα
Όταν προσμένω το φιλί, μεταλαβιά
            στα ερωτικά μου καρδιοχτύπια
Στις  άναρχες διαδρομές
που αναβοσβήνουν οι πυγολαμπίδες

Αφού δεν αντέχει η ψυχή μου
                               την αφόρητη τάξη
με δυναστεύουν αναστάσιμες πορείες
                         στο φως του φεγγαριού
Γι’ αυτό απόψε κοινωνώ
             την αλμύρα των δακρύων σου
Γι’ αυτό απόψε αφουγκράζομαι
                       τις άναρχες μαρμαρυγές 
των παρειών σου

Αναγνώστες

ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ

ekpoiisi@yahoo.gr

ποίηση στην εποχή της εκποίησης

ποίηση στην εποχή της εκποίησης