η ποίηση στην εποχή της

η ποίηση στην εποχή της
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ξενάκης Παναγιώτης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ξενάκης Παναγιώτης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Διονυσιακή έκσταση

...Ανατολή...
...η Αλεξάνδρεια και η Σμύρνη...το μυστηριακό τους σαγήνευμα...
                                  ο Αιγύπτιος αυχμηρός αγέρας...
τα μισοφέγγαρα στο τέμενος με τα φαρδιά τόξα
                                      και τις ημικυκλικές κόγχες των μιναρέδων
                                                             εκείνο το μισοσούρουπο,
                                               κι ο μουεζίνης στον σεριφέ...
          …και να φτεροκοπούν στο καθρέφτισμα οι ίριδες…
Το θείο πλάσμα...κόρη σηψάντη και μεγαλέμπορα...
σοκολατί, ντελικάτη, τρυφερό στήθος, ροδαλό στόμα,
         νωχελή, αμυγδαλωτά μάτια,
                             που ξεχείλιζαν ψυχή, Ζωή και χρώμα
χέρια μάγισσας, σε πλάνευαν στον χορό τους
                      πόδια σμιλεμένα από τεχνίτη αδάμαντα
                                                λείο, ευωδιαστό, άτριχο δέρμα
το ηδυπαθές βάδισμα της...λευκό, αραχνοΰφαντο φόρεμα κι από μέσα
                                                       μια λεπτή σιλουέτα γυμνή...
η ζουμερή, χυμώδης, γεύση των μπουτιών της... ...η γεύση της...
ήταν υπέροχη ξαπλωμένη με ορθάνοιχτα τα πόδια...
                               ...ήταν υπέροχη όπως κι αν ήταν...
...κουνιόταν...                                  ...βογκούσε...
                   ...η λεκάνη της...                    ...η σάρκα της...
     ...τα μαλλιά της στο πρόσωπο...
                 εκείνο το βλέμμα της ξέφρενης διονυσιακής έκστασης...
η θελκτική, κοριτσίστικη φωνή της με την ανεπιτήδευτη,
                                                            αφελή χροιά...
           “...fuck me...fuck me...fuck me...”
               και ξεχύνονταν οι ευωδιές των ξέπνοων υγρών του έρωτα μας
…τα νερά της λάμπας καθώς έφεγγε στο μάρμαρο…


(Από το λογοτεχνικό – δημοσιογραφικό βιβλίο: «Δίδυμοι Πύργοι – Ήμουν κι εγώ εκεί!»)

Ο “εν τούτω νίκα” βωμός


Από το βιβλίο: «Δίδυμοι Πύργοι – Ήμουν κι εγώ εκεί!»
Από το κεφάλαιο «Μύθοι»

(για τον Μύθο)

Ευτυχισμένοι που μας ευλόγησε δοξάζουμε την υπόστασή του
                                           λατρεύοντας τον απλόχερα
                       στα μεγαλοπρεποφανή του θυσιαστήρια
γλύφοντας κόκαλα και χορταίνοντας φαντασμαγορία
                            σε φωταγωγημένες τελετές
       Κραδαίνουμε τα ξίφη της αφοσιώσεως και του μένους μας
                                                                   του ακατεύθυντου
          ουρλιάζοντας ιαχές θαυμασμού
                   μεθυσμένοι από τη θελκτική οσμή ανθέων που αναδίδουν
                                         τα μυρωδάτα κόπρανα της εστίας
και γεμάτοι συγκίνηση
ανάμεσα στις φλόγες των πανηγυρισμών
θυσιαζόμαστε στον “Εν τούτω νίκα” βωμό…
Δε μας ζητείται καν.
                                               Δεν έχουμε δικαίωμα επιλογής.
              Η θυσία είναι αυτονόητη.

...το μόνο που θα μας ζητηθεί είναι να συντομεύουμε,
                     διότι έπονται οι θυσίες όσων αδημονούν λίγο πιο πίσω
              και των παραπλανημένων δικών μας
                                   που πρώτοι σπρώχνουν τον Πελία τους,
για να ικανοποιήσουν περήφανα το κάλεσμα
                                          του λαίμαργου τούτου βωμού
                                     που κατάπιε πλήθη πιστών,
             κοινωνίες ολόκληρες αδύναμες ν’ αποδεχτούν τις αλήθειές τους,
        χάνοντας έτσι το νόημα της ύπαρξης τους και πότε-πότε
την ίδια τους την ύπαρξη…

Όρφνη


(Από το βιβλίο: «Δίδυμοι Πύργοι – Ήμουν κι εγώ εκεί!». Απόσπασμα από τη σκηνή όπου ο ήρωας βλέπει μπροστά του τον Θάνατο)


...Που είναι το υπόλοιπο πρόσωπο σου;;.. Πω-π-πως είσ’ έτσι; Με τι μοιάζεις;..

...γιατί δε μιλάς;.. πες κάτι...γιατί μόνο με κοιτάζεις;..

                                            γιατί δεν έχεις βλέφαρα και κόρες;..

σαν πελώρια, μαύρα μαργαριτάρια είναι...

                                               δυο σκοτεινές, αορίζοντες θάλασσες

μελανό ροδόβαμμα και μπλάβοι αντήλιοι σε νεφέλες,

                           φέγγουν στα κρύσταλλα των πνιγηρών πελάγων

άγριοι άνεμοι σαν γοερές οιμωγές πνιγμένων,

    σηκώνουν ερεβεννά κύματα που φαρφουρίζουν και χάνονται

κρύο, βροχή κι αέρηδες και βύθη που ξερνιούνται

                                                  και χωνεύονται

        σκούρα βραχώδη περιγιάλια βαθύχροου κάλλους

                    μ’ έναν σαπρό κονιορτό στην ακροθαλασσιά

                                             και μαβιά αρμυρίκια

                     κρωγμοί κουρούνας και σκελετωμένων γλάρων

   που αναφτερουγιάζουν και πετούν

Σκοτερός μόλος και μουράγιο με καΐκια φορτωμένα

                                                                που κουνιούνται

                                     και οι πρυμάτσες τους έτοιμες να σπάσουν

τα νερά σκάνε μανιασμένα, υψώνονται θεόρατα

                                     και ραπίζουν την προβλήτα

ανάμεσα σ’ αφρούς, πέτρες, φύκια ξερά και σταγόνων νέφη,    

           δάδες δοξασμών και θρήνων

                                    προσδοκούν τη μυσταγωγία του τέλους

                          στα φρύδια των μελάγχροων γιαλών

    στέκονται ανήμποροι οι πρωτόμπαρκοι θαλασσοπόροι    

           μπροστά στον ολοφυρμό της υπέρτατης στιγμής,

  με τις κακουχίες πίσω τους να τους ρίχνουν στο κατάστρωμα    

                και το γλιτωμό μακρόθεν

     χολεριασμένο να χτυπιέται

                                              μες στη ραγδαία νεροποντή φωτίζονται

     τα έντρομα πρόσωπα τους, καθώς κοιτάζουν

        την πυρπολημένη τριήρη της Ζωής που φλέγεται

Τρίτωνες κρατώντας τρίαινες

                        αναγγέλλουν με το κέρας τους

   το σαλπάρισμα στο ειδυλλιακό μελάνωμα της σωτηρίας

                    από το άραχλο παρόν και το μπουγάζι του φόβου

Εδώ που βρίσκουν το κύρος της δικαίωσης οι Κασσάνδρες

   και πάντα νύκτωρ,

            στέκομαι μετέωρος στο λεπτό και ξεφτισμένο γνέμα

              μιας μαύρης ελπίδας

καθώς το άγριο ημίφως του σύθαμπου χάνεται στην όρφνη

            και οι Άρπυιες οργιάζουν,

          σάπια ρίγη με διατρέχουν νοιώθοντας την υγρασία

   και την αλμύρα σου απέθαντε

…Μου δείχνεις τους ωκεανούς του σκότους,

        ωστόσο είμαι σίγουρος πως κρύβουν φως πιο πέρα

                                                                ...πολύ φως...


Αναγνώστες

ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ

ekpoiisi@yahoo.gr

ποίηση στην εποχή της εκποίησης

ποίηση στην εποχή της εκποίησης