η ποίηση στην εποχή της

η ποίηση στην εποχή της
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Δάρας Αλέξης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Δάρας Αλέξης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Θάλασσα (Αλέξης Δάρας)

Κύματα που ξεφυσούν

γαλανά χελιδονίσματα

μιας νηνεμίας αλαργινής

στο απέραντο απλωμένη.

Στην άπλα του γιαλού

στην αύρα τ' ουρανού

βουλιάζει η θάλασσα η λαξεύτρα.

Πέρα νησιά ναυαγισμένα

στα χρυσοπέλαγα του νου.

Νύμφες νεφέλες κυνηγημένες

από αέρηδες σειληνούς.

Μες στα νερά είδα τον πόθο

κι άκουσα το τραγούδι της.

Ήχοι αλλοτινοί

στα σύννεφα κρεμασμένοι

βουτούν σα μαυρογέρακες πετρίτες

στα βυθισμένα σύδεντρα

όπου ενώνονται και ξεσπούν

του ωκεανού οι εσώτερες

αβόλευτες αιτιάσεις.                                     

Και πιο πέρα στην κόκκινη κρασοθάλασσα

το πλεούμενό μας

ταλαντεύεται

μα τελικά ορμάει

σχίζει το παραπέτασμα.

Καταβροχθίζει πύρινα αγάλματα

που τραγουδούν το κάλλος

στις αμμουδιές του χρόνου.

Ωδή στην αντίληψη

που βουτάει μέσα της

ψάχνοντας κόκκο συνείδησης

να τον ρωτήσει 

μήπως είδε κάπου την ψυχή.

Απουσία (Αλέξης Δάρας)

Η προετοιμασία κράτησε μέχρι την αρχή

της επόμενης προετοιμασίας,

ο ειρμός είχε προ πολλού τεμαχιστεί,

μια άδεια πλατεία γεμάτη κόσμο

απ’ τη μια το φως αυτών που έφυγαν

απ’ την άλλη το φως αυτών που έρχονται

κλεισμένος ο ήχος

το κοινό δε θεαματίζεται,

κανένας δε δίνει την προσοχή του

όχι γιατί την φυλάει

αλλά γιατί δεν έχει.

Απ’ όταν άρχισαν οι νευρικές κινήσεις

οι κρούσεις πολλαπλασιάστηκαν

και οι υπήκοοι της εταιρίας

απέμειναν άοσμοι

χωρίς συμπτώματα, πλην πτώματα

εισπνέουν ζιζανιογόνα που επικάθονται

στη φυσαλίδα της ψυχής

μέσα σε αφρούς λήθης

που σαν σύννεφο γεμίζουν το στάδιο

εξελικτικής απομάκρυνσης

από τον εαυτό κι από αυτό

που χύνεται καυτό

στην παγωμένη ερημιά της απουσίας,

η εξουσία αποτελείται από την απουσία μας

κι εμείς από τη συνουσία μας,

απρόσκλητοι κι ανήκουστοι,

όσο πιο ανυποψίαστοι για τη μεγαλοσύνη μας

τόσο πιο σταθερά συγκεντρωμένοι

σ’ ό,τι φέρει η στιγμή

που ο χρόνος αδυνατεί να μεταφέρει

σ’ ένα ταξίδι έξω από το κενό μας.

Βιομηχανία βιομηχανών (Αλέξης Δάρας)

Φτωχή μου, δεν έχεις καμιά ελπίδα να ξεφύγεις

απ' τη φτώχεια σου.

Ό,τι υπήρχε χάθηκε

ό,τι υπάρχει τρεμοσβήνει.

Δεν ξεχωρίζουν πια οι φόβοι απ' τις ελπίδες σου.

Έγιναν πια τα καρφιά

ένα με τη σάρκα σου

και δεν ξέρεις τι πονάει πιο πολύ,

να τα έχεις μέσα σου

ή να τα βγάλεις.

Διάσπαση των ασπασμών.

Διάσπαση των ατόμων.

Διάλυση των εθνών.

Σύνδρομο διάλυσης της προσωπικότητας.

Υπηρεσίες διαλάλησης της θλίψης.

Βιομηχανία βιομηχανών

άβουλων και βουλιμικών .

Βρες χώρο για τις νευρώσεις,

χρόνο για τις υποχρεώσεις.

Μην ξεχάσεις να ταΐσεις το θηρίο.

Φτωχή μου, δεν έχεις μάθει αλλιώς να ζητάς

παρά μονάχα σκίζοντας τις σάρκες σου.

Θα χάνεις πάντα σ' ένα πόλεμο

που παραμένει ακήρυχτος

κι ό,τι έχεις να κερδίσεις πολεμώντας

σε πολέμους που κηρύξαν άλλοι

είναι μονάχα το να μάθεις

ότι είναι πλαστοί.

Πάντα εσύ γλυκιά μου είσαι ο στόχος.

Εσύ έχεις τη λύση.

Γιατί κάνεις πως δεν ξέρεις;

Γιατί δεν σου απευθύνονται τα δέντρα

τα μπουμπούκια;

Οι κρυφοί βοηθοί σου

γιατί δε σ' εμπιστεύονται;

Γιατί επιμένεις τόσο πιεστικά

να παριστάνεις τόσο πειστικά

το αδικημένο αντικείμενο;

Φευγαλέο (Δάρας Αλέξης)

Οριστική κάθε λέξη
κάθε κοίταγμα οριστικό, κάθε νεύμα.
Το αεροπλάνο πέρασε πάνω από την πόλη.
Ίσως να είδαν τα πυροτεχνήματα που σκάνε
είναι Σάββατο και ο κόσμος παντρεύεται
την έκρηξη,
φεύγει ο καπνός, μέσα από
παράθυρα, πλατείες έξαλλες,
μαζεύει παφλασμούς αδέσποτους,
βογκητά φωταγωγών
αλαλαγμούς αγαλμάτων
πλέκει μηδενικό στεφάνι που το φοράει
στο άπειρο εγώ
να νιώσει ένα.
Έψαξε την έξαψη
και ψάχνει
σαν αράχνη ν’ αγκαλιάσει
είναι Τετάρτη κι ο κόσμος χωρίζει
τα σημαντικά και τις κατηγορίες
γι’ αυτό το ταίριασμα πηδάω έξω
από τις εβδομάδες.
Σαν πάνθηρας ψάχνω.
Εσένα.
Συναίσθημα αναπαράστασης
της αέναης παράστασης.
Παρουσία.
Μόνο αν την προσφέρεις ίσως τη σώσεις.
Αλλιώς χάνεται…
Δώσε μου απ’ αυτό που δεν έχεις.
Αυτό που κάθε στιγμή φτιάχνεις,
το φευγαλέο που είσαι
που ποτέ δεν προλαβαίνεις να έχεις.
Μιλούν γι' αυτό με ονόματα διάφορα,
ίσως κι εσύ να το λες κάπως
κι ας ξέρεις πως αυτό που σου ζητώ
δεν έχει ακόμα όνομα.
Ξέρεις τι θέλω.
Δώσ’ το μου.

ΑΦΙΞΗ (Δάρας Αλέξης)

Καλώς ήρθες στο φως!
Έκανες μακρύ ταξίδι ως εδώ
μα είναι εδώ που αρχίζει το ταξίδι.
Κυλίστηκες στα υψίπεδα της παιδικής σου ηλικίας.
Συνουσιάστηκες με τα σχήματα και τις μορφές.
Κολύμπησες στις βάθρες των συννέφων.
Μίλησες κι άκουσες, έδειξες κι είδες, πρόσεξες.
Εδώ μπαίνει η τελευταία ψηφίδα
στο τοπίο σου
πρώτο κομμάτι ενός νέου ψηφιδωτού.
Είναι όλα ιστορικά ήδη!
Καλπάζεις πάνω στης ερήμου το κορμί
που απ’ τους μαστούς της βύζαξες
κι έρχεσαι στο χωριό των φίλων.
Καλώς ήρθες!
Είμαι ο εαυτός σου.
Καλώς βρέθηκα!
Στον ίσκιο του δέντρου
πώς ευχαριστιέμαι τον αέρα που ανασαίνω
μέσα στο βυσσινί παλλόμενο ουρανό!
Είμαι ένα μ’ αυτό τον ουρανό της ειρήνης
τον έτοιμο να δεχθεί σμήνη αγγέλων
και ν’ ανθίσει λιγωμένος από ευγνωμοσύνη.
Γύρω πλαγιές, κοίτες, μονοπάτια...
Τι ξεχωρίζει αυτό απ’ το άλλο κι από μένα
σα νιώθω την ομορφιά
που βρίσκεται πίσω τους, την ολόκληρη;
Το φως που ξεπετιέται από παντού
σε πίδακες, το φως που βλέπει
τους ήχους που με ακούν και με οδηγούν.
……………………………………………
Μια θάλασσα βυθίζεται μέσα μου.
Μια θάλασσα επιπλέει στο φως σου.
Θεέ μου...
Πάντοτε έτσι ήταν και δεν το ’βλεπα;

Τα πρώτα βήματα

Αν δε ναυάγησες στις λίμνες 
των παιδικών παραμυθιών
αν δε ξεθώριασαν οι μνήμες
των μακρινών των ουρανών...

Μην ψάχνεις άλλη πρόφαση
στου γαλαξία τις σπείρες
και πάρε την απόφαση
που ποτέ δεν πήρες.

Κάνε τα βήματα τα πρώτα
και μην κολλάς πουθενά
μύρισε πώς ακούγονται τα φώτα
όλος ο κόσμος μια σταλιά
Δεν υπάρχει νωρίς 
δεν υπάρχει αργά
δεν υπάρχει το πριν 
δεν υπάρχει μετά.              

Αν δε σε θάμπωσαν οι χάντρες 
αν δεν την πούλησες φτηνά
αν βγήκες έξω από τους χάρτες
αν είσαι ακόμα μακριά...

Μη ζητάς δικαιολογία 
στις άλλες διαστάσεις
ξέρεις την αναλογία
ξεκίνα κι όπου φτάσεις.

Κάνε τα βήματα τα πρώτα
και μην κολλάς πουθενά
μύρισε πώς ακούγονται τα φώτα
όλος ο κόσμος μια σταλιά
Δεν υπάρχει νωρίς 
δεν υπάρχει αργά
δεν υπάρχει το πριν 
δεν υπάρχει μετά.

Καλό δρόμο

στους γονείς μου
Ο άνθρωπος που συνελήφθη 
από την αιωνιότητα 
με ένα στυλό στο χέρι..... 
όλη η πορεία του μ' ένα σκοπό, 
να γίνει ένα σπερματοζωάριο 
που γονιμοποιεί την άβυσσο,
μ' ένα τίναγμα για πολλούς τρομακτικό
για κάποιους αποτρόπαιο,
χώνεται βαθιά στην αιωνιότητα
ν' ακούσει τα νυχτολούλουδα
που φωτίζουν την ισορροπία του χάους.
Μ' ένα στυλό στο χέρι
περνάει από το ένα ανάμεσα στο άλλο
χορεύει πάνω στις υπεριώδεις κωδωνοκρουσίες
μας καλεί να τραγουδήσουμε δυνατά
αυτό που αποδείχτηκε και πάλι
και γι' αυτό ποτέ δεν το πιστεύουμε,
ότι όλα είναι δυνατά.

Είναι ώρα

Η αλήθεια έχει πια πεθάνει;
Η λογική έξω από τα κλουβιά  μας;
Δε θα ξανασηκώσουμε κεφάλι;
Δεν θα ξανανοίξει ποτέ η καρδιά μας;

Τόσα μαρτύρια, και  πειστήρια
κι ελιξίρια                                
ν’ απαλλαγούν απ’ την ψυχή τους; 
Τι κάνουν τόσα εκατομμύρια
άνθρωποι μοναχοί τους;

Μια φορτική ζωή, μια ξένη
δε μου αξίζει ούτε μου πρέπει
ο κόμπος έσπασε το χτένι
όποιος θέλει να δει βλέπει. 

Τα μάγια η νύχτα τά ‘ριξε
και τους ζυγούς θα λύσω
το αστείο παρατράβηξε
και είναι ώρα να ζήσω.

Μόνοι στη λήθη μας θα σβήσουμε;
στην έρημο θα χαθούμε;
Δε θα μας ξανασυναντήσουμε;
Δε θα ξαναντικρυστούμε;

Βουβά ακροατήρια, χωρίς μυστήρια
δίχως αισθητήρια
μες στην κοιλιά του κήτους.
Τι κάνουν τόσα εκατομμύρια
άνθρωποι μοναχοί τους;

Μια φορτική ζωή, μια ξένη
ούτε μου πρέπει ούτε μ’ αξίζει
ο κόμπος έσπασε το χτένι
η ιστορία τώρα αρχίζει.

Λήθη


Ρυθμοχώρα στους ιστούς σου πιάνεις 
και τα πιο ανήσυχα ζουζούνια 
τα κάνεις να ξεχνούν για πού ξεκίνησαν 
και ποια μελωδία τα έφερε μέχρι εδώ. 

Αριθμοχώρα οι πλανήτες σου ρουφούν 
και τα πιο εξελιγμένα διαστημόπλοια 
τα κάνουν να ξεχνούν τα εκτός πεδίου 
και πως εδώ ήρθαν μόνο για ένα πέρασμα. 

Αλγοριθμοχώρα ξέχασες ποια είσαι 
ποιες νύμφες θώπευαν εκείνους που σε βρήκαν 
ποιες νύχτες λιάζονταν στις καλαμόλιμνές σου 
και τις πιο φωτεινές εκστάσεις σβήνεις, 

παίρνεις ζωή μόνο από μας που σε αψηφούμε 
και με τ’ αμπάρια μας γεμάτα με λωτούς 
και στα κατάρτια μας δεμένες τις Σειρήνες 
κουρσεύουμε τις λαμπερές σου πόλεις.

Αστάθμητος παράγοντας


Από κάπου έρχομαι και κάπου πάω
γι’ αλήθεια διψάω, τη ζωή ζουλάω
δεν αγοράζω ούτε πουλάω
εξερευνώ και τραγουδάω.
Όχι γυμνιστής,
αλλά γυμνός.
Δεν είμαι ανθρωπιστής
είμαι άνθρωπος.
Δεν είμαι στρατιώτης
είμαι αντάρτης,
δε μ’ έχει μέσα
κανένας χάρτης
Μια στο καρφί
και μια στο πέταλο
πότε νερό, πότε κρασί
και πότε μέταλλο.
Έχω ταυτότητα
κι ας μην ανήκω.
Στη βαρβαρότητα
το μύθο δεν ανοίγω.
Δεν πιάνομαι, δε βρίσκομαι
δε χάνομαι
γιατί είμαι πάντα αλλού
                                                    αλλού
αλλού από κει που με ψάχνεις.
Είμαι εγώ, ο αστάθμητος παράγοντας
η ασυσχέτιστη άγνωστη μεταβλητή
διαταρακτικός όρος
ο ακατάληπτος άρρητος λόγος,
είμαι το σφάλμα στη στατιστική.

Δεν είμαι αφέντης ούτε σκλάβος.
Δεν είμαι ζώο, ούτε μηχανή.
Πιστεύω αγαπώ κι ανάβω
τη φλόγα την ανθρώπινη, την ιερή.

Δεν προσμένω νά ‘ρθουν άλλες εποχές
άλλες ζωές, εικονικές, ιδανικές και ιδεατές
μες στης στιγμής την ομορφιά
κάνω την άπειρη βουτιά      
το αύριο είναι μακριά και πιο μακριά το χθες

Ανοίγω τον κύκλο και βγαίνω
έτσι ποτέ δε θα με πιάσετε,
σαν ήρωα δεν θα περιμένω
ή σα σκυλί να με θυσιάσετε.

Εξόρισα το φόβο, τον πόνο
το φθόνο πέταξα από τη σκεπή
κι έχω ένα πόθο τώρα μόνο
μία ελεύθερη, αληθινή ζωή.
Δεν πιάνομαι, δε βρίσκομαι
δε χάνομαι
γιατί είμαι πάντα αλλού
αλλού
αλλού από κει που με ψάχνεις.

Περίμενε

Περίμενε, δεν ήρθε ακόμα η ώρα
θ’ αντέξεις όπως άντεξες θαυμάσια ως τώρα.
Περίμενε, δεν είναι ακόμα η σειρά σου
είναι μεγάλη η ουρά κι είναι πολλοί μπροστά σου.

Περίμενε τις αποφάσεις της επιτροπής
τη μετά θάνατον ζωή,
τη λαϊκή ετυμηγορία
να πάρουμε την εξουσία
να σταματήσει η νάρκωση
μία επόμενη ενσάρκωση…

Περίμενε κι ασχήμαινε
ξεμάκραινε και φύραινε
στις χίμαιρες επίμενε
και μέσα σου ξεθύμαινε.

Κι αν κλαις και βασανίζεσαι
ν’ ακολουθείς την τάση.
Μην προβληματίζεσαι,
μία ζωή ‘ναι, θα περάσει.

Περίμενε
το Σάββατο, τις διακοπές
τη σύνταξη, τις δόσεις
άλλες κοινωνίες, άλλες εποχές,
περίμενε να μεγαλώσεις.

Περίμενε να δούμε πού το πάνε
συμφέροντα τεράστια παίζονται
σεμνά και ταπεινά κάτσε να σε μαδάνε
στο τέλος οι θυσίες επιβραβεύονται.

Θα υπάρχει κάποιο τέρμα, δε μπορεί
άλλη μια μέρα ας δείξουμε ανοχή
δώσε τόπο στην οργή
κάνε υπομονή
κι ίσως μια μέρα αρπάξεις την καλή
μες στην αναμπουμπούλα.

Περίμενε, ποιος ξέρει τι; δεν έχει σημασία
συνήθεια και προσαρμογή φέρνουν επιτυχία,
έτσι δε θα ‘σαι από τους πρώτους που θα φαγωθούν
δεν ξέρεις από αυτά, άσε τους γνώστες να μιλούν.

Περίμενε, δεν τελειώσαμε, πού πας;
δεν έχουν οι συνθήκες ωριμάσει
δεν ήρθε ακόμα σήμα από ψηλά.
Μη βιάζεσαι, είναι κρίσιμη η φάση.

Περίμενε μ’ ελπίδα, με φόβο, με συντριβή
όλα είναι μάταια, όλα εκτός από ένα: την αναμονή.

Άβυθος


Άνεμοι χτενισμένοι από κοκοφοίνικες
γδαρμένοι από αγκάθια
με κοριτσίστικα τραγούδια μεθυσμένοι
κολυμπούν στα υψίπεδα φεγγαρόφωτα
βράδια του εφήμερου νόστου,
ξανοίχτηκαν στα βαθιά
σήματα του αγνώστου
για πάντα χαμένου βυθού.
Μια αμαξοστοιχία βιομηχανικών ονείρων
γεμάτα ιπτάμενους ίσκιους
και άλλα οικεία δέη που σβήνουν
τις προσωπικές ιστορίες
αφήνοντας μόνο τη μεγάλη ιστορία
που μας ενώνει ίσως όλους,
είναι τόσο ανυπόφορη, σχεδόν όσο
το τρίξιμο της αιώρας
στην καραϊβική ραστώνη
συνεπαρμένων προφητών, αιωρούμενων
από τον ένα τροπικό στον άλλο.
Αν αποδέχεσαι ό,τι είσαι
αποδέχεσαι ότι είσαι,
το ηφαίστειο γίνεται νησί,
το σκας σαν κίτρινη πεταλούδα
μέσα από το σκοτάδι που αναλύεται
σε καπνούς κι αναθυμιάσεις
στη μεσόγειο τελετή,
εκεί που υπάρχουν μόνο τα πάντα
κι ούτε ένα φωτάκι παραπάνω
που θα ενοχλούσε ίσως
την αστεροειδή
πανδαισία των βλεμμάτων.

Μπες στο κλουβί


Έξω αμέτρητες φορές

το δρόμο σου θα χάνεις

θα σέρνεσαι στις αγορές

τιμές, στολές, πληγές θ’ αλλάζεις

θα ψάχνεις πάντα μιαν επιστροφή,

όλο σφαλιάρες, ενοχές, ματαιώσεις

ασ’ τις δηλώσεις

και μπες στο κλουβί.



Χίλιοι κίνδυνοι κάθε στιγμή

δίχτυα πονηρά και μονοπάτια πλάνα

σου χιμούν οι αγωνίες κι η οργή

καθώς σε ουρανοξύστες αεροπλάνα

είναι μια κόλαση

το λέει κι η τηλεόραση

πάρτο απόφαση

και μπες στο κλουβί.



Κλείσου σε σύνορα, σε σχήματα, ιδέες

σε γραφεία, σε θαλάμους και στοές

να μην ακούγονται εκείνες οι φωνές

απ’ το γνωστό παλιό, το πιο βαθύ κελί,

πρόσωπα κλούβια κι αυταπάτες σβήσε

ξέχασες, μέσα ή έξω από τα κάγκελα είσαι

στην πόλη του τρόμου, ντύσου τη σιωπή

τα χείλη σου δώσμου και μπες στο κλουβί.



Παραιτήσου, μη ρωτάς το γιατί

πώς θες ελεύθερη ζωή

με μια σκλάβα ψυχή;

Θα ‘ναι όπως μέσα στη μήτρα γλυκά

σαν το δασάκι που παίξαμε παιδιά

και ναι, θα ‘μαστε πάλι μαζί

πάρε το χάπι

θα σε κάνει σατράπη

και μπες στο κλουβί.

Το προπατορικό χρέος


Το μέλλον μου πουλήσατε,
το δανείσατε,
το παίξατε στο τζόγο.
Μόλις γεννιέμαι σας χρωστώ,
φύτρα καταδικασμένη
προπατορική ποινή.
Την ώρα της γέννας μου
είμαι ένοχος και πρέπει να πληρώσω.
Ο χώρος του κορμιού μου εκποιημένος
οι προθεσμίες πιέζουν,
ο χρόνος μου ανώνυμος
οι μέτοχοι ωρύονται για αποδόσεις.
Παλιά φορτώναν αμαρτίες
σήμερα χρέη.
Μπήκα στο νόημα…
Θα περάσουν γρήγορα
τα άχαρα τούτα χρόνια
και θα μπορώ πολίτης ευυπόληπτος
να γίνω πωλητής κι εγώ
της επόμενης γενιάς.
Με χρέη ήρθα, όσο τα αυξάνω
τόσο πιο πολλά κερδίζω.
Θέλω καταθέσεις, ομολογίες
πιστώσεις, άυλες αξίες
χρήμα, μέτρο όλων των ανθρώπων,
χωρίς αυτό
πώς θα τους αντιμετωπίσω;
Ήδη έχω εξασφαλίσει
κεντρικό αυτοματισμό λειτουργιών
συνεχή ενημέρωση για νέα προϊόντα
χημική ρύθμιση ισορροπιών
και βρίσκομαι πάντα σε σύνδεση
προσωπική
με τον αόρατο δανειστή της ζωής.
Σ’ ευχαριστώ, τα πάντα σου χρωστώ
εσένα που αποφασίζεις
ποιος θα επιζήσει, εσένα
που μαθαίνεις στους ανθρώπους
πάντα να ποντάρουν
στην καταστροφή.
Ποτέ δεν κέρδισαν ολοσχερώς.
Μα πάντα καταφέρνουν
να καταστρέψουν τους επόμενους.
Καθένας χαλασμένος
κι ο κόσμος πιο πολύ.
Γιατί ν’ αλλάξω εγώ ποντάρισμα;
Κι αν κάποια γενιά αρνηθεί να γεννηθεί,
δεν έρθει εδώ τα χρέη της να πληρώσει,
τίποτα δεν τελειώνει.
Ο οριστικός θάνατος καταργήθηκε.
Θα ξαναζεί ο καθένας πάλι,
βελτιωμένος κλώνος
και κληρονόμος
του εαυτού του,
πάλι και πάλι θα έρχεται να πληρώνει
των προηγούμενων ζωών
και των επόμενων
το προπατορικό χρέος.

Αναγνώστες

ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ

ekpoiisi@yahoo.gr

ποίηση στην εποχή της εκποίησης

ποίηση στην εποχή της εκποίησης