η ποίηση στην εποχή της

ΚΑΝΕΝΑΣ (Τσίγκας Γιώργος)
ΠΡΟΣΚΛΗΣΗ
Ο ΕΧΘΡΟΣ
ΓΙΟΡΤΑΣΑΜΕ ΤΟ ΘΑΝΑΤΟ ΜΟΥ
ΤΟ ΚΑΣΤΡΟ
Μια μάσκα ζωγραφίΖει με τις άπειρες όψεις του τρόμου.
Χωρίς φόβο δεν ζει η μοναξιά.
Κοίτα, οι ώρες πεθαίνουν ξέπνοες
κι ας κυκλοφορεί αδέσποτη μια ανάσα.
Τα νύχια της κουκουβάγιας χαλάρωσαν
κι ορκίστηκε να τη βρει.
Η αδέσποτη ανάσα, ήταν η γοργόνα με τα πράσινα μαλλιά, το κοραλλένιο στόμα και τα κόκκινα μάτια.
Το τραγούδι της έσωσε έναν Οδυσσέα και άλλαξε μια μοίρα.
Έζησε τις ιερές νύχτες στη φοβική πλευρά του χρόνου.
Μετά έσταξαν νότες στον αριστερό του ώμο.
Τώρα άκουγε πάλι τα υγρά μονοπάτια που τον καλούσαν στο κάστρο.
Η πέτρα έτριξε,
η πατημασιά χαράχτηκε,
στη πολεμίστρα ο άνεμος στάθηκε.
Τόσο καιρό γύρω του,
φαντάσματα αναζητούσαν τη σκιά τους.
Απόστολος της λήθης.
ΔΙΑΛΕΙΜΜΑ
Στη μαύρη οθόνη μιας στιγμής,
πριν το διάλειμμα για διαφημίσεις,
είδα την άφτρα του τσιγάρου σου,
ν’ αναπνέει για μένα.
Μα ήταν ακόμη ένα διάλειμμα.
Μες τα γαλάζια μάτια σου,
νοιώθω μάταια ζωντανός.
Η ζωή, στη μαύρη οθόνη μιας στιγμής,
πριν το διάλειμμα για διαφημίσεις,
Θυμίζεις τη γριά,
που με ξεγέλασε στη πλατεία των Ανέμων
κι αγόρασα λαχείο, με λήγοντα μηδέν.
Διάλειμμα ελπίδας,
ως τη κλήρωση,
άλλωστε ποτέ,
δεν κοιτώ τον κατάλογο διανεμόμενων κερδών.
Σαν άφεση αμαρτιών,
η μαύρη οθόνη μιας στιγμής,
πριν το διάλειμμα για διαφημίσεις.
Μετά από ένα σύντομο διάλειμμα,
επανήλθε άγονος ο χρόνος,
ή μήπως
πέρασε καιρός;
Είναι δύσκολο να καταλάβεις,
όταν μετράς τη ζωή με τα λεπτά,
που διαδέχονται, ίδια, το ένα μετά το άλλο.
Σαν διαγραφή μνήμης,
η μαύρη οθόνη μιας στιγμής,
πριν το διάλειμμα για διαφημίσεις.
ΑΝΤΙΦΑΣΕΙΣ
να μείνει καλοκαίρι
Παγωμένες σκιές έβαλαν
Φωτιά
στα πεζοδρόμια
Έβγαλε από τη τσέπη του
ένα φόβο.
Έμοιαζε λίγος.
Τελικά έφθασε
για όλους.
Εν κατακλείδι,
πάλι συμπέρασμα δεν βγήκε.
Οι αντιφάσεις,
ελκυστικές
ως εύπορες δικαιολογίες,
κρατούν,
ως λίπασμα ιδεολογικό
ανθισμένη
τη νύχτα ενός μακρύ χειμώνα.
ΑΡΓΟΣ
Με λένε Αργο.
Είμαι σκύλος και βαρέθηκα να περιμένω.
Πιστός δεν είμαι,
απλά μαθημένος.
Γι’ αυτό πρόσεχε,
είμαι συνέχεια αγριεμένος.
Είμαι ο Άργος, ο μύθος σου.
Μη πιστεύεις τίποτα,
παριστάνω τον καλό και μην ακούς τι λένε
δεν περιμένω κανέναν,
ξεγελάω το χρόνο,
ώσπου να ψοφήσουν οι κρότωνες,
που φόρτωσαν στη γούνα μου,
τα υποκριτικά σας χάδια.
Δεν θα γεράσω ποτέ,
γιατί είμαι ο Άργος
κι αντίθετα απ’ όσα λένε δεν περιμένω κανέναν,
μυρίζω τα χνώτα σας
και ξέρω αμέσως,
ξενηστικωμένοι για εξουσία έρχεστε,
για να κουνήσω την ουρά μου,
να δώσω την ευχή μου.
Δεν θέλω, ηλίθιοι,
να μπω μες το παλάτι,
να το γκρεμίσω θέλω.
Μη μου πετάτε κόκκαλα,
να κυνηγήσω θέλω.
Εσάς, διμούτσουνα θηράματα,
με το πιστοποιητικό καθαρής ράτσας.
Ακούς μνηστήρα… Με λένε Αργο.
Είμαι σκύλος και βαρέθηκα να περιμένω.
Πιστός δεν είμαι, απλά μαθημένος.
Γι’ αυτό πρόσεχε, είμαι συνέχεια αγριεμένος.
ΟΛΑ ΛΑΘΟΣ ΙΙΙ
Όλα λάθος ευτυχώς,
γιατί έτσι κατάλαβα,
παράδεισος και κόλαση,
είναι, μια πόρτα.
Θα βηματίζω απ’ έξω
και θα σε θυμάμαι
και μετά το πάντα,
φωτολουσμένη σαν κλάμα.
Ο λογαριασμός στην τράπεζα
της λήθης
παραμένει χρεωστικός,
παρενεβλήθει, ξέρεις,
των καταθέσεων μνήμης,
ως αχρεωστήτως καταβληθείσα,
η θλίψη.
Παρακαλώ μην κουνάτε
το τραπέζι μου,
κατρακυλούν τα γράμματα
και θα τα κάνω,
πάλι,
όλα λάθος.
Αναγνώστες
ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ
ποίηση στην εποχή της εκποίησης
