η ποίηση στην εποχή της

η ποίηση στην εποχή της
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Τσίγκας Γιώργος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Τσίγκας Γιώργος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

ΚΑΝΕΝΑΣ (Τσίγκας Γιώργος)

Μου αρέσουν αυτοί οι κήποι. Οι αυτόνομοι. Κήρυξαν την ανεξαρτησία τους μα νοιώθεις παρόντα τα ίχνη ενός τινός απόντος. 
Κι εγώ είμαι αλλά δεν είμαι όπως εκείνοι. 
Μου αρέσουν αυτοί οι κήποι 
οι φυλακισμένοι.
Χορταίνουν με σκουριά 
δροσίζονται με αρμύρα. 
Στον ίσκιο τους μόνο πουλιά και φίδια 
Στις άκρες τους λατρεμένη αγριοτριανταφυλλιά 
στη ρίζα μία εγκατάλειψη 
σαν γυναίκα που μου ψιθύρισε.
Εγκατεστημένη εκεί αλύτρωτη, Χρόνια Πολλά να την χαίρεστε, ηχώ στο βάθος περιμένει.
Μου αρέσουν αυτοί οι κήποι οι φυλακισμένοι 
εγώ είμαι το αεράκι στα μονοπάτια τους 
γυρνάω Λεβάντες και πότε Γραίγος να ξεράνω τα φύλλα τους 
Να μην μείνει κανένα

ΠΡΟΣΚΛΗΣΗ

Πλησίστιοι και με τον καιρό
στη πλώρη κόντρα,
περάσαμε σαράντα κύματα
και πάμε όρτσα, γι άλλα τόσα.
Ας ανταριάζει δρόλαπας,
πορεία για το Θιάκι εντός μας.

Ο ΕΧΘΡΟΣ

Εγώ θα πίνω θα καπνίζω
θα χορεύω θ’ αγαπώ.
Θα βρίζω, θα ξενυχτάω
θα τραγουδάω, θα μιλάω, θα γνωρίζω.
 
Εγώ θα πολεμάω στα πεζοδρόμια
κάθε μέρα,
κάθε μέρα θα μαθαίνω.
Τη ζωή μου δεν χαρίζω,
δικαστές εξωνημένους δεν αναγνωρίζω.
 
Εγώ, φασίστα, δεν περιμένω στη γωνία,
στη πλατεία θα με βρεις γυμνό.
Θα γράφω συνθήματα στους τοίχους
θα κυνηγάω τον χαφιέ.
 
Εγώ θα πάρω πίσω ό,τι έχει χαθεί,
στους δρόμους θα την ψάξω την αλήθεια.
Την οθόνη θα τη σπάσω,
τον κρυμμένο παιδονόμο,
θα τον φτύσω.
 
Εγώ θα κλάψω θα πονέσω θα χαθώ
δεν θα κρυφτώ,
εγώ γιορτάζω, αναπνέω, ξεψυχώ.
Εγώ, παπάδες, δούλος δεν θα γίνω
στον παλιό της εξουσίας σας θεό.
Εγώ παλεύω με τη σκόνη,
το φόβο σας ξορκίζω.
 
Εγώ δεν θα σαπίσω,
θα ξυπνήσω στ’ όνειρο.
Αμνησία δεν θα πάθω,
αμνηστία δεν θα δώσω
στην οθόνη της λήθης δεν θα κλειστώ -
θα βγω ξανά στο δρόμο.
Εγώ θα νοιώθω, θα καώ, θα εκραγώ.

ΓΙΟΡΤΑΣΑΜΕ ΤΟ ΘΑΝΑΤΟ ΜΟΥ

Γιορτάσαμε το θάνατο μου
φίλοι αγαπημένοι.
Ήπιαμε, με τα ποτήρια μας ψηλά
τα μάτια δακρυσμένα.
 
Φωνάξαμε στα νιάτα μας
ξορκίσαμε το τώρα
ορκιστήκαμε στο χθες
απολογηθήκαμε στο αύριο. 
 
Φωνές, γέλια, μουσικές, χαμός,
γιορτάσαμε το θάνατο μου
μ’ αγκαλιές,
το τέλος ήταν τώρα.
 
Σκιές σαβάνωσαν τους
δειλούς της ζωής μας.
Τρεις άγγελοι
καθίσανε δίπλα στα κεριά μας
τρεις διάβολοι
χορεύανε μες την αγκαλιά μας.
 
Γιορτάσαμε το θάνατο μου
φίλοι αγαπημένοι
και λέγαμε και λέγαμε
για μέρες θυμωμένες
και λέγαμε και λέγαμε
γι’ αυτά που δεν μπορείς
να κουβαλάς στο θάνατο
μαζί σου.
 
Για όνειρα αποσκευές
που έμειναν στα αζήτητα
μιας αφετηρίας. 
 
Ρώτησα για παράπονα
και μου παν όλοι δύο.
Πώς ήμουνα ανεκτικός
και ότι τα ήξερα όλα.
 
Ενόψει τέλους,
σκέφτηκα τη συγνώμη.
 
Αδέρφια!
Φώναξα, κι έγινε ησυχία.
Μετάνιωσα, σας λέω την αλήθεια.
 
Όχι για τα λάθη μου
που λέτε
κι είναι μύρια.
Αλλά που δεν έκανα κι άλλα
κι άλλα  τόσα.
 
Φίλος σας πιστός ορκίζομαι,
και τώρα, στο τέλος της ζωής μου
για την ανεκτικότητα,
ειλικρινά απολογούμαι.
 
Για όσα σκύβαλα, στη πλάτη μου
κουβάλησα κι ανέχθηκα μια ζωή
το αίμα να μου πίνουν.
 
Φταίω που λησμόνησα
δάσκαλους καθηγητάδες παπάδες
και άλλης φύσεως καθοδηγητές
όλους να τους φτύσω.
 
Μετάνιωσα, σας λέω αλήθεια
για όλες τις φωτιές που έσβησα
μα πιο πολύ για κείνες που δεν έβαλα.
 
 
Φούντωσε η γιορτή
φόρεσα το σάβανο
οι φίλοι με πήρανε στα χέρια.
Μ’ ένα χαμόγελο ξάπλωσα,
έτσι τον είχα φανταστεί
κι αυτόν το θάνατο μου.

ΤΟ ΚΑΣΤΡΟ

Μια μάσκα ζωγραφίΖει με τις άπειρες όψεις του τρόμου.

Χωρίς φόβο δεν ζει η μοναξιά.

Κοίτα, οι ώρες πεθαίνουν ξέπνοες

κι ας κυκλοφορεί αδέσποτη μια ανάσα.


Τα νύχια της κουκουβάγιας χαλάρωσαν

κι ορκίστηκε να τη βρει.

Η αδέσποτη ανάσα, ήταν η γοργόνα με τα πράσινα μαλλιά, το κοραλλένιο στόμα και τα κόκκινα μάτια.

Το τραγούδι της έσωσε έναν Οδυσσέα και άλλαξε μια μοίρα.


Έζησε τις ιερές νύχτες στη φοβική πλευρά του χρόνου.

Μετά έσταξαν νότες στον αριστερό του ώμο.

Τώρα άκουγε πάλι τα υγρά μονοπάτια που τον καλούσαν στο κάστρο.


Η πέτρα έτριξε,

η πατημασιά χαράχτηκε,

στη πολεμίστρα ο άνεμος στάθηκε.

Τόσο καιρό γύρω του,

φαντάσματα αναζητούσαν τη σκιά τους.


Απόστολος της λήθης.

ΔΙΑΛΕΙΜΜΑ

Στη μαύρη οθόνη μιας στιγμής,

πριν το διάλειμμα για διαφημίσεις,

είδα την άφτρα του τσιγάρου σου,

ν’ αναπνέει για μένα.

Μα ήταν ακόμη ένα διάλειμμα.

Μες τα γαλάζια μάτια σου,

νοιώθω μάταια ζωντανός.

Η ζωή, στη μαύρη οθόνη μιας στιγμής,

πριν το διάλειμμα για διαφημίσεις,

Θυμίζεις τη γριά,

που με ξεγέλασε στη πλατεία των Ανέμων

κι αγόρασα λαχείο, με λήγοντα μηδέν.

Διάλειμμα ελπίδας,

ως τη κλήρωση,

άλλωστε ποτέ,

δεν κοιτώ τον κατάλογο διανεμόμενων κερδών.

Σαν άφεση αμαρτιών,

η μαύρη οθόνη μιας στιγμής,

πριν το διάλειμμα για διαφημίσεις.

Μετά από ένα σύντομο διάλειμμα,

επανήλθε άγονος ο χρόνος,

ή μήπως

πέρασε καιρός;

Είναι δύσκολο να καταλάβεις,

όταν μετράς τη ζωή με τα λεπτά,

που διαδέχονται, ίδια, το ένα μετά το άλλο.

Σαν διαγραφή μνήμης,

η μαύρη οθόνη μιας στιγμής,

πριν το διάλειμμα για διαφημίσεις.

ΑΝΤΙΦΑΣΕΙΣ

Μην αλλάξεις την ώρα
να μείνει καλοκαίρι

Παγωμένες σκιές έβαλαν
Φωτιά
στα πεζοδρόμια

Έβγαλε από τη τσέπη του
ένα φόβο.
Έμοιαζε λίγος.
Τελικά έφθασε
για όλους.

Εν κατακλείδι,
πάλι συμπέρασμα δεν βγήκε.
Οι αντιφάσεις,
ελκυστικές
ως εύπορες δικαιολογίες,
κρατούν,
ως λίπασμα ιδεολογικό
ανθισμένη
τη νύχτα ενός μακρύ χειμώνα.

ΑΡΓΟΣ

Με λένε Αργο.

Είμαι σκύλος και βαρέθηκα να περιμένω.

Πιστός δεν είμαι,

απλά μαθημένος.

Γι’ αυτό πρόσεχε,

είμαι συνέχεια αγριεμένος.

Είμαι ο Άργος, ο μύθος σου.

Μη πιστεύεις τίποτα,

παριστάνω τον καλό και μην ακούς τι λένε

δεν περιμένω κανέναν,

ξεγελάω το χρόνο,

ώσπου να ψοφήσουν οι κρότωνες,

που φόρτωσαν στη γούνα μου,

τα υποκριτικά σας χάδια.

Δεν θα γεράσω ποτέ,

γιατί είμαι ο Άργος

κι αντίθετα απ’ όσα λένε δεν περιμένω κανέναν,

μυρίζω τα χνώτα σας

και ξέρω αμέσως,

ξενηστικωμένοι για εξουσία έρχεστε,

για να κουνήσω την ουρά μου,

να δώσω την ευχή μου.

Δεν θέλω, ηλίθιοι,

να μπω μες το παλάτι,

να το γκρεμίσω θέλω.

Μη μου πετάτε κόκκαλα,

να κυνηγήσω θέλω.

Εσάς, διμούτσουνα θηράματα,

με το πιστοποιητικό καθαρής ράτσας.

Ακούς μνηστήρα… Με λένε Αργο.

Είμαι σκύλος και βαρέθηκα να περιμένω.

Πιστός δεν είμαι, απλά μαθημένος.

Γι’ αυτό πρόσεχε, είμαι συνέχεια αγριεμένος.


ΟΛΑ ΛΑΘΟΣ ΙΙΙ

Όλα λάθος ευτυχώς,

γιατί έτσι κατάλαβα,

παράδεισος και κόλαση,

είναι, μια πόρτα.

Θα βηματίζω απ’ έξω

και θα σε θυμάμαι

και μετά το πάντα,

φωτολουσμένη σαν κλάμα.

Ο λογαριασμός στην τράπεζα

της λήθης

παραμένει χρεωστικός,

παρενεβλήθει, ξέρεις,

των καταθέσεων μνήμης,

ως αχρεωστήτως καταβληθείσα,

η θλίψη.

Παρακαλώ μην κουνάτε

το τραπέζι μου,

κατρακυλούν τα γράμματα

και θα τα κάνω,

πάλι,

όλα λάθος.


Αναγνώστες

ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ

ekpoiisi@yahoo.gr

ποίηση στην εποχή της εκποίησης

ποίηση στην εποχή της εκποίησης