η ποίηση στην εποχή της

(7)
Πια δεν υπάρχουν αλυσίδες
και κελιά στενά δεν υπάρχουν
Χαλάρωσαν οι κρίκοι
και πλάτυναν τα κάγκελα
παίρνοντας νέες μορφές
κατά πώς η εποχή και η πρόοδος ορίζει
Χώρεσε μες στο μπουντρούμι όλη η πόλη
και τα χωριά
Σύνορα πια δεν υπάρχουν
τα έριξε το νόμισμα
και θα χαλάσει και αυτά που επιμένουν γιατί έτσι το συμφέρει
πήραν οι φράκτες νέες μορφές
κατά πώς οι νέες τάσεις διατάζουν
Επαφή πια δεν υπάρχει
την τέλειωσαν τα καλώδια
και η απόσταση άλλαξε
θεριεύοντας για τα αγαπημένα
μικραίνοντας βολικά για να σε βρουν οι νόμοι
Έγινε το πλήθος φυλακισμένος φύλακας εναντίον μας
με στολές, ρόπαλα και φανφάρες
Μεγάλωσαν τα τείχη τόσο που έγιναν αόρατα
και νόμισαν οι δούλοι δουλευτές πως νοικοκύρεψαν
Έγνοια μεγάλη για χρέος δεν υπάρχει
Σκορπίζει ο νους στις μικροθέλησες
όπως σκορπίζει στη θάλασσα η σταγόνα και διαλύεται
Πολύπλοκος ο κόσμος
κι όλος μια αποικία οπλαρχηγών και τρελαμένων
Λίγοι απόκληροι
εκτός των ορισμένων ρόλων
Λίγοι αυτοί που πάνε πιο πέρα
απ’ την ωραία καλύβα και το ζεστό ψωμί
Λίγοι
να μας καρφώνουν μηχανήματα
να μας κλωτσούν οι σάρκες
Λίγοι
… λιγότεροι αν πειστούν πως η δίψα τους δροσίζεται με αίμα
Λίγοι
Απρόβλεπτοι!
Πικρή γενιά (25)
Έγινε το πάτωμα ωκεανός
Κάποιοι βούτηξαν, κολύμπησαν... μα θυμήθηκαν το βάθος
και πνίγηκαν
Άλλοι έθεσαν διορίες, πέσαν τα στοιχήματα,
μπήκαν τα λάφυρα στα χέρια,
μα οι αγωνιστές δεν ξαναβγήκαν
Οι πιο πολλοί στριμώχτηκαν στις άκρες του δωματίου να σωθούν
και το πρόσωπο από πάνω καθρέφτισαν
Όσο για μένα
ξέχασα τι είχε συμβεί, ξάπλωσα στο πάτωμα,
όνειρα βουλιαγμένων
με έθρεψαν
και στις άλλες όχθες με ξέπλευσαν
Πικρή γενιά (6)
πως ήταν δύσκολο να βρεις τροφή
Άκουγα πως μοχθούσαν, κατρακυλούσαν,
αλλοτριώνονταν πολλοί
Για τόσο δα φαΐ έπρεπε να ανεχτείς, να υπακούς τους ανωτέρους
Για τόση δα ζωή έπρεπε να επιβληθείς, να πατάς τους κατωτέρους
Στα σχολεία φλυαρούσαν για πολιτισμικές προόδους
Μα δίδασκαν για την ισχύ του ισχυρότερου τους τρόπους
Η οικογένεια έδειχνε με κόπο
πως αν δε συμφωνείς με τον κανόνα
ούτε χρόνο θά ‘χεις, ούτε τόπο
θα σε βαρούν όλα τα κράτη με κανόνια
Ταχιά ήρθε καιρός λοιπόν,
που οι κανόνες των σοφών
με ξέρασαν απ’ τα θρανία
για να με φάνε τα θηρία
Οσμίστηκα σα θύμα τον καιρό
κι ένιωσα γύρω μάτια μηχανικά, σα βόθρων τρωκτικά,
να ελλοχεύουν
Άρχισα να ψάχνω τροφή να βρω
τριγύρω μου οι εξαθλιώσεις σα φίδια φαρμακερά
να ενεδρεύουν
Όλοι με αγωνία περιμένοντας να δούμε τι θα γίνει
Αν θα τρώω πεθαίνοντας ή αν θα πεθάνω ζώντας
Τι και ποιος στο τέλος απ’ τη δουλεία θα απομείνει.Πικρή γενιά (17)
Κι αυτά θα τρέξουν με πολύχρωμους χαρταετούς ουρά
απ’ τα μαλλιά τους
μαζί με τις αγέλες των αδέσποτων σαν αετοί
με ανυπομονησία να φτιάξουν τη νέα φυλή
Ξεχειλισμένοι θά ‘ν’ οι κόρφοι τους από χαρές,
κατάστεγνες οι παλάμες από προσδοκίες
Έτσι όπως μπαίνουν οι θίασοι στα περίχωρα απόψε
μασκαρεμένοι με ευτυχίες
Με γιορτές και με πολλήν απόφαση
για κλάμα και ευτυχία γέννας, για άνοδο
Στις γυαλιστερές μακριές βλεφαρίδες τους θα ακονίζουν τα όνειρα.
Αναγνώστες
ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ
ποίηση στην εποχή της εκποίησης
