η ποίηση στην εποχή της

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Παπανδρεοπούλου Μαρία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Παπανδρεοπούλου Μαρία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
«Ταξίδι Ποιητή»
Χαμένα όνειρα
κάστρα
μου,
στάχτες
του καλοκαιριού
σκέψεις
ανείπωτες,
φιλιά
χιλιοδοσμένα
φυλακισμένα
σε ένα κορμί,
χώμα
ξεραμένο,
σπόροι
που γυρεύουν
απεγνωσμένα
το
χάδι του ήλιου,
πουλιά
παγιδευμένα
στο
αχνό φώς
του
φεγγαριού,
ψάχνουν
κλαδί
μα
μάταια
τάχει
συνεπάρει
τ’όνειρο
και
μιας γλυκειάς
νεράϊδας
το φιλί,
είναι
μαγεμένα
απ΄τη
δύναμη
της
απουσίας,
η
απουσία
πιο
δυνατή
απ΄την
παρουσία,
τ΄όνειρο,
ελεύθερη
πράξη
καρδιάς
φυλακισμένης,
λύτρωση
δυναμικής
απραξίας,
φλόγες
αδέσποτες
δίχως
το περίγραμμα του τζακιού,
ταξίδι
αχαλίνωτο
στις
κορυφογραμμές
του
ρίσκου!
μα
η γλυκιά πτώση
εξ
ουρανού,
δεν
ήταν εντολή,
ήταν
επιλογή,
η
μνήμη του νερού
έγινε
λόγος
και
ο λόγος
πράξη,
τώρα
ούτε που θυμάμαι
πως
ξεκίνησε
το
προπατορικό αμάρτημα
σε
τι έφταιξα εγώ
για
την περιέργεια
της
Πανδώρας,
όμως
θυμάμαι
πάντα
το
παραλήρημα
του
ταξιδιού,
την
ευτυχία
που
σκορπάει
τα
κύτταρα στον αέρα,
δίχως
πυξίδα,
πού
το καλό
πού
το κακό,
πού
πάνω
και
πού κάτω.
Θυμάμαι
Και
πονάω,
συχνά
μου νοσταλγός
του
απείρου
θα
μείνω ταξιδιώτης!
Μαρία
Παπανδρεοπούλου (Η Μαρία της Ελαίας)
Ο ιστός του μεταξιού
Κραυγή
ανέμου
στην
αδυσώπητη μοίρα
που
κάμπια
κρατάει
την
προαιώνια πεταλούδα,
ο
θυμός
θα
σχίσει τελικά
τον
ιστό
του
μεταξιού,
καθώς,
είναι μακρύς
ο
δρόμος της Ιθάκης,
αν
είναι επιλογή,
βαθειάς
σοφίας
ατραπός,
του
κόσμου τα γραμμένα
όλα
θα δει,
μεσ’
στο σκοτάδι,
πριν
το φως
του
Ήλιου αντικρύσει,
πριν
το χέρι
απλώσει
για
ένα χάδι,
ένα
φιλί,
αηδιασμένη
απ’ τη σοφία
της
μοναξιάς,
κι
ας ήταν επιλογή,
ο
χρόνος πια
δεν
θα’χει σημασία
στον
κύκλο της αγάπης
πούναι
ατέρμονος,
το
μόνο που θ’ αλλάξει
είναι
ο πόνος,
δεν
θα’ναι πια ο ίδιος,
γιατί
θ’ αντέχεται,
στ’
ουρανού την ύψιστη
αλμύρα
που
όλα τα «ψήνει»,
μα
μέχρι χτες
ήταν
γολγοθάς
της
λήθης ο σταυρός,
όχι
τυχαία
προκλητικός,
σαν
χείμαρρος,
σαν
καταρράκτης,
μυρίων
συναισθημάτων,
με
αιτία
χωρίς
αιτία
στης
Κίρκης το νησί.
«Βουλιάζω στο βυθό μου Σσσστ σιωπή»
Βουτιά
θανάτου , στο
απύθμενο χάος,
λείψανα
έκπτωτων αγγέλων
αδιάφορη
συντροφιά, δίχως φόβο
πέφτει μόνο ένα δάκρυ
Ο
ανάλαφρος ήχος της
βρόχινης
μουσικής, είναι
πρελούντιο
μελαγχολικής αρμονίας,
γλυκιά
¨πτώση εξ ουρανού¨
Μεταξύ
ζωής και θανάτου
πεταρίζει
αθόρυβα η ψυχή
στο
βυθό της βουλιάζει, χάνεται
Σσσστ σιωπή!
Ο
μονότονος ήχος του χρόνου
αδιάκοπα
σφυρηλατεί, το Αιώνιο
ποτέ
δεν φθείρεται, μόνο υπάρχει
η
Αθανασία στην τρέλλα οδηγεί,
λύτρωση
είναι η Ζωή,
μικρά
μουσικά έργα με πνοή!
Μεταξύ
Ζωής και ζωής
πέφτει
η σκιά,
ο
θάνατος είναι μόνο δια-κοπή,
αλλοίμονο
η Αθανασία στην τρέλα οδηγεί
Βουλιάζω
στο βυθό μου
παχύ
ασάλευτο υγρό
σειρήνες
με μαγεύουνε
δεν
θέλω από κει να βγω
Όχι!
Ακόμα δεν κουράστηκα να ζώ
μόνο
κουράστηκα να σπαρταρώ!
Γλυκιά
του πάτου η απραξία,
γλυκιά
σαν φθινοπώρου τη μελαγχολία,
φαρμάκι
είναι επικίνδυνο η αδιαφορία,
πώς
να αναδυθείς απ’ του βυθού την Αφοβία;
Στα
ασημένια νερά της λίμνης μου,
Το
λίκνισμά τους καθρεφτίζουν κυπαρίσσια,
σαν
νάναι ο βοριάς, αγάς που χαίρεται
και
κείνα μπαλαρίνες που χορεύουν με λαγνεία
Σμίγουν,
ανοίγουν ξανά, απλώνονται,
φιγούρες
ψευδαισθήσεων που αντανακλώνται
κι
είναι οι ρυτίδες της λίμνης μου πτυχές
που
θέλουν μέσα τους βαθειά να κλείσουνε
του
πόθου και του πόνου τη Γνώση και Μαγεία
Μα
τίποτα δεν φτάνει μέχρι το βυθό μου
κι
είναι όλα τούτα, τσαμπιά
από
σταφύλια που μεθάνε μόνο τα νοητικά πουλιά
που
σκύβουν να πιούν από της λίμνης τα νερά
Βαθειά
μες στο βυθό μου κρύβεται
το
παλιό, καλό κρασί
βαθειά
μες το βυθό μου ¨ψήνεται¨
του
Διόνυσου η αληθινή γιορτή
Της
μοίρας μας προίκα είναι η ενοχή
γι’
αυτό, οριζόντια ταξιδεύουμε
μα
σαν διασχίσουμε τα μήκη και τα πλάτη
το
ύψος μένει μόνο να ανέβουμε ή κατέβουμε
σαν
νάναι η ύστατη, στερνή επιλογή
μα
είναι ο φόβος φίδι που καραδοκεί
γι’
αυτό κι αρχίζουμε πάλι απ’ την Αρχή
Όμως
το ξέρω
Βαθειά
μες’ στο βυθό μου κρύβεται
η
Γνώση η Αρχέγονη, η φωτεινή κι η σκοτεινή
βαθειά
μες’ στο βυθό μου ¨ψήνεται¨
της
Γνώσης της αρχέγονης, η ύστατη επιλογή
Δεν
θέλω Φώς τούτη την ώρα εκτυφλωτικό,
μόνο
του κεριού το φώς το λιγοστό,
δεν
έχω δύναμη, το φώς της Δύναμης
να
απαντήσω, δεν έχω δύναμη
τη
δύναμη του Σκότους να πισωπλατήσω,
μ
ό ν ο
να
στέκω θέλω σιωπηλή
μες’
του βυθού μου τη σιωπή!
Μάρτυρας
Φεγγάρι, ολόγιομο
πάνω απ’ την κληματαριά
ανταύγειες ασημένιες
που κάνουν τις ρόγες
διάφανες
σαν το αυγό του φιδιού
και εσύ
ο σπόρος που έμεινε
κλεισμένος
και δένδρο ποτέ
δεν θα γενεί.
Υπάρχεις
αλλά δεν ζεις,
βλέπεις
αλλά δεν ακούς,
εμάς τους διχασμένους
που ούτε ακούμε
ούτε βλέπουμε
το βλέμμα των εφήβων
που με χρυσές ακτίνες
χτίζει αλλού
τα όνειρα για το μέλλον!
Ο τόπος μας
πανάρχαια ευλογημένος
λερώνεται με αίμα
μικρών ελαφιών
που η γνωστή –άγνωστη
ύαινα
σκίζει αδιάφορα
σαν ποταπός βρυκόλακας
που ακόμα δεν αποφάσισε
να παλέψει
το σκοτάδι μέσα του!
Πού το σκοτάδι;
σφαίρα το τρυπά!
στοχεύει τον ήλιο
ματιών ονειροπόλων,
ξοφλάει το δάνειο
για ελπίδα και για φως,
για αξίες και αρχές
που πάντα έδινε η Ελλάδα!
μα τι μπελάς,
αυτά τα μικρά παιδιά
να μην ξεχνούν
τη φωτιά του Προμηθέα!
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)
Αναγνώστες
ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ
ekpoiisi@yahoo.gr
ποίηση στην εποχή της εκποίησης
