η ποίηση στην εποχή της

η ποίηση στην εποχή της
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Παπαδόπουλος Θεοχάρης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Παπαδόπουλος Θεοχάρης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Ο ποιητής και ο τζίτζικας (Θεοχάρης Παπαδόπουλος)

Ένας τζίτζικας τραγούδαγε 

όλο το καλοκαίρι 

και το χειμώνα 

από την πείνα ψόφησε. 

Κανείς δε νοιάστηκε γι’ αυτόν. 

                            

Ένας ποιητής 

έγραφε συνέχεια 

μέχρι που πέθανε στην ψάθα. 

                            

Τον ποιητή 

τον θάψανε βαθιά 

τους στίχους του ερμηνεύοντας 

όπως συμφέρει. 

                            

Τυχερός ο τζίτζικας.

Μπέιμπι όιλ (Παπαδόπουλος Θεοχάρης)

Κάποιες φορές
έχει και η τρέλα την ομορφιά της.
Να μπαίνεις στα μουσεία σαν κύριος,
να ρίχνεις μπέιμπι όιλ στα εκθέματα
κι όταν σε πιάνουν,
να βρίσκεις μια γελοία δικαιολογία.
Κάποιες φορές
έχει και η ομορφιά την τρέλα της.
Πόσοι σπουδαία έργα τέχνης δημιούργησαν,
χωρίς να ξέρουν γιατί έζησαν
και γιατί πέθαναν, επίσης.
Κάποιοι το ‘νιώσαν το γελοίο
κι αυτοκτόνησαν.
Κι εσείς, που φαίνεστε παντού,
στην τηλεόραση, στις εφημερίδες, στα ραδιόφωνα
αναλύοντας περισπούδαστα σημαινόμενα.
Δεν έχει νόημα να σας διαβάσει ο λαουτζίκος.
Εσείς ποιητά, που νιώθετε διάσημος,
θέλετε λίγο μπέιμπι όιλ
στα γραφτά σας;

«ΕΣ ΑΥΡΙΟΝ»

                                 Σήμερα κάηκαν δέκα δάση,
                                 έγιναν είκοσι τροχαία,
                                 έγινε μια πυρηνική δοκιμή,
                                 απειλήθηκε να γίνει πόλεμος…
                                 Μα τι μας νοιάζουν τώρα όλα αυτά;
                                 Αφού δεν το κερδίσαμε και πάλι το Λαχείο.
                                 Εξάλλου έχει νυχτώσει,
                                 ώρα για ύπνο πια,
                                 να ξεχαστούμε,
                                 να αφήσουμε για αύριο τα σπουδαία…


ΕΦΗΒΕΙΑ

                 Κρύος αγέρας στο παράθυρο ξεσπά,

                 βαρύ και γκρίζο το τσιμέντο σε κυκλώνει,

                 ρίγος περνάει το σκυφτό σου το κορμί,

                 έκλεισες μέσα τη ζωή σου και κρυώνει.



                 Μια μουσική που παίζει πένθιμα κι αυτή,

                 σκληρός ο θάνατος θρασύδειλα σε λειώνει.

                 Στέκονται γύρω σου μποτίλιες αδειανές,

                 σύριγγες, χάπια και τσιγάρα κι άσπρη σκόνη.



                 Τα νεύρα σφίγγουνε, φωνή σπαρακτική

                 σκίζει τα χείλη σου. το στόμα σου ματώνει.

                 Μέσα στα στήθη σου σπαράζει μια ζωή

                 μόλις που πρόλαβε ν’ αρχίσει και τελειώνει.


ΜΠΡΟΣΤΑ



                      Ήταν μέρα.
                      Πήγαινες μπροστά.
                      Πλήθος σ’ έζωσε.
                      Εσύ συνέχισες, μπροστά.
                      Πέφτανε σφαίρες,
                      έπεφτε βροχή,
                      λυσσομανούσε ο άνεμος
                      και συ πήγαινες μπροστά.
                      Σου φώναξαν να γυρίσεις
                      γιατί νύχτωνε.
                      Εσύ συνέχισες, μπροστά.
                      Σε τράβηξαν, σε χτύπησαν.
                      Δεν μπορούσες πια να προχωράς.
                      Η φωνή σου υψώθηκε:
                      -Πηγαίνετε μπροστά.

Βαβέλ

Όνειρα κάναμε στο χείλος της αβύσου
πύλη μας φάνταζε τ' ουράνιου παραδείσου.
Τρέχαμε μ' άγρια χαρά μα και μεγάλη
να δούμε πού αυτός ο δρόμος θα μας βγάλει.

Και σαν εφτάσαμε στου δρόμου μας την άκρη
μας επερίμεναν το ψέμα και το δάκρυ.
Τότε μας έφυγε για πάντα η χαρά μας.
Καινούργιοι πύργοι της Βαβέλ τα όνειρά μας.

ΣΕ ΦΙΛΟ ΠΟΙΗΤΗ


                                 Φίλε την ονειρεύομαι την πόλη,
                                 που ήθελες να ζήσεις.
                                 Ταξίδεψα με της ελπίδας τα φτερά
                                 κ’ είδα τους νέους με χέρια άσπιλα 
                                 χωρίς τις τρύπες του θανάτου,
                                 τους άντρες με χέρια στιβαρά
                                 να χτίζουν την ειρήνη,
                                 τις γυναίκες να ερωτεύονται τη φύση.
                                 Είδα μαζί πιασμένους σε χορό
                                 τον Τούρκο με τον Έλληνα
                                 τον λευκό με το νέγρο.
                                 Είδα τους δρόμους, που ήτανε μεγάλοι
                                 για να χωρά η αγάπη να περάσει.
                                 Φίλε την ονειρεύομαι την πόλη,
                                 που ήθελα κι εγώ να ζήσω.
                                 Γι’ αυτό σα θα βρεθείς μονάχος
                                 βάλε στους στίχους σου φωτιά
                                 απ’ της καρδιάς τη λάβα
                                 κι άφησε τα φτερά του νου
                                 να μας απογειώσουν.
                                 Και γνώριζε πως θα ξυπνήσουμε
                                 και τ’ όνειρο δεν θα τελειώσει την αυγή.

Η φωτιά

Τον κυνηγούσαν παντού
κάποια παλιά χαρτιά.
Εκείνος τα κλείδωνε στα συρτάρια

μ' αυτά έβγαιναν και πάλι
και τον κυνηγούσαν.
Κάποτε τους έβαλε φωτιά
και απαλλάχτηκε.
Τώρα δεν τα 'χει πια
μ' ακόμα καίγεται!

 

ΕΠΙΘΥΜΙΑ


                                    Ήθελα νάμουν γλύπτης
                                    να φτιάξω το άγαλμά σου,
                                    νάμουν ζωγράφος
                                    να φτιάξω το πορτρέτο σου,
                                    νάμουν τραγουδιστής
                                    να υμνώ την ομορφιά σου.
                                    Μα είμαι άνθρωπος απλός 
                                    και σ’ έχω στην καρδιά μου.

ΠΟΡΤΕΣ ΚΛΕΙΣΤΕΣ

Πόρτες κλειστές.

Μάταια χτυπάς να σου ανοίξουν.

Έξω χιονιάς και παγωνιά,

μέσα το τζάκι να ζεσταίνει.

Κι ούτε κατάλαβες,

πώς και γιατί σε κλείδωσαν απέξω.

Χτυπάς γερά,

φωνάζεις, δεν σ’ ακούνε.

Μην περιμένεις,

πάρε τη βαριά.

Πόρτες που δεν ανοίγουνε τις σπάνε.

ΑΥΤΗ ΤΗ ΝΥΧΤΑ

Αυτή τη νύχτα
δε μπορώ να κοιμηθώ,
η καρδιά μου χτυπά.
Το δωμάτιο γυρίζει,
οι δρόμοι τρέμουν.
Σεισμός του πλήθους η φωνή,
τραντάζει τα θεμέλια του σπιτιού,
διώχνει τα όνειρα,
μπαίνει στα αυτιά μου,
με τρομάζει.
Αυτή τη νύχτα
δε μπορώ να κοιμηθώ,
η καρδιά μου χτυπά
στην Παλαιστίνη!

Αναγνώστες

ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ

ekpoiisi@yahoo.gr

ποίηση στην εποχή της εκποίησης

ποίηση στην εποχή της εκποίησης